Στις 11 Μαΐου 2015 βρέθηκε θαμμένη κάτω από το σπίτι του φίλου της η 14χρονη Chiara Páez. Η είδηση αυτής της γυναικοκτονίας πυροδότησε ένα πολύ μεγάλο κίνημα διαμαρτυρίας στην Αργεντινή. Στις 19 Οκτωβρίου 2016 στον απόηχο του βιασμού και της δολοφονίας της Lucia Pérez στη Μαρ ντε λα Πλάτα της Αργεντινής φεμινιστικές συλλογικότητες κάλεσαν σε απεργία για να σταματήσουν οι γυναικοκτονίες. Το σύνθημα Ni Una Menos (Ούτε μία λιγότερη) διαχύθηκε σε όλη την Αργεντινή και όχι μόνο. Στις 8 Μαρτίου 2017 κηρύχθηκε η Διεθνής Απεργία Γυναικών, που θα επαναληφθεί και τις επόμενες χρονιές. Κίνηση ανυπακοής και όχι απλώς διακοπής της εργασίας, απεργία στους χώρους δουλειάς, τα νοικοκυριά, τα σχολεία, οργανωμένη από ευρύτερα δίκτυα και συλλογικότητες, με διεκδικήσεις που υπερβαίνουν τα συνηθισμένα συνδικαλιστικά αιτήματα, η φεμινιστική απεργία έκτοτε προστέθηκε στο ρεπερτόριο των κοινωνικών κινημάτων, διαμορφώνοντας ένα διεθνές κίνημα, που έβαλε στο στόχαστρο όχι μόνο τις γυναικοκτονίες και όλες τις μορφές έμφυλης βίας, αλλά και όλες τις επιμένουσες μορφές ανισότητας εις βάρος των γυναικών και όλων των θηλυκοποιημένων σωμάτων.
H Βερόνικα Γκάγκο πρωταγωνίστησε στην οργάνωση αυτού του κινήματος και το βιβλίο της «Φεμινιστική Διεθνής», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πότλατς, σε μετάφραση της Ελένης Αποστολοπούλου και του Κίμωνα Σχοινά, γλωσσική επιμέλεια της Λένας Κοψαχείλη, πρόλογο της Αθηνάς Αθανασίου (και μετάφραση του προλόγου της Σίλβια Φεντερίτσι για τη γαλλική έκδοση) και επίμετρο της Κατερίνας Σεργίδου, αποτυπώνει τον στοχασμό της σε σχέση με αυτή την εμπειρία.
Η κλιμάκωση της βίας
Ερευνήτρια και ακτιβίστρια με σημαντικό θεωρητικό έργο – ας αναφέρουμε ενδεικτικά την ιδιαίτερα διεισδυτική ανάλυσή της για το πώς έχουμε και μορφές «νεοφιλελευθερισμού από τα κάτω» – η Γκάγκο, εμπνέεται στην ανάλυσή της από τις ιταλίδες φεμινίστριες της δεκαετίας του 1970, όπως η Σίλβια Φεντερίτσι, που έδωσαν έμφαση στην απλήρωτη οικιακή εργασία και τη σημασία της για την κοινωνική αναπαραγωγή. Ομως δεν περιορίζεται σε αυτό το πλαίσιο, διευρύνοντας το πλαίσιο της ανάλυσης, ακριβώς για να μπορέσει να εξηγήσει και αυτή την κλιμάκωση της βίας κατά των γυναικών, των λεσβιών, των τραβεστί και των τρανς ατόμων. Εντοπίζει έτσι τέσσερα πεδία βίας: την ενδοοικογενειακή βία ως αποτέλεσμα της απώλειας της πρωτοκαθεδρίας του άνδρα που δουλεύει για την οικογένεια, τη βία στις γειτονιές από την επέκταση παράνομων οικονομιών, τη λεηλασία της γης και των φυσικών πόρων στο όνομα της ανάπτυξης, και τη χρηματιστικοποίηση της κοινωνικής ζωής και τη διόγκωση του χρέους.
Η Γκάγκο επιμένει ότι πρέπει να συνδέσουμε την έμφυλη βία με την οικονομική και κοινωνική βία που έχει να κάνει με την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τις μορφές συσσώρευσης μέσω αποστέρησης, τις εξορυκτικές πρακτικές, την υπερχρέωση και να αποφύγουμε τον περιορισμό της βίας σε μια στενή οπτική με βάση το φύλο. Αυτό επιτρέπει «έναν φεμινισμό που προτάσσει μια κριτική του καπιταλισμού η οποία αναδεικνύει τη λογική που συνδέει την εκμετάλλευση στον χώρο της εργασίας με την έκρηξη της μισογυνικής βίας στο σπίτι». Επιπλέον, η Γκάγκο επιμένει ότι η έννοια της χρηματοπιστωτικής εκμετάλλευσης και του τρόπου που συναρθρώνεται με τον ιδιαίτερο οικονομικό ρόλο των γυναικών στα νοικοκυριά, εντοπίζει και τη σύνδεση ανάμεσα στην αύξηση της έμφυλης βίας και τη χρηματιστικοποίηση των λαϊκών οικονομιών.
Ομως η Γκάγκο δεν ενδιαφέρεται μόνον να αναδείξει τις διασυνδέσεις ανάμεσα στην έμφυλη βία και όλες τις άλλες μορφές κοινωνικής βίας, ούτε μόνο να δείξει ότι μια οπτική διαθεματικότητας σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά αντικαπιταλιστική. Εξίσου θέλει να δει να τις μορφές που πήρε αυτός ο αγώνας και πρωτίστως τη μορφή της συνέλευσης.
Η σημασία της συνέλευσης
Στα μάτια της η συνέλευση συνδέει διαφορετικά στοιχεία, εμπειρίες, κατευθύνσεις και παράγει στρατηγική ως συλλογική διανοητική δραστηριότητα. Με αυτόν τον τρόπο επιτρέπει να έρθει στο προσκήνιο η δύναμη (potentia) που υπάρχει στα αγωνιζόμενα σώματα. Ετσι, «η συνέλευση παράγει νοημοσύνη επειδή είναι συλλογική και τοποθετημένη και, με αυτόν τρόπο επινοεί ιστορικό χρόνο, θέτοντας το ερώτημα: Τι κάνουμε;». Παράλληλα, οι συνελεύσεις «παράγουν νέες αναπαραστάσεις της αντιεξουσίας, της λαϊκής κυριαρχίας που αμφισβητεί την πίστη στο κράτος ως μονοπώλιο της πολιτικής».
Επιπλέον, η ίδια η έννοια της φεμινιστικής απεργίας, η μορφή αλλά και οι διεκδικήσεις απαντούν κατά τη γνώμη της και στα προβλήματα και όρια που συναντά ένα συνδικαλιστικό κίνημα που δεν έχει μπορέσει να απαντήσει στο τέλος ενός προηγούμενου συστήματος οργάνωσης της μισθωτής εργασίας και τη διεύρυνση των μορφών που παίρνει η εργασία, άρα και η εκμετάλλευση. Οπως σημειώνει «το συνδικαλιστικό ζήτημα μετασχηματίζεται μέσα από αυτόν τον επανακαθορισμό των ορίων του “κόσμου της εργασίας” και την ενσωμάτωση ζητημάτων αναπαραγωγής στη “λογική” των συνδικάτων. Αλλά αυτό συμβαίνει και μέσα από την οξυδερκή ανάλυση του διαφοροποιημένου τρόπου με τον οποίο πλήττουν οι πολιτικές λιτότητας και επισφάλειας τις γυναίκες, τις λεσβίες, τα τρανς και τραβεστί άτομα».
Σε όλα αυτά προστίθεται και μια διεθνιστική διάσταση. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μια ανάγνωση της έννοιας της διαθεματικότητας «που χαρτογραφεί σε παγκόσμια κλίμακα, ενάντια στο ρεύμα, τις επικράτειες του κεφαλαίου με βάση την επικάλυψη μεταξύ διαφορετικών καταπίεση». Ως αποτέλεσμα, όπως σημειώνει, «οι εγκάρσιες μορφές αγώνα εφαρμόζουν τη διαθεματικότητα ως πολιτική και μεθοδολογική αρχή, ενεργοποιώντας μιας αρχή σύνθεσης και μετάφρασης για νέες μορφές υπερεθνικής αλληλεγγύης». Αυτές οι μορφές ενότητας μέσα στον αγώνα που διαμορφώνονται παράγουν ένα είδος μαζικής και μετασχηματιστικής πολιτικής που κατά τη γνώμη της Γκάγκο υπερβαίνουν την αφηρημένη έννοια του λαού που επικαλείται ο λαϊκισμός και επιτρέπουν μια αποτελεσματική σύνθεση ανάμεσα στον φεμινισμό και την κοινωνική σύγκρουση με τον διαιωνιζόμενο νεοφιλελευθερισμό.
Κατανοώντας τη βία
Για την Γκάγκο η απεργία επέτρεψε να διαγνωστεί η διαθεματικότητα της βίας. Οπως σημειώνει, «με την απεργία, παραγάγαμε μια νέα ανάλυση της βίας: ξεφύγαμε από την κλειστή θεώρηση της ενδοοικογενειακής βίας, συνδέοντάς την με την οικονομική, εργασιακή, θεσμική, αστυνομική, ρατσιστική και αποικιακή βία. Με αυτό τον τρόπο αποσαφηνίζεται η οργανική σύνδεση της σεξιστικής βίας και των γυναικοκτονιών με τη σύγχρονη μορφή καπιταλιστικής συσσώρευσης».

