Μια εντυπωσιακή ανακάλυψη στις υπόγειες θειούχες σπηλιές των συνόρων Ελλάδας και Αλβανίας φέρνει στο φως, πιθανότατα, τον μεγαλύτερο ιστό αράχνης που έχει παρατηρηθεί ποτέ στη φύση. Ερευνητές εντόπισαν έναν γιγαντιαίο ιστό 106 τετραγωνικών μέτρων, χτισμένο μέσα σε μια σπηλιά πλούσια σε θείο, όπου φιλοξενείται μια αποικία περίπου 69.000 Tegenaria domestica (γνωστές ως κοινές αράχνες του σπιτιού) και 42.000 Prinerigone vagans. Πρόκειται για την πρώτη τεκμηριωμένη περίπτωση αποικιακής συνεργασίας μεταξύ αυτών των ειδών, που συνήθως ζουν απομονωμένα.
Η ανακάλυψη έγινε το 2022 από μέλη της Τσεχικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, τα οποία ερευνούσαν τη σπηλιά στο πλαίσιο απογραφής υπόγιας πανίδας. Η επιστημονική ομάδα επιβεβαίωσε την ταυτότητα των ειδών μέσω ανάλυσης DNA και μελέτης μορφολογικών χαρακτηριστικών. Μετρώντας τμήματα των «χωνοειδών» ιστών και υπολογίζοντας την πυκνότητά τους, οι ειδικοί εκτίμησαν ότι η αποικία καλύπτει μια επιφάνεια ισοδύναμη με ένα μικρό διαμέρισμα πόλης.
Οι ερευνητές διερεύνησαν επίσης πώς επιβιώνουν οι αράχνες σε αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον, όπου η ατμόσφαιρα είναι πλούσια σε τοξικό υδρόθειο και δεν υπάρχει καθόλου φως. Μέσω ανάλυσης σταθερών ισοτόπων, διαπιστώθηκε ότι η διατροφική αλυσίδα της σπηλιάς δεν βασίζεται σε έντομα από τον έξω κόσμο, αλλά σε ένα κλειστό οικοσύστημα που ξεκινά από μικροοργανισμούς που οξειδώνουν το θείο. Αυτοί τρέφουν μικρά δίπτερα (chironomid), τα οποία στη συνέχεια γίνονται θήραμα για τις αράχνες.
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο εύρημα είναι η γενετική απομόνωση των αραχνών της σπηλιάς σε σχέση με τα ίδια είδη που ζουν στην επιφάνεια. Τα δείγματα έδειξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις, γεγονός που υποδηλώνει εξέλιξη και προσαρμογή στο υπόγειο, τοξικό περιβάλλον. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο συνδυασμός της απομόνωσης και της αφθονίας πόρων οδήγησε τις αράχνες, που συνήθως είναι μοναχικά όντα, να αναπτύξουν αποικιακή συμπεριφορά.
«Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν μια μοναδική περίπτωση προαιρετικής αποικιακότητας σε ένα κοσμοπολίτικο είδος αράχνης, που πιθανότατα καθοδηγείται από την αφθονία πόρων μέσα σε ένα χημειοαυτότροφο οικοσύστημα», σημειώνουν οι ερευνητές στο περιοδικό Subterranean Biology.
Η ανακάλυψη αυτή όχι μόνο επαναπροσδιορίζει τα όρια της συμπεριφορικής προσαρμογής των αραχνών, αλλά και ανοίγει νέους δρόμους για την κατανόηση της ζωής σε ακραία, υπόγεια περιβάλλοντα, όπου η ενέργεια δεν προέρχεται από τον ήλιο, αλλά από τη χημεία του ίδιου του πλανήτη.

