Οταν, το 1979, άκουσα για πρώτη φορά το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» του Διονύση Σαββόπουλου, μου έκανε εντύπωση εκείνος ο στίχος που έλεγε: «Τζάμια, το πλήθος βλέπει οπτασίες». Τι ήταν αυτό το «τζάμια»; Μήπως κάτι δεν άκουγα καλά; Ρωτώντας λοιπόν έμαθα τι σήμαινε «Η Παναγιά στα τζάμια». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα φαινόμενο ομαδικής παραίσθησης που εμφανίστηκε την περίοδο του Εμφύλιου. Η αρχή έγινε από κάποια πόλη της βόρειας Ελλάδας όπου οι πιστοί άρχισαν να βλέπουν σε μεγάλες γυάλινες επιφάνειες μια μορφή που έλεγαν ότι έμοιαζε με την Παναγία. Πολύ γρήγορα σε όλη την Ελλάδα άρχισαν να βλέπουν την Παναγιά στα τζάμια. Δεν επρόκειτο βέβαια ούτε για θαύμα αλλά για μία, υπαγορευμένη κατά μία έννοια, οφθαλμαπάτη την οποία μάλιστα είχε τότε εξηγήσει ο ιδρυτής της πρώτης στη χώρα Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, Αγγελος Τανάγρας αποκλείοντας κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα μεταφυσικού φαινομένου. Τα τζάμια που χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή των καινούργιων κτιρίων ή στην αποκατάσταση των ζημιών του πολέμου, ήταν κακής ποιότητας. Ετσι, η διάθλαση του φωτός πάνω σε αυτά δημιουργούσε αντικατοπτρισμούς που ο καθένας εξηγούσε κατά πώς βόλευε την ψυχή του, τις αγωνίες του, τους φόβους και τις ελπίδες του. Την Παναγιά ήθελε να βλέπει, την Παναγιά έβλεπε.
Το σκεφτόμουν με αφορμή τη σημερινή επέτειο γέννησης του Σαββόπουλου, τα γενέθλια των 81 του χρόνων που δεν πρόλαβε να γιορτάσει, και η οποία συμπίπτει με τις σαράντα μέρες από τον θάνατό του. Γενέθλιος ημέρα και μνημόσυνο μαζί για έναν άνθρωπο που, εκτός από πολλά άλλα, προσπάθησε να διαλύσει και τις ομαδικές αυταπάτες μας, αυτά που νομίζουμε ότι βλέπουμε αλλά που, στην πραγματικότητα, δεν υφίστανται. Αυτά που τροφοδοτούν, άρα συντηρούν, τις εμμονές και τις ιδεοληψίες μας. Και δικαιολογούν τις συμπεριφορές και τις εκτροπές μας.
Από την αρχή το έκανε, από τα πρώτα του τραγούδια. Ολο και ξεσκέπαζε, με τον έναν ή τον άλλο στίχο, αυτά που δεν θέλαμε να δούμε αν και, κατά βάθος, ξέραμε ότι υπήρχαν, εκεί, στο «υπόγειο νησί», «σε ένα κατώι μυστικό». Μας τα πέταξε και στα μούτρα, με το «Κωλοέλληνες», όπου είδε ως «τσιφτετέλληνες» τον «λαό (που) τραγούδι θέλει, τέρμα τα προβλήματα». Τότε που υπέστη έναν διωγμό για τον απλούστατο λόγο ότι δεν αντέχουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, ότι προτιμάμε να σπάσουμε τον καθρέφτη παρά να μας προβληματίσει το είδωλό μας. Είναι αυτό ακριβώς που έλεγε ο Μ. Καραγάτσης για τον εαυτό του: «O καλός λογοτέχνης μάς παρουσιάζει όπως θέλουμε να είμαστε. Εκείνος που τολμάει να μας παρουσιάζει όπως είμαστε είναι κακός λογοτέχνης. Ιδού λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί είμαι ένας κακός λογοτέχνης».
Δώσ’ μου τα λόγια
Σκεφτόμουν τον Σαββόπουλο με αφορμή το θέμα που έχει προκύψει με την άρνηση του κληρονόμου του Μάνου Χατζιδάκι να επιτρέψει στους Μποφίλιου και Χαρούλη να συμπεριλάβουν τραγούδια του στη διεθνή περιοδεία τους. Τι θα πάθαιναν τα τραγούδια αν τα τραγουδούσαν οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες; Τι έπαθε δηλαδή το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις» του Σαββόπουλου που το έκανε προσωπική του επιτυχία ο Χαρούλης;
Το τραγούδι αυτό καθαυτό δεν έπαθε κάτι, αλλά δεν είναι το ίδιο με αυτό που τραγουδάει ο Σαββόπουλος. Στην εκτέλεση του Χαρούλη, οι στίχοι «πετάνε», χάνονται, είναι σαν λεκτική υπόκρουση στην ξεσηκωτική μουσική. Μένει η αίσθηση πανηγυριού που καλή είναι, άλλωστε ένα πανηγύρι περιγράφει. Μόνο που ο Χαρούλης είναι παρών σε αυτό το πανηγύρι ενώ ο Σαββόπουλος απών. Σαν να το βλέπει από μια άλλη κορυφή.
Εχει καμιά διαφορά; Κατά τη γνώμη μου τεράστια. Είναι η ποιότητα της αλληλεπίδρασης. Είναι το σαββοπουλικό «Δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός». Ή το «Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου» του Εμπειρίκου.

