Ας αρχίσουμε με τους νεοεισερχόμενους. Και πρώτα με τον Αντώνη Σαμαρά. Η προχθεσινή του συνέντευξη είμαι βέβαιος ότι δεν του έκανε καλό. Αρχικά, επειδή ανέδειξε την κούρασή του. Η πολιτική απαιτεί δυναμισμό, σφρίγος, πίστη, ενέργεια. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν διέθετε τίποτα απ’ αυτά. Μπορούσες να τον δεις και, πριν ακούσεις τι έλεγε, να τον συμπαθήσεις.
Αλλά η συμπάθεια υποχωρούσε όταν τον άκουγες. Επειδή αναδυόταν ο παλιός γνωστός Σαμαράς της προσωπικής εμπάθειας, ο πολιτικός που ταύτισε το όνομά του με τον αντανακλαστικό αντιμητσοτακισμό. Ετσι η απόπειρά του να μιλήσει ορθολογικά προσέκρουε στον ανεξέλεγκτο θυμό του. Αναρωτήθηκε γιατί τον διέγραψαν πριν καν κυκλοφορήσει «Το Βήμα» με συνέντευξή του, στην οποία προσπάθησε εντέχνως να αποδώσει μειοδοτικά χαρακτηριστικά στον υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη. Μα ακριβώς γι’ αυτό διεγράφη, επειδή θεωρούσε μειοδοτική την εξωτερική πολιτική της χώρας. Την πολιτική που εξακολουθεί να αποδοκιμάζει, ενώ ο Πρωθυπουργός επιδεικνύει τις πολύ σοβαρές ενεργειακές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, που αναμένεται να έχουν και οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη.
Ο Αντώνης Σαμαράς μπορεί να πιστεύει ότι μπορεί ακόμα να προκαλέσει ζημιά στον Μητσοτάκη, όπως προκάλεσε στον πατέρα του. Δεν ξέρω αν ελπίζει να βρει σημερινούς Συμπιλίδηδες στη ΝΔ. Εκείνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι η αντίστασή του στην τότε πολιτική του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για το όνομα της (πλέον) Βόρειας Μακεδονίας το μόνο που έφερε στη χώρα ήταν τριγμοί στο εσωτερικό και απαξίωση στο εξωτερικό – ώσπου, τελικά, το θέμα του ονόματος έληξε, με χειρότερο για τις ελληνικές θέσεις συμβιβασμό. Τζάμπα το νεανικό σφρίγος που προέτασσε τότε, μαζί με τα εθνικιστικά του κηρύγματα. Πήγαν όλα χαμένα.
Και το χειρότερο απ’ όλα, τα έφερε έτσι η μοίρα και βρίσκονται στο ίδιο χαράκωμα με τον Αλέξη Τσίπρα, που δεν του χάλασε απλώς το εθνικιστικό όνειρο, αλλά και τον ανάγκασε να παραιτηθεί μετά το δημοψήφισμα του 2015 και τον έσυρε απολογούμενο σε μια καταφανώς άδικη κατηγορία, στην οποία είχαν βάλει το χεράκι τους άλλοτε πρόσωπα του συστήματος του νυν συμμάχου του Καραμανλή. Μια πολιτική πορεία σωριασμένη ερείπια – δεν τα βλέπει που καπνίζουν;
Εκτός από τον Αντώνη Σαμαρά, βεβαίως, υπάρχει και ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος συνεχίζει τον μακρύ δρόμο του rebranding μέσω ενός τεράστιου σε όγκο βιβλίου, προφανώς γραμμένου από άλλον, παίζοντας με τα παιχνιδάκια που παρέχει στους ανθρώπους ο θαυμαστός καινούργιος ψηφιακός κόσμος. Κάνει δηλαδή πόντκαστ, ανεβάζει στάτους στα σόσιαλ και γυρίζει reels στα οποία καλαμπουρίζει με εχθρούς που του πήραν την μπουκιά της εξουσίας απ’ το στόμα. Εχει άραγε κι αυτός συναίσθηση για το τι του έχει συμβεί; Εστω, έχει συναίσθηση ότι έχει βγάλει ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων και θα έπρεπε να υποστηρίζει την πώλησή του αντί να καρφώνεται συνεχώς ότι άλλος είναι μέσα στο βιβλίο κι άλλος έξω, στην κανονική ζωή;
Και τι πιστεύει; Οτι χάρη στο βιβλίο θα ξεχάσουμε την προσφορά του στην εχθροπάθεια και στο φλερτ με την καταστροφή; Κανείς δεν ξεχνάει, μάρτυράς μου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, που σε συνέντευξή του σε ιταλική εφημερίδα θυμίζει ότι του είχε πει πως η εξάμηνη διαπραγμάτευση θα κόστιζε 100 δισ. ευρώ. Θα ξεχάσουμε, νομίζει, τι πληρώνουμε εξαιτίας του;
Εκτός αν αισθάνεται κολακευμένος που τσακώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Αριστερά για την πάρτη του. Δεν έμαθε όμως ακόμα ότι τέτοια κόμματα κατά σύστημα επενδύουν στη διάσπαση του ατόμου;
Η ώρα του χανγκόβερ
Μετά τη μεγάλη επιτυχία της Μαρίας Καρυστιανού, που μάθαμε ότι ήθελε να ρίξει το κατεστημένο με τον Καραχάλιο και τους γνωστούς που της πρότεινε, κυρίως τον «γέροντα η ευχή» Νίκο Νικολόπουλο, διαπιστώνω ότι απτόητη συνεχίζει την προσπάθεια να προσεταιριστεί ακροατήρια – κι ας ξέρει πια ότι είναι πολύ μακριά ο απόηχος των συλλαλητηρίων με σύνθημα «Οξυγόνο», ότι τα ξυλόλια δεν πουλάνε πια, ότι η υπόθεση Τέμπη βρίσκεται στη δικαιοσύνη η οποία υποχρεούται να ψάξει και να καταλογίσει ευθύνες σε όσους ήταν υπεύθυνοι για τη δρομολόγηση του τρένου σε λάθος ράγες, στους φυσικούς αυτουργούς και σε όσους άλλους με οποιονδήποτε τρόπο ευθύνονται.
Το ότι με τον απεργό πείνας του Συντάγματος, Πάνο Ρούτσι, η Μαρία Καρυστιανού συνεχίζει να διατρέχει την επαρχία αναζητώντας πυρήνες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μιας οργάνωσης, ή ενός κόμματος αν το αποφασίσει, δεν λέει πια τίποτα. Θα έπρεπε όμως από αυτή την περιπέτεια και εκείνη να βγάλει ένα βασικό συμπέρασμα. Οτι η θλίψη, ο πόνος, η οργή μπορούν να τροφοδοτήσουν κινήματα. Αλλά η πολιτική διαχείριση της δυναμικής των όποιων κινημάτων απαιτεί σχέδιο και σοβαρότητα. Ερασιτεχνισμοί και, κυρίως, παρέες με πρόσωπα που έχουν καταχωριστεί στην επικράτεια του πολιτικού κιτς είναι επιλογές ολέθριες.
Η γνώση των ορίων σου, συχνά, είναι επώδυνη. Πιο επώδυνη και από χανγκόβερ.

