Σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒΒ από ΒΒΒ-, προχώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch το βράδι της Παρασκευής (14/11), θέτοντας θετική προοπτική για την ελληνική οικονομία.
Σημειώνεται ότι μια βαθμίδα πάνω από την επενδυτική βαθμίδα, στο ΒΒΒ, διατηρούν την ελληνική αξιολόγηση οι οίκοι Standard&Poor’s και DBRS, όπως και ο Scope, ο οποίος αναβάθμισε τις προοπτικές σε θετικές την προηγούμενη εβδομάδα. Μια θέση χαμηλότερα, στο Baa3 με σταθερό outlook, βρίσκεται η αξιολόγηση του οίκου Moody’s. Οπως αναφέρει ο οίκος Fitch στην έκθεσή του, η αναβάθμιση της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τους εξής βασικούς παράγοντες αξιολόγησης και το σχετικό βάρος τους:
Σταθερή Μείωση του Χρέους: Ο οίκος προβλέπει ότι το ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2025, φτάνοντας το 145%, μετά από μείωση 10 μονάδων το 2024. Παρότι παραμένει σχεδόν τριπλάσιο του διαμέσου όρου της κατηγορίας BBB (52%), είναι πάνω από 60 μονάδες χαμηλότερα από το ανώτατο σημείο του 2020 (209%), καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μείωση χρέους μετά την πανδημία μεταξύ των κρατών που αξιολογεί η Fitch.
Ο οίκος αναμένει ότι το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται ταχύτατα μεσοπρόθεσμα, προσεγγίζοντας το 120% έως το 2030 στο βασικό σενάριο, στηριζόμενο σε ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% και πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2027. Τα ταμειακά αποθέματα παραμένουν σε ιστορικά υψηλά, περίπου στο 18% του ΑΕΠ, επιτρέποντας πρόωρη αποπληρωμή διμερών ομολόγων και κάλυψη των λήξεων των επόμενων τριών ετών.
Συνεχιζόμενη Ισχυρή Δημοσιονομική Επίδοση: Ο Fitch προβλέπει ότι ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης θα εμφανίσει πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ φέτος, παρόμοιο με την ισχυρή επίδοση του 2024 (1,3%), και πρωτογενές πλεόνασμα 4,8%. Πρόκειται για αξιοσημείωτη βελτίωση σε σχέση με το έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ το 2023 και εμφανίζει ευνοϊκή σύγκριση με το τρέχον διάμεσο έλλειμμα της κατηγορίας ‘BBB’ (3,7%). Η ισχυρή επίδοση αντανακλά διαρθρωτικά υψηλότερα έσοδα, λόγω βελτιωμένης φορολογικής συμμόρφωσης, και αυστηρό έλεγχο των δαπανών.
Ήπια Δημοσιονομική Χαλάρωση: Δεδομένης της ισχυρής αφετηρίας, ο οίκος αναμένει ότι ο προϋπολογισμός του 2026 θα παραμείνει πλεονασματικός, παρά κάποια μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο προϋπολογισμού. Οι προγραμματισμένες μειώσεις του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων θα έχουν τη μεγαλύτερη δημοσιονομική επίπτωση, την οποία η κυβέρνηση εκτιμά σε 1,2 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ), αυξανόμενη σε 1,6 δισ. το 2027. Αυτό θα ενισχύσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα κυρίως των μεσαίων εισοδημάτων, το οποίο με τη σειρά του θα στηρίξει την ανάπτυξη. Επιπλέον 600 εκατ. ευρώ θα διατεθούν για επιδότηση ενοικίου και στήριξη χαμηλοσυνταξιούχων και 300 εκατ. ευρώ για αυξήσεις μισθών στον αμυντικό τομέα.
Συνετό και Αξιόπιστο Δημοσιονομικό Πλαίσιο: Τα πρόσφατα δημοσιονομικά αποτελέσματα και τα σχέδια του προϋπολογισμού για το 2026 επιβεβαιώνουν τη σταθερή δέσμευση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική σύνεση. Θεωρούμε αυτή τη δέσμευση ιδιαίτερα αξιόπιστη, στηριζόμενη στο ιστορικό της μεταπανδημικής περιόδου και στη γενικευμένη κοινωνική συναίνεση γύρω από συνετές δημοσιονομικές πολιτικές. Τον Ιούλιο του 2025, το κοινοβούλιο υιοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία έναν εθνικό δημοσιονομικό κανόνα που απαιτεί ισοσκελισμένη πρωτογενή θέση. Η Ελλάδα υπεραπέδωσε σε σχέση με τις απαιτήσεις του νέου δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ το 2024, το πρώτο έτος εφαρμογής του.
Χαμηλοί Κίνδυνοι Χρηματοδότησης: Το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, με μακρά μέση διάρκεια 19 ετών και προνομιακά επιτόκια, καθώς και τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, μειώνουν σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς και λειτουργούν ως «μαξιλάρι» έναντι ενδεχόμενων σοκ από μεταβλητότητα στις αγορές ομολόγων. Η υποκείμενη διαφορά μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και επιτοκίων είναι θετική, με το έμμεσο επιτόκιο επί του χρέους περίπου στο 1,5%, πολύ χαμηλότερο από την εκτιμώμενη ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ γύρω στο 4%.

