Η πρόσφατη επίσκεψη του καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς στην Αγκυρα επιβεβαίωσε τη διαχρονικά στενή σχέση Γερμανίας και Τουρκίας, αποκαλύπτοντας παράλληλα τη στρατηγική σύγκλιση δύο κρατών που επιχειρούν να αναδιατάξουν το ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφάλειας, ερήμην ή εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οι δύο αυτές χώρες διατηρούν μια ιδιότυπη γεωπολιτική συγγένεια, η οποία υπερβαίνει τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες. Πρόκειται για δύο ηπειρωτικές δυνάμεις με ευρασιατικό προσανατολισμό, που αντιλαμβάνονται την ισχύ μέσα από τον έλεγχο του στρατηγικού βάθους και όχι μέσα από τη θαλάσσια κυριαρχία. Αυτό το κοινό γεωπολιτικό DNA (που ανάγεται ήδη στην εποχή του Κάιζερ) εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επιμονή του Βερολίνου να διατηρεί ανοιχτό δίαυλο με την Αγκυρα, ακόμη κι όταν αυτή ακολουθεί πολιτικές ασύμβατες με τις ευρωπαϊκές αξίες ή τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η συνάντηση Μερτς – Ερντογάν είχε διττό περιεχόμενο, οικονομικό και διπλωματικό. Η Γερμανία αντιμετωπίζει σήμερα ισχυρές υφεσιακές πιέσεις, αποτέλεσμα της ενεργειακής αναδιάρθρωσης και της αμερικανικής επιβολής δασμών. Η αναζωογόνηση της αμυντικής βιομηχανίας αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο για το Βερολίνο, και η Τουρκία, μια αγορά 85 εκατομμυρίων ανθρώπων και ενεργός αγοραστής οπλικών συστημάτων, προσφέρει αξιόπιστη διέξοδο. Από την πλευρά της, η Αγκυρα, αποκλεισμένη από το πρόγραμμα των F-35, επιδιώκει την αναβάθμιση του οπλοστασίου της έως την πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα του εγχώριου μαχητικού KAAN.
Πέρα από την οικονομία, όμως, η συνάντηση ανέδειξε τον πολιτικό ρεαλισμό που καθορίζει τη σχέση των δύο χωρών. Οταν ο Μερτς υπενθύμισε τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, ο Ερντογάν απάντησε πως για την Τουρκία υπάρχουν «τα κριτήρια της Αγκυρας». Η φράση αυτή συμπυκνώνει το βαθύτερο υπόβαθρο της συνάντησης: τη συμβολική νομή δύο περιφερειακών υποσυστημάτων εντός του δυτικού συνασπισμού. Η Γερμανία, μέσω της ευρωπαϊκής θεσμικής ισχύος, την οποία εκφράζει σχεδόν εξ ολοκλήρου, επιχειρεί να διατηρήσει τον έλεγχο στην Ευρώπη και τη Δυτική Μεσόγειο· η Τουρκία, μέσω της νεο-οθωμανικής στρατηγικής της, επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Ανατολική Μεσόγειο.
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρονται σταδιακά από την περιοχή κι επικεντρώνονται στην Κίνα και περιορίζουν τη φυσική τους παρουσία στην Ευρώπη, το γεωπολιτικό κενό αναλαμβάνουν να καλύψουν οι «υφιστάμενοί» τους στην περιοχή. Η Γερμανία και η Τουρκία επιδιώκουν να διαμορφώσουν αυτό το νέο ευρασιατικό περιβάλλον προς όφελός τους, στον βαθμό ασφαλώς που δεν διαταράσσουν τις συστημικές ισορροπίες.
Η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται στο σημείο τομής αυτών των υποσυστημάτων και οφείλουν να το αναγνωρίσουν. Η πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Αγκυρα, η αναντίρρητη ευθυγράμμιση με τις γερμανικές προτεραιότητες και η αποδοχή διμερών ρυθμίσεων εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής πολιτικής και εν τέλει τα εθνικά συμφέροντα. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν έχουν μόνο διμερή διάσταση· είναι ευρωπαϊκό ζήτημα ασφάλειας και κυριαρχίας και όσο η Αθήνα συνεχίζει να «εκπλήσσεται» από την αυξανόμενη Ευρω-τουρκική προσέγγιση, θα αναπαράγει απλώς τα ίδια αδιέξοδα.
Η ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στην αμφισημία ή την ανοχή. Αν όμως αυτό επιλέξουν οι εταίροι μας, τότε η Ελλάδα δεν δικαιολογείται να παρακολουθεί αδρανής μια νέα ευρασιατική ισορροπία που διαμορφώνεται ερήμην της.

