Μεταξύ των υποσχέσεων του νεοεκλεγέντος δημάρχου της Νέας Υόρκης Ζόραν Μαμντάνι είναι οι δωρεάν μεταφορές με τα λεωφορεία της πόλης. Σήμερα το εισιτήριο κοστίζει 2,9 δολάρια· πριν από την εκλογή του, είχε προβλεφθεί αύξηση 10 σεντς για το 2026.
Ο Μαμντάνι υπολογίζει τα χαμένα έσοδα από τα κόμιστρα –τα οποία υποτίθεται ότι θα καλυφθούν από φόρους και περικοπές σε άλλους τομείς– σε περίπου 650 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Όμως, σύμφωνα με την εκτίμηση του επικεφαλής του δικτύου αστικών μεταφορών της Νέας Υόρκης Janno Lieber, το προβλεπόμενο δημοσιονομικό κενό κόστος ανέρχεται σε 1 δις.
Σε πείσμα των αριθμών, ο Μαμντάνι εφαρμόζει τον λαϊκισμό του δωρεάν (freebie politics) όπως κάνουν οι λαϊκιστές σε όλο τον κόσμο, αψηφώντας την απλή αριθμητική –τίποτα δεν μπορεί να είναι «δωρεάν»· κάποιος, κάποιοι, το πληρώνουν στο παρόν ή στο μέλλον– και κάνοντας τα στραβά μάτια τόσο στους τζαμπατζήδες όσο και στους τζάμπα μάγκες. Το εν λόγω υπόδειγμα δεν διαφέρει από τη δική μας κατάσταση και νοοτροπία.
Στην Ελλάδα, έχουμε ήδη σχεδόν δωρεάν αστικές συγκοινωνίες: αν και η ΣΤΑΣΥ ανακοίνωσε πέρυσι ότι στα μέσα σταθερής τροχιάς της Αθήνας (μετρό, ΗΣΑΠ, τραμ) αυξήθηκαν τα έσοδα από εισιτήρια και η εισιτηριοδιαφυγή κινήθηκε γύρω στο 15%, όποιος χρησιμοποιεί μετρό και λεωφορεία (όπως εγώ) παρατηρεί πολύ πιο εκτεταμένη μη επικύρωση εισιτηρίων στα λεωφορεία, πολύ συχνά κολλητά περάσματα στα μηχανήματα του μετρό και σπάνιους ελέγχους.
Η αντίληψη του «σοφού λαού» είναι ότι όλα πρέπει να παρέχονται δωρεάν κι ότι κάποια ανώτερη οντότητα οφείλει να φροντίζει για τις δαπάνες των υπηρεσιών: μισθούς, συντήρηση, βελτίωση κτλ. Η αιτία αυτής της διεκδίκησης δεν είναι η οικονομική στενότητα, αλλά το συλλογικό ήθος: δεν έχουμε μάθει να ισοζυγίζουμε καθήκοντα και δικαιώματα. Μα, πώς να το μάθουμε; Ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα –οικογένεια, σχολείο, ΜΜΕ– καλλιεργεί την ιδέα ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν καταναγκασμοί»: οι πολιτικοί ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον στην κολακεία του λαού, στη θωπεία των χειρότερων χαρακτηριστικών του· στις προτροπές για προαιρετική τήρηση των νόμων.
Οι πολιτικοί δεν ζητούν μονάχα ψηφαλάκια, ζητούν αγάπη και στοργή· και για να εξασφαλίσουν τα καλά αισθήματα είναι πρόθυμοι να δικαιολογήσουν όλες τις παραβατικές μορφές συμπεριφοράς, από την εισιτηριοδιαφυγή (εφόσον οι μεταφορές θα έπρεπε να είναι δωρεάν όπως όλες οι υπηρεσίες) και τη φοροδιαφυγή (εφόσον η φορολογία, αν και κλιμακωτή, θεωρείται κλεψιά εκ μέρους του «κράτους»), μέχρι τις εθιμικές σφαγές στα χωριά (διότι η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά σ’ όποιον την έχει).
Η τζαμπατζοσύνη συνδέεται με μια διεστραμμένη αντίληψη για τη δημοκρατία ως πολίτευμα χωρίς υποχρεώσεις.
Το πράγμα δεν αργεί να ξεχειλώσει: καθώς οι πολίτες διαπαιδαγωγούνται στην ανυπακοή στους νόμους, εκλαμβάνουν όλους τους κανόνες, τα ενδεχόμενα πρόστιμα, την ενδεχόμενη αστυνόμευση (κάμερες, ελέγχους κτλ) ως αυταρχισμό· ακόμα και ως «δικτατορία». Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους στον ωκεανό της πολιτικής, ιστορικής και πολιτιστικής αμάθειας. Η άγνοια για το πώς λειτουργούν το πολιτικό σύστημα, η οικονομία και η αριθμητική είναι επίμονη· και, ενώ στις ΗΠΑ διαχέεται αποκλειστικά από την αριστερά, στην Ελλάδα διαχέεται από όλες τις παρατάξεις. Έτσι, δεν γίνεται κατανοητό το ότι η δωρεάν συγκοινωνία με τα λεωφορεία στη Νέα Υόρκη σημαίνει χάρισμα εισιτηρίων σε όλους, και στους φτωχούς και στους εύπορους –αντιθέτως, θεωρείται νίκη του παγκόσμιου αριστερού κινήματος.
Το επιχείρημα ότι οι εύποροι δεν μπαίνουν σε λεωφορεία δεν ευσταθεί για τη Νέα Υόρκη: η κατάχρηση ΙΧ που παρατηρείται στην Ελλάδα είναι αναχρονιστική· οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων δεν κυκλοφορούν με ΙΧ. Επιπλέον, τα δωρεάν λεωφορεία, είτε βάσει νόμου, είτε εξαιτίας γενικευμένης παρανομίας, συνεπάγονται δυσκολία να βελτιωθεί η συχνότητα και η αξιοπιστία των δρομολογίων, να επεκταθούν οι λεωφορειολωρίδες, να αναβαθμιστεί η προσβασιμότητα (ράμπες, ασανσέρ) και να ενισχυθούν οι πολύ φτωχοί με μειωμένο κόμιστρο.
Έτσι κι αλλιώς, όλες οι υπηρεσίες που δεν πληρώνονται –το παρατηρούμε στα δημόσια σχολεία και στα πανεπιστήμια– απαξιώνονται και υποβαθμίζονται: η πολιτική του δωρεάν προκαλεί εκτόξευση της ζήτησης, συνωστισμό και επιδείνωση της συμπεριφοράς στη χρήση των μηχανισμών. Η εμπειρία των πόλεων δείχνει ότι οι δωρεάν υπηρεσίες δημιουργούν ζώνες στάθμευσης κοινωνικών προβλημάτων: συγκέντρωση αστέγων, χρήση ουσιών, παραβατικότητα.
Με λίγα λόγια, η πολιτική του δωρεάν θολώνει τη δημοσιονομική συνείδηση των πολιτών και αναδεικνύει τον τζαμπατζή που περιμένει από το κράτος παροχές χωρίς σαφές αντιστάθμισμα, μπλοκάροντας κάθε συζήτηση για προτεραιότητες και κόστη. Μάλιστα, καθώς συνοδεύεται από υπερυποσχέσεις –υπενθυμίζω ότι, όπως ο Ζόραν Μαμντάνι, ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Δούκας μάς έταξε μείωση της θερμοκρασίας κατά 5 βαθμούς, μείωση της κυκλοφορίας στο κέντρο κατά 50% μέσα σε 5 χρόνια, ενίσχυση των συγκοινωνιών με ηλεκτρικά-υβριδικά οχήματα και φύτευση 25.000 δέντρων– διαμορφώνονται προσδοκίες που ματαιώνονται προτού ο αλέκτωρ λαλήσει τρις. Αν και τελικά η πολιτική του δωρεάν αναβάλλεται για τη στιγμή της σοσιαλιστικής κοσμογονίας, η ανοχή θεωρείται επιβεβλημένη· συνήθως οι τζαμπατζήδες συγχωρούνται μέσω μιας χοντροκομμένης κοινωνιολογίας: ανήκουν σε ευάλωτη κοινωνική ομάδα ή είναι νέοι που ταλαιπωρούνται από τον καπιταλισμό. Δεν λαμβάνεται υπόψη ότι συχνά δεν πληρώνουμε εισιτήριο αλλά καταναλώνουμε αλόγιστα τα προϊόντα της Black Friday.
Η μη κοστολόγηση υποσχέσεων είναι γνώρισμα του λαϊκιστικού λόγου. Προσφάτως ο κ. Τσακαλώτος παραδέχτηκε ότι το πρόγραμμα του κόμματός του το 2023 «δεν ήταν κοστολογημένο», εφόσον, ως αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να λέει «κάτι παραπάνω». Όλοι λένε κάτι παραπάνω· οι ψεκασμένοι της φιλορωσικής δεξιάς και της αριστεράς, λένε πολύ παραπάνω: αν έχω καταλάβει καλά, ο κ. Βελόπουλος θα φέρει πίσω τους 600.000 νέους του brain drain· η δε κ. Κωνσταντοπούλου, που το 2015 ζητούσε διαγραφή των δανείων των υπερχρεωμένων πολιτών, υπόσχεται «ζωή χωρίς χρέος» χωρίς να εξηγεί στους οπαδούς της, ότι, αν δεν δανειζόμαστε, το επίπεδο της ζωής μας θα καταρρεύσει. Και τότε bye-bye Black Friday.

