Η ελληνική οικονομία, παρά τα σημαντικά βήματα προόδου που έχουν γίνει και εξακολουθούν να γίνονται, συνεχίζει να εμφανίζει δύο διαφορετικά πρόσωπα. Οι αντιφάσεις αποτυπώνονται διαρκώς.
Η Ελλάδα παρουσιάζει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη, έχει μειωθεί δραστικά η ανεργία, ενώ το κόστος δανεισμού είναι σήμερα χαμηλότερο ακόμη και από εκείνο της Ιταλίας και της Γαλλίας. Ωστόσο, το επενδυτικό κενό παραμένει σημαντικό σε σχέση με την ευρωζώνη, καθώς οι επενδύσεις ανέρχονται στο 17% του ΑΕΠ, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, που βρίσκεται στο 21,2%.
Το πραγματικό ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, από το επίπεδο των 237 δισ. ευρώ που βρισκόταν το 2008, το 2024 διαμορφώθηκε στα 200 δισ. ευρώ, δηλαδή 15,6% χαμηλότερα από το προ κρίσης επίπεδο. Την ίδια ώρα, οι αποδοχές των εργαζομένων στην Ελλάδα, παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών, είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, ενώ η ακρίβεια επιμένει και πιέζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες έχουν τον δεύτερο χαμηλότερο μισθό πλήρους απασχόλησης μεταξύ των 27 χωρών της Ένωσης. Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ήταν 17.954 ευρώ το 2024, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία, η οποία είχε μέσο μισθό 15.400 ευρώ.
Σε σύγκριση με το 2023, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5% (ήταν 17.070 ευρώ), αλλά παρά την αύξηση απέχει 55% από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το 2024 ήταν 39.800 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,2% από 37.800 ευρώ το 2023. Δηλαδή, ο ελληνικός μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης ανέρχεται μόλις στο 45,1% του μέσου όρου της ΕΕ.
Δουλεύουμε πολύ, παράγουμε λίγο
Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι πρωταθλητές σε χρόνο εργασίας, αλλά ουραγοί στην παραγωγικότητα, με την υστέρηση σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρώπης να φθάνει το 30%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2023, η Ελλάδα κατέγραψε τις περισσότερες ώρες εργασίας σε εβδομαδιαία βάση μεταξύ των χωρών – μελών της ΕΕ, με 39,8 ώρες. Η χώρα καταγράφει πάνω από δύο ώρες διαφορά σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2008-2024. Αντίθετα, χώρες με υψηλότερη παραγωγικότητα, όπως η Ολλανδία (30,9 ώρες), η Νορβηγία (33,2 ώρες) και η Δανία (33,3 ώρες), κατέγραψαν σημαντικά λιγότερες μέσες εβδομαδιαίες ώρες εργασίας.
Στην Ελλάδα η παραγωγικότητα είναι μόλις 25 ευρώ ανά ώρα εργασίας, όταν στην ΕΕ φτάνει τα 46 ευρώ. Ως χώρα κινούμαστε στο 54% του μέσου όρου της ΕΕ, με την ελληνική βιομηχανία να βρίσκεται στο 75%, χωρίς ωστόσο να αλλάζει η μεγάλη εικόνα. Κι αυτό συμβαίνει, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι παραγωγικές επενδύσεις αυξάνονται και παρά τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Μεγάλο χάσμα ανδρών – γυναικών
Παρά τη μείωση της ανεργίας, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, αλλά και το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού για τον Σεπτέμβριο του 2025. Παρά τη σχετική σταθερότητα στη συνολική εικόνα, οι διαφορές ανά φύλο και ηλικία παραμένουν έντονες, αναδεικνύοντας τις διαρθρωτικές προκλήσεις της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Η συνολική ανεργία στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 8,2% τον Σεπτέμβριο, αμετάβλητη σε σύγκριση με τον Αύγουστο και αισθητά μειωμένη σε σχέση με το 9,5% του 2024.
Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από το 2008, γεγονός που υπογραμμίζει την πρόοδο που έχει σημειωθεί μετά την περίοδο των Μνημονίων και των περιοριστικών πολιτικών. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει στην τρίτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, μετά την Ισπανία (10,5%) και την Τουρκία (8,6%), τη στιγμή που ο μέσος όρος της ευρωζώνης διαμορφώθηκε στο 6,3% και της ΕΕ στο 6,0%. Το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένει ένα από τα πιο έντονα στην Ευρώπη. Τον Σεπτέμβριο, η ανεργία στις γυναίκες ήταν 10,9% (6,5% στην ευρωζώνη) και στους άνδρες 6% (6,2% στην ευρωζώνη), ενώ στους νέους 15-24 ετών η ανεργία στην Ελλάδα ήταν 18,5% (14,4% στην ευρωζώνη) και στους άνω των 24 ετών 7,7% (5,5% στην ευρωζώνη).Παρά τις πρωτοβουλίες και τα προγράμματα για ενίσχυση της ισότητας στην εργασία, η πρόοδος είναι αργή, με τους αναλυτές να σημειώνουν ότι η επανεκπαίδευση και η ευέλικτη απασχόληση θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητες πολιτικής.

