Ποιητική φωνή που εκκινεί από την περιφέρεια της χώρας, όπως συνηθίζουμε να λέμε και μεγάλες πόλεις πλην Αθηνών, αλλά με ματιά και κεραίες με σχεδόν κοσμοπολίτικη εξωστρέφεια. Ο Λάμπρος Αναγνωστόπουλος αρδεύει έμπνευση από τα ταπεινά και καθημερινά υλικά, από τα λαϊκά ήθη ή τις ιστορικές μορφές. Είτε από την ποδοσφαιρική ομάδα της Λάρισας είτε από τον αξέχαστο ουρουγουανό πρόεδρο Μουχίκα. Ποιητής μοντέρνος με έγνοια στη μνήμη και τη μάχη κατά της λήθης.
Εχω την αίσθηση πως η έννοια της εντοπιότητας, της ιθαγένειας διαδραματίζει βασικό ρόλο στη γραφή σας. Το χωριό σας, Θραψίμι Καρδίτσας, οι συγγενείς σας, ο τόπος της οικογένειας, τα παιδικά σας βιώματα…
Πέρασα όλα τα καλοκαίρια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στα δυο μου χωριά στην Καρδίτσα (το δεύτερο είναι ο Αγιος Ακάκιος) και κουβαλάω μέσα μου έντονες μνήμες από εκείνες τις περιόδους. Εικόνες από τη γιαγιά και τον παππού, από το σπίτι, τους ανθρώπους και τη φύση. Πολλές φορές νοσταλγώ εκείνη την εποχή. Πλέον δεν υπάρχει σ’ αυτή τη μορφή ούτε το ένα χωριό ούτε το άλλο. Αν κάτι με προβληματίζει αρκετά σήμερα, είναι η εγκατάλειψη των χωριών μας και της υπαίθρου. Τώρα και στα δυο αυτά χωριά κατοικούν ελάχιστοι, ηλικιωμένοι κατά βάση, άνθρωποι. Ακόμη έχω πολύ έντονες τις μνήμες και πολλές φορές νοσταλγώ τη ζωή εκεί, όμως κι εγώ δεν πηγαίνω συχνά πλέον. Βλέπετε, δεν υπάρχει και το σημείο αναφοράς στα συγκεκριμένα μέρη, όπου ήταν ο παππούς και η γιαγιά. Αλλά κάθε τέτοιος τόπος έχει τη δική του ιστορία.
Τι ήταν καταλυτικό για να ασχοληθείτε με την ποίηση και τι απασχολεί την τελευταία σας δουλειά με θέμα τη γιαγιά σας Αρτεμη Κατσακιώρη;
Η σχέση μου με την ποίηση ξεκίνησε, πιθανολογώ, ως μια εσωτερική ανάγκη να δώσω λόγο σε εικόνες, μυρωδιές και μνήμες που κουβαλούσα. Η φύση, οι άνθρωποι, η απλότητα της καθημερινότητας υπήρξαν η πρώτη ύλη. Χρωστάω πολλά στον ποιητή Σωτήρη Παστάκα, ο οποίος μου έδειξε τον δρόμο. Υπήρξε δάσκαλός μου με την έννοια ότι μου έμαθε να διαβάζω ποίηση και πλάι του ανακάλυψα πολλούς σημαντικούς ποιητές και πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες. Το τελευταίο βιβλίο, με τίτλο «Αρτεμις», από τις εκδόσεις της Larissanet, είναι αφιερωμένο στη μνήμη της γιαγιάς μου. Είναι ουσιαστικά ένας ποιητικός διάλογος μαζί της και με όσα εκείνη συμβόλιζε: τη ρίζα, τη μνήμη, την αληθινή αγάπη, την επιμονή μιας γενιάς που έζησε δύσκολα αλλά στεκόταν πάντα όρθια. Μέσα από το «Αρτεμις» – στο πρώτο μέρος του οποίου υπάρχει ένα αφήγημα – επιχειρείται να φωτιστεί και η άλλη πτυχή που με απασχολεί βαθιά: η εγκατάλειψη της θεσσαλικής υπαίθρου. Γιατί πίσω από κάθε άδειο σπίτι, πίσω από κάθε κήπο που δεν καλλιεργείται πια, κρύβονται άνθρωποι, ιστορίες, μια ολόκληρη πολιτιστική κληρονομιά που κινδυνεύει να χαθεί.
Η γλώσσα – ποιητική και πεζογραφική – είναι κάτι που θεωρείτε πως αλλάζει μαζί με την ποίηση; Να το πω ανάποδα: η ποίηση έχει μια σταθερή γλώσσα ανεξάρτητα των ιδεών και των ερεθισμάτων;
Πιστεύω ότι η γλώσσα – είτε ποιητική είτε πεζογραφική – δεν είναι ποτέ στατική. Αλλάζει όπως αλλάζει και ο άνθρωπος, όπως αλλάζει και ο κόσμος γύρω του.
Η ποίηση δεν έχει μια σταθερή, απόλυτη γλώσσα που μένει αναλλοίωτη ανεξάρτητα από ερεθίσματα και εποχές. Αντιθέτως, μοιάζει περισσότερο με έναν ζωντανό οργανισμό: μεταμορφώνεται, προσαρμόζεται, αναπνέει μέσα από τις εμπειρίες μας, τους φόβους, τις απώλειες και τις καθημερινές ανακαλύψεις.
Γράφετε ιστορίες για την ΑΕΛ, αλλά ετοιμάζετε και ποίηση για τον πρόεδρο των φτωχών, τον Μουχίκα. Είναι το μεικτό και ετερόκλητο περιβόλι σας αυτό και από τι κάθε φορά ενεργοποιείστε;
Νομίζω ότι γράφω με βάση ό,τι με συγκινεί και με κινητοποιεί ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά. Η ΑΕΛ, για παράδειγμα, δεν είναι απλώς μια ομάδα. Είναι η πόλη όπου ζω, οι άνθρωποί της, μια συλλογική μνήμη που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.
Οι ιστορίες για την ΑΕΛ έχουν μέσα τους χρώμα, μυρωδιές, έρωτα, απώλειες, γήπεδα που γεμίζουν κάθε Κυριακή. Είναι κομμάτι του ιστού της Λάρισας, καθώς εδώ συμβαίνει κάτι ίσως παράδοξο. Από την πορεία και τα αποτελέσματα της ποδοσφαιρικής ΑΕΛ εξαρτάται έως έναν βαθμό και η ψυχολογία των κατοίκων της πόλης.
Κι ο Μουχίκα;
Ο Χοσέ «Πέπε» Μουχίκα είναι μια εντελώς διαφορετική πηγή έμπνευσης. Ο Μουχίκα με αγγίζει γιατί ενσωματώνει μια πολιτική ηθική που έχει σχεδόν εξαφανιστεί: την απλότητα, την ανεπιτήδευτη σοφία, τη βαθιά πίστη στον άνθρωπο. Υπήρξε ο «πρόεδρος των φτωχών», αλλά πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος που δεν φοβήθηκε να ζήσει αυτό που πίστευε. Κι αυτό με συγκινεί βαθύτατα.
Επιμένετε στην περιφέρεια, γράφετε και εργάζεστε στη Λάρισα. Είστε μάχιμος δημοσιογράφος με κεραίες στη λογοτεχνία. Σήμερα μιλάμε για δυναμικές που ανοίγονται στον τόπο σας ή για μία ακόμη πληγή της περιφέρειας;
Από τη μία, βλέπουμε μια περιφέρεια που συχνά «αιμορραγεί». Νέοι που φεύγουν, πολιτιστικοί χώροι που δυσκολεύονται να επιβιώσουν, μια επαρχία που σε πολλές περιπτώσεις εγκαταλείπεται. Από την άλλη, όμως, υπάρχουν και δυναμικές. Υπάρχουν άνθρωποι, καλλιτέχνες, ομάδες που επιμένουν. Που παράγουν έργο χωρίς να περιμένουν άδειες ή επιβεβαιώσεις. Αρχίζει να διαμορφώνεται μια πιο ώριμη πολιτιστική συνείδηση, μια ανάγκη να φτιάξουμε πόλεις και δομές που δεν θα στηρίζονται μόνο στο μεράκι αλλά και σε συνέχεια. Κι αυτό είναι πολύ αισιόδοξο. Στη Λάρισα, για παράδειγμα, ξεκίνησαν και εδραιώθηκαν ορισμένα πολύ σημαντικά φεστιβάλ: Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, Φεστιβάλ Κόμικς ή το Πανόραμα Ελληνικού Κινηματογράφου.
Πώς γράφετε, αλήθεια; Τι κάθε φορά κινητοποιεί αυτόν τον μηχανισμό και πώς ξέρετε ότι κάτι είναι μικροϊστορία και κάτι ποίημα;
Γράφω όταν κάτι μέσα μου αρχίζει να πιέζει, όταν μια εικόνα, μια φράση ή ένα πρόσωπο δεν με αφήνει να ησυχάσω. Μπορεί να είναι μια σκηνή στον δρόμο, μια ανάμνηση ή ιδέα που επέστρεψε απροειδοποίητα.
Αυτές οι μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες σπίθες είναι που ενεργοποιούν τον μηχανισμό της γραφής. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη μέθοδος, οπότε αναλόγως μπορεί να προκύψει μια μικροϊστορία ή κάποιο ποίημα.
Σίγουρα θα αναφερθώ στον Σωτήρη Παστάκα και στον Γιώργο Θεοχάρη από ανθρώπους που γνωρίζω καλά. Από ξένους ποιητές, ο Αλντεν Νόουλαν. Ο πολυτιμότερος ίσως καναδός ποιητής, τον ανέδειξε ο Γιάννης Παλαβός στην Ελλάδα και τον ευγνωμονώ. Ως λογοτέχνες έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου ο Περικλής Κοροβέσης, ο Σωτήρης Δημητρίου και ο Τσαρλς Μπουκόβσκι. Και ο Εντουάρντο Γκαλεάνο βεβαίως.

