19 Φεβρουαρίου. Αυτό που μάθαμε τις τελευταίες εβδομάδες, γράφει ο Τόμκινς στο New Yorker, είναι ότι μπορούμε να συνεχίζουμε τη ζωή μας εν μέσω της καταστροφής Τραμπ. Ο ίδιος μπορεί μάλιστα να ξεχάσει και το όνομά του, όπως του συμβαίνει με συγγενείς και φίλους, ζωντανούς και πεθαμένους, κάτι που στα 99 του, βέβαια, δεν είναι και προς θάνατον. Πάντως πραγματικά γέρος άρχισε να νιώθει πριν από μόλις δύο χρόνια, οι διατάσεις που κάνει δυο φορές την ημέρα φαίνεται πως κάνουν δουλειά. Κι αν δεν βλέπει πια καλά και κάθε τόσο πέφτει, απέχει ακόμη πολύ από το να είναι, όπως έλεγε ο Τζον Κιτς, «μισοερωτευμένος με τον γαλήνιο Θάνατο».
12 Mαρτίου. «Σήμερα το πρωί, ενώ έπλενα τα δόντια μου, είδα ένα από αυτά τα μαλλιαρά, μακρυπόδαρα έντομα να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Σήκωσα το πόδι μου και προσπάθησα να το πατήσω, αλλά αστόχησα. Το έντομο έφυγε προς άλλη κατεύθυνση και το ακολούθησα, κλωτσώντας και αστοχώντας, μέχρι που έχασα την ισορροπία μου και γκρεμοτσακίστηκα. Δεν έσπασα κάτι, αλλά ένιωσα εξευτελισμένος, ηττημένος από ένα άκακο πλάσμα κι αυτό με έκανε να γελάσω».
13 Mαρτίου. Ο Τόμκινς διηγείται ότι πήγε με τη γυναίκα του στο Μetropolitan Museum για να δει μια έκθεση του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ. Πλέον κυκλοφορεί με αναπηρικό καροτσάκι. Και διαπίστωσε με λύπη ότι το να κοιτάς έναν πίνακα από ένα καροτσάκι, με τα μάτια σου μισό μέτρο κάτω από τη θέση στην οποία θα βρίσκονταν αν ήσουν όρθιος, έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες – στην περίπτωση αυτή, η αντανάκλαση των φώτων του μουσείου έκρυβε τους πίνακες. «Σκέφτομαι μερικές φορές ότι το βασικό μου παράπονο για τα γηρατειά είναι ο τρόπος που παρεμβαίνουν στο πώς παρατηρείς την τέχνη και πώς ακούς μουσική.»
2 Ιουνίου. «Τι ώρα είναι; ρώτησε η γυναίκα μου, καθώς γύριζα στο κρεβάτι από την τουαλέτα. Τέσσερις παρά τέταρτο, είπα. Και για το επόμενο ημίωρο, ξαπλωμένος, έπιασα τον εαυτό μου να σχηματίζει με τα χείλη τους στίχους του «Τσατανούγκα Τσου Τσου» – όλους, από το «Φεύγεις από τον σταθμό Πενσιλβάνια γύρω στις 4 παρά τέταρτο» μέχρι το «Τσατσανούγκα Τσου Τσου, δεν θα με τσου τσου σπίτι». Πώς διάβολο το έκανα; Είχα να ακούσω αυτό το τραγούδι πενήντα χρόνια. Η μνήμη είναι συχνά παράλογη. Επιπλέον, αυτό το τραγούδι δεν μου αρέσει. Τέλος πάντων, ίσως λίγο».
11 Iουνίου. Αν σκέπτεται τον θάνατο; Φυσικά τον σκέπτεται, αρκετά συχνά, αλλά χωρίς συναισθηματική φόρτιση. Το ζήτημα λύθηκε γι’ αυτόν πριν από χρόνια, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν πιστεύει σε οποιαδήποτε μορφή μετά θάνατον ζωής. Αυτό που πιστεύει είναι ότι όλοι μας – άνθρωποι, ζώα, πουλιά, φυτά, δέντρα κ.λπ. – ανήκουμε στον ίδιο φυσικό κόσμο και ότι ο θάνατος είναι εξίσου ουσιαστικός με τη ζωή. Κι αυτή η σκέψη πάντα τον γαλήνευε.
17 Ιουλίου. Στο τρίτο έτος του Πανεπιστημίου παρακολούθησε ένα μάθημα με τα σονέτα του Σαίξπηρ. Ο καθηγητής τούς είχε υποχρεώσει να διαβάσουν και τα 154, να αποστηθίσουν όσα μπορούν και στη συνέχεια να εξεταστούν. Νόμιζε ότι ήταν αδύνατον, αλλά τα πήγε καλά. Σήμερα θυμάται αρκετά από αυτά, ιδιαίτερα τους τέσσερις πρώτους στίχους του 30ού σονέτου. Πώς συνδέεται αυτό με το ότι θυμάται κάθε στίχο του «Τσατσανούγκα Τσου Τσου», για το οποίο δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια; Το βιβλίο του Ναμπόκοφ «Μίλησε, μνήμη» εμβαθύνει σε αυτά τα ζητήματα.
15 Αυγούστου. «Η ακανόνιστη πτήση μιας κίτρινης πεταλούδας έχει ανοσία στην τεχνητή νοημοσύνη».
24 Αυγούστου. Είδε στο όνειρό του ότι ο Τραμπ πέθανε και πήγε στον Παράδεισο, όπου άρχισε να αλλάζει τα πάντα. Απέλυσε πάνω από εκατό από τους πιο δραστήριους αγγέλους και όταν ο Αγιος Βενέδικτος, ο Αγγελος των Εξηγήσεων, τον έπιασε και του είπε ότι εκεί πέρα δεν υπάρχουν δουλειές, άρα δεν μπορεί να κάνει απολύσεις, απέλυσε κι εκείνον και άρχισε να σχεδιάζει ένα σύστημα που θα του απέδιδε το 17% των κεφαλαίων του Παραδείσου. Ξαφνικά κατάλαβε ότι τα χρήματα ήταν κάτι άγνωστο στον Παράδεισο, οπότε αποφάσισε να γυρίσει στη Γη. Οι άγγελοι συμφώνησαν να τον βοηθήσουν, αλλά κανείς στη Γη δεν δέχθηκε να τον πάρει πίσω. «Ποτέ ξανά», είπαν.
Κάλβιν Τόμκινς (1925 – )
Ψήφος εμπιστοσύνης
Γεννημένος στο Οραντζ του Νιου Τζέρσι, σπούδασε στο Πρίνστον και εργάστηκε πρώτα στο Radio Free Europe, ύστερα στο Newsweek κι από το 1958 στο New Yorker, όπου έχει δημοσιεύσει μεταξύ άλλων εκτενή πορτρέτα των Μαρσέλ Ντυσάν, Τζον Κέιτζ, Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, Τζόρτζια Ο’ Κιφ, Ντάμιεν Χιρστ, Μαουρίτσιο Κατελάν και Ρότζερ Φέντερερ. Το 1959, γράφει κάπου στο ημερολόγιό του, έκανε κάτι για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του: στεκόταν στο MοMA μπροστά σε έναν πίνακα του Ράουσενμπεργκ με τίτλο «Double Feature», ένα κολάζ που περιλάμβανε μέρος της μπλούζας ενός άνδρα. Εβγαλε τότε από το πορτοφόλι του ένα κέρμα και το τοποθέτησε στην τσέπη της μπλούζας. «Τι σκεφτόμουν;» αναρωτιέται. «Οτι αυτή η πράξη με έκανε συμμέτοχο; Ή ήταν απλώς μια σιωπηρή επιδοκιμασία, μια ψήφος εμπιστοσύνης; Το υπόλοιπο απόγευμα πάντως ένιωθα υπέροχα».

