Ολα δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αποφάσισε να κάνει αίτηση για να γίνει μέλος του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα. Από την απόφαση του τελευταίου και με τους όρους που αυτός θα θέσει εξαρτάται αν θα γίνει ή όχι. Δεν είναι όμως αυτό το μείζον. Εδώ αυτό που έχει μείζονα σημασία είναι η φθορά της πολιτικής που προκύπτει από τέτοιες εξελίξεις. Ενας πρώην αρχηγός κόμματος φεύγει απ’ αυτό και «κάνει»(;) δικό του κόμμα. Και το πρώην κόμμα αυτού του αρχηγού αποφασίζει να προσχωρήσει στο κόμμα εκείνου που το εγκατέλειψε. Κι όλα αυτά χωρίς ίχνος ιδεολογικής συζήτησης τόσο για το παλιό όσο και για το νέο κόμμα.
Λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μαξ Βέμπερ μιλούσε για την Πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα. Αυτός εκεί χώριζε τους πολιτικούς σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ζουν «για» την πολιτική και σε αυτούς που ζουν «από» αυτήν. Ο Βέμπερ υποστήριζε πως στις κοινωνίες στις οποίες κυριαρχούν οι πολιτικοί που ζουν για την πολιτική δεσπόζει η πλουτοκρατία, η οποία, αν και δεν ζει «από την» πολιτική, επωφελείται και από αυτήν. Ενώ, αντιθέτως, ο ακραιφνής πολιτικός ιδεαλισμός συναντάται στα φτωχά στρώματα.
Στα τέλη του 20ού αιώνα τα πάντα είχαν αλλάξει. Η πολιτική σε καμία περίπτωση δεν ήταν και επάγγελμα και κάλεσμα. Εγινε μόνο επάγγελμα. Πολιτικός πλέον δεν μπορούσε να γίνει ένας φτωχός ή για να γίνει έπρεπε να τον στηρίζει ο πλούτος. Στον 21ο αιώνα τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Πλέον οι πλούσιοι δεν στηρίζουν απλώς τους πολιτικούς, αλλά γίνονται οι ίδιοι πολιτικοί, απόρροια της κυριαρχίας μιας ατομικιστικής νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που θέλει οι πλούσιοι να κυβερνούν καλύτερα, επειδή αυτοί ξέρουν πώς «φτιάχνεται» ο πλούτος. Το φαινόμενο Τραμπ βρίσκει μιμητές και στην Ευρώπη όπου όλο και περισσότεροι πλούσιοι διεκδικούν να γίνουν πρόεδροι ή πρωθυπουργοί.
Πρόσφατη είναι η νίκη του Αντρέι Μπάμπις, μεγιστάνα και αρχηγού του τσεχικού εθνολαϊκιστικού κόμματος ΑΝΟ. Δυστυχώς σήμερα, στην εποχή της μεταπολιτικής, δηλαδή της πολιτικής χωρίς πολιτικούς, με τεχνοκράτες και πλούσιους, οι πολιτικοί που ζουν για την πολιτική τείνουν να εκλείψουν, αν δεν έχουν ήδη εκλείψει. Το να ζεις από την πολιτική σημαίνει πως αυτή έχει καταστεί η μοναδική πηγή του εισοδήματός σου. Και αν αυτό συμβαίνει, τότε τι πολιτική μπορείς να κάνεις; Αν αυτό συμβαίνει όχι μόνο στους χώρους των κατεστημένων δυνάμεων της πολιτικής, αλλά και στην Αριστερά, τότε τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει ούτε για την πολιτική γενικά ούτε για την Αριστερά ειδικότερα.
Ολα αυτά κλονίζουν ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη των πολιτών όχι μόνο προς τους εκπροσώπους τους, αλλά και προς την ίδια τη δημοκρατία. Αυτή πλέον δεν κινδυνεύει από εξωτερικούς εχθρούς, από τον στρατό για παράδειγμα, αλλά από τους «φίλους» της, όπως είναι οι αντιπρόσωποι στο Κοινοβούλιο, οι ίδιοι οι κυβερνώντες και οι ολιγάρχες. Οι αλλαγές στον καπιταλισμό, η μετάβαση δηλαδή από τον δημοκρατικό μεταπολεμικό καπιταλισμό στον τεχνοκαπιταλισμό της πλατφόρμας και της τεχνητής νοημοσύνης, έχουν αυτά τα αποτελέσματα. Υπάρχουν δρόμοι για έναν νέο δημοκρατικό καπιταλισμό; Η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο στο κόμμα Τσίπρα.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας

