14 C
Thessaloniki

«Πού βρισκόμουν την 28η Οκτωβρίου 1940»: 13 αυτόπτες μάρτυρες της εποχής

Ημερομηνία:

Αναστάσιος, μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας (1929 – 2025): «Σε μία εβδομάδα θα συμπλήρωνα τα 11»

Η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν ημέρα Δευτέρα κι έμοιαζε σαν ν’ άρχιζε μια μεγάλη γιορτή. Μικρό παιδί τότε, σε μία εβδομάδα θα συμπλήρωνα τα 11 χρόνια, βγήκα μαζί με άλλους στον δρόμο. Ηχούσαν τραγούδια, παιάνιζαν εμβατήρια και κυμάτιζαν σημαίες. Η οικογένειά μας έμενε τότε στην Κυψέλη, σε μια μονοκατοικία στην οδό Δάφνιδος 24. Πήγαινα στη Β’ Τάξη του Β’ Οκταταξίου Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών – στο παράρτημα της Κυψέλης στην οδό Φωκίωνος Νέγρη. Διάχυτη ήταν την ημέρα εκείνη μια αισιόδοξη ατμόσφαιρα. Δεν έλειψαν, όμως, και σκιές ανησυχίας. Ο αδελφός μου Γιώργος, φοιτητής της Νομικής, έπρεπε να φύγει αμέσως για να καταταγεί στον Στρατό. Ο πατέρας μου

Γεράσιμος, 54 ετών τότε, παλαιός έφεδρος αξιωματικός, με τραύμα διαμπερές από τους Βαλκανικούς Πολέμους, μας δήλωσε ότι θα πάει κι εκείνος να καταταγεί. Η μητέρα μου Ρωξάνη και η μεγαλύτερη αδελφή μου Αίγλη στέκονταν σιωπηλές. Η μητέρα είχε πολύ άσχημες αναμνήσεις από τους προηγούμενους πολέμους και διαισθανόταν πως ερχόταν καταιγίδα. Παρηγορούσαν οι ευχές που κατευόδωναν αυτούς που έφευγαν για το μέτωπο: «Η Παναγιά μαζί σου», «Και με τη νίκη»! Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι, ύστερα από μισό αιώνα, θα περπατούσα, ως Αρχιεπίσκοπος, σε μέρη δυσπρόσιτα στις περιοχές Αργυροκάστρου, Κλεισούρας, Κορυτσάς, Πόγραδετς, της πρώτης γραμμής του μετώπου. Βαθιά συγκινημένος άκουγα διηγήσεις για εκατοντάδες διασπαρμένους άταφους στρατιωτικούς κι έψαλλα τρισάγια και διάφορα τροπάρια από τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ο ορθόδοξος ποιμενάρχης νιώθει χρέος να ενδιαφέρεται και να προσεύχεται όχι μόνο για τους ζώντες αλλά και για τους κεκοιμημένους. Δοξάζω τον Θεό διότι αξιωθήκαμε όχι μόνο να φροντίσουμε το παλαιό νεκροταφείο στους Βουλιαράτες, αλλά και να κατασκευάσουμε, παρά τις πολλαπλές δυσκολίες, το μεγάλο στρατιωτικό κοιμητήριο στα στενά της Κλεισούρας. Υπήρχε εκεί μια μοναστηριακή έκταση του Αγίου Νικολάου με λιγοστά ερείπια. Μεριμνήσαμε για την αναστήλωση της μικρής αυτής Ιεράς Μονής και στο νότιο τμήμα του οικοπέδου, προς τον ποταμό Αώο, κατασκευάσαμε (μεταξύ των ετών 2000-2005), σε μια έκταση τριών περίπου στεμμάτων, νεκροταφείο για τους πεσόντες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έλληνες στρατιωτικούς. Περιλαμβάνει 370 τάφους και 600 οστεοφυλάκια. Τελικά, ύστερα από τις απαραίτητες διακρατικές συμφωνίες, το 2019 ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες για τη μετακομιδή των πεσόντων στο κοιμητήριο. Μέσα στο επιβλητικό φυσικό τοπίο, ο μεγάλος σταυρός από σκυρόδεμα ύψους 17 μέτρων συνοψίζει σιωπηλά το έπος της αυτοθυσίας, του μυστικού Πάθους, αλλά και τη βαθιά ελπίδα στην Ανάσταση και στην Ειρήνη.

Αθηνά Κακούρη, συγγραφέας: «Μπήκαμε στις τάξεις μας, στο Αρσάκειο Πάτρας»

Η 28η Οκτωβρίου του 1940 ξημέρωσε στην Πάτρα σαν μια κανονική ημέρα. Δύσκολο να το καταλάβει αυτό ένας νέος σήμερα, όταν η είδηση κυκλοφορεί αστραπιαία και παντού. Τότε όμως ακόμη και το «έκτακτο παράρτημα» των εφημερίδων χρειαζόταν ώρες για να τυπωθεί και να το διαλαλήσουν στους δρόμους οι εφημεριδοπώλες, ραδιόφωνα είχαν μόνον ελάχιστοι άνθρωποι και δεν τα άνοιγαν, βέβαια, πρωί πρωί, όταν ξεκινούσαν όλοι γρήγορα για τις δουλειές τους. Ετσι η αδελφή μου Αλεξάνδρα 14 ετών κι εγώ 12 φθάσαμε κανονικά στο Αρσάκειο – αυτό που ως κτίριο υπάρχει ακόμη επί της

Μαιζώνος – και μπήκαμε στις τάξεις μας. Το μάθημα είχε μόλις αρχίσει όταν ακούστηκε βόμβος αεροπλάνων. Το αεροπλάνο ήταν πράγμα τόσο σπάνιο τότε ώστε μονομιάς όλα τα κεφάλια στράφηκαν στα παράθυρα, ενώ μερικά παιδιά πετάχτηκαν ορθά για να δουν καλύτερα. Το επόμενο που ξέρω είναι ότι βρισκόμουν, ολομόναχη, στη μεγάλη αυλή. Αυτό ήταν το ασυνείδητο, ακαριαίο αποτέλεσμα του φοβερού βρόντου που είχε ακουστεί ξαφνικά και που παρόμοιό του δεν είχαν ως τότε γνωρίσει τ’ αφτιά μου. Είχα διασχίσει την τάξη, ανοίξει την πόρτα, ανεβεί τα λίγα σκαλάκια και βγει έξω, αστραπηδόν και δίχως να ξέρω τι κάνω. Ο πάταγος αυτός της πρώτης βόμβας – που έπεσε όχι πολύ μακριά από το σχολείο μας – με είχε τινάξει από το θρανίο μου στην αυλή, σαν χαλίκι που αποστρακίζεται. Η ερημιά της αυλής με συνέφερε. Γύρισα μέσα, όπου οι δασκάλες μας καθησύχαζαν τα παιδιά και τα συγκέντρωναν στη μεγάλη, ημιυπόγεια αίθουσα. Η κίνηση ήταν πολύ σωστή γιατί οι περισσότεροι θάνατοι εκείνη την ημέρα στην Πάτρα – εκατό περίπου – οφείλονταν σε θραύσματα από βόμβες και χτυπημένα κτίρια που βρήκαν ανθρώπους να τρέχουν εδώ κι εκεί στον δρόμο. Στο σχολείο τα παιδιά τώρα αραίωναν, καθώς οι γονείς τους έρχονταν και τα έπαιρναν. Γυρίσαμε κι εμείς σπίτι μας, όπου τους βρήκαμε όλους να ετοιμάζουν, γρήγορα και ψύχραιμα, μικρούς μπόγους για να φύγουμε. Πατέρας, μητέρα, δυο γιαγιάδες, τα παιδιά κατεβήκαμε τα πενήντα δύο σκαλιά και μπήκαμε σ’ ένα λεωφορείο. Ημαστε μαζί με άλλους; Μόνον εμείς; Δεν το συγκράτησε η μνήμη μου. Πίσω μας αφήναμε ολόκληρο το σπιτικό με όλα τα αγαπημένα και πολύτιμα που μαζεύει μια οικογένεια σιγά σιγά, καθώς σχηματίζεται και μεγαλώνει. Το πόσο δύσκολο θα ήταν αυτό για τους γονείς μου μόνο πολλά χρόνια αργότερα το κατάλαβα. Τότε δεν μας άφησαν καν να το μαντέψουμε. Είχα γνωρίσει τον πανικό και είχα επίσης πάρει το πρώτο μου μάθημα σωστής διαχείρισης του τρόμου. Τα ιταλικά αεροπλάνα είχαν απομακρυνθεί, έχοντας γκρεμίσει κάμποσα σπίτια, αλλά αποτύχει να πλήξουν το λιμάνι ή άλλους στρατηγικούς στόχους. Ξαναγύρισαν – ένα δεύτερο κύμα – στις δώδεκα το μεσημέρι, ενώ ακόμη πυκνός κόσμος έτρεχε εδώ κι εκεί, είτε για να βρει τρόπο να φύγει είτε αναζητώντας μέσα στα γκρεμίδια κάποιον άνθρωπο δικό τους. Εμείς περάσαμε τη νύχτα εκείνη και πολλά ακόμη μερόνυχτα σ’ ένα χωριό κοντά στην Πάτρα, τον Αγιο Βασίλειο, όπου είχαμε προσφάτως ξεκαλοκαιριάσει. Δεν ξέρω πώς κατάφεραν οι γονείς μου και εξασφάλισαν έναν χώρο σκεπασμένο καθώς και τζιβιέρες – δηλαδή ένα είδος ξύλινου, πολύ χαμηλού τραπεζιού, όπου, μετά τον τρύγο, άπλωναν τα τσαμπιά της μαύρης σταφίδας για να στεγνώσει στον ήλιο. Αυτά μετατράπηκαν προχείρως σε κρεβάτια. Μισοντυμένοι πέσαμε για ύπνο – οι νόνες μάλιστα με το καπέλο στο κεφάλι, προφανώς για να είναι αξιοπρεπείς αν τυχόν μεσάνυχτα αναγκάζονταν να πεταχτούν στον δρόμο βομβαρδισμένες.

Θανάσης Βαλτινός, συγγραφέας (1932 – 2024): «Περιμέναμε να χαιρετήσουμε τον δάσκαλο με φασιστικό τρόπο»

Ημουν μαθητής στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού στο χωριό Καράτουλα Κυνουρίας και καθημερινά περιμέναμε στο προαύλιο του σχολείου τον δάσκαλο να τον χαιρετήσουμε με τον φασιστικό τρόπο. Εκείνη την ημέρα λόγω των γεγονότων καθυστέρησε να έρθει και όταν έφτασε πήγαμε να κάνουμε το ίδιο. Μας είπε ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να χαιρετάμε έτσι. Τότε μια μαθήτρια που φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα του φώναξε «σ’ έκαψα με τα κόκκινα, δάσκαλε»! Ογδόντα χρόνια μετά, εξακολουθούμε τέτοια μέρα να επιστρέφουμε, με καθολικό σεβασμό, στη μνήμη του μεγάλου γεγονότος της 28ης Οκτωβρίου 1940. Μια γενναία απόφαση από τον ηγέτη ενός αυταρχικού καθεστώτος αναβαθμίζεται στην πλέον δημοκρατική συλλογική πράξη επειδή υιοθετείται αμέσως από το πανελλήνιο με μεγάλο ενθουσιασμό. Γενναία και τραγική η απόφαση της 28ης Οκτωβρίου αφού όλοι γνωρίζουν ότι το Οχι στον επελαύνοντα κατακτητή θα απαιτήσει αιματηρές θυσίες και θα ακυρωθεί τελικά στο πεδίο της μάχης. Από τις θυσίες αυτές θα προκύψει η νίκη στο πεδίο της τιμής. Με μαθηματικούς όρους οι ίδιες αυτές θυσίες υπέρ της διακυβευόμενης πανανθρώπινης ελευθερίας ήταν δυσανάλογα περισσότερες από όσες αναλογούσαν στο ολιγάνθρωπο έθνος μας. Ηταν παρ’ όλα αυτά ευθέως ανάλογες προς την ιστορική υποχρέωσή μας έναντι της ελευθερίας – ως καθαρά ελληνικής σύλληψης και εφαρμοσμένης πράξης. Την επαύριον της τελικής νίκης, δικά μας ολέθρια λάθη επέτρεψαν την εκποίηση της εποποιίας του 1940 στον αδίστακτο χώρο των διεθνών συγκρούσεων. Θα μπορέσουμε άραγε σήμερα μέσα σε ένα κακόβουλο γενικό κλίμα να υπερασπιστούμε ενωμένοι με ψυχραιμία, γνώση και σύνεση την εθνική μας υπόσταση στον διαρκώς μεταβαλλόμενο και κυνικό κόσμο μας;

Απόστολος Γεωργιάδης, ακαδημαϊκός, νομικός: «Ακούσαμε σειρήνες την ώρα του μαθήματος»

Ημουν πέντε ετών και μαθητής στην Α’ Δημοτικού. Αν και τα παιδιά εκείνη την εποχή ξεκινούσαν το σχολείο σε ηλικία έξι ετών, για κάποιο περίεργο λόγο οι γονείς μου είχαν καταφέρει να με γράψουν στο σχολείο έναν χρόνο νωρίτερα. Την ώρα που κάναμε μάθημα λοιπόν ακούσαμε δοκιμαστικές σειρήνες, καμπάνες να χτυπάνε… Κοιτάζαμε έντρομοι δεξιά κι αριστερά

χωρίς να ξέρουμε ούτε τι συμβαίνει ούτε τι πρέπει να κάνουμε. Το μάθημα διακόπηκε κι η δασκάλα μας, η κυρία Μαύρα, μας είπε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Τη ρωτήσαμε πότε να ξανάρθουμε στο σχολείο κι εκείνη μας απάντησε ότι δεν θα ξαναπηγαίναμε διότι κηρύχθηκε πόλεμος. Εφυγα από το σχολείο με τον φίλο μου τον Γιάννη, ένα γειτονόπουλο που παίζαμε κάθε μέρα μαζί. Εκείνος ήταν η αιτία που πήγα στο Σχολείο Μπενάκη της Καλαμάτας, δίπλα στον ποταμό Νέδοντα. Τα αδέλφια μου πήγαιναν στο 1ο Δημοτικό, κοντά στη μητρόπολη της πόλης, την εκκλησία της Υπαπαντής, που θεωρούνταν καλύτερο από πλευράς δασκάλων, αλλά εγώ δεν ήθελα να αποχωριστώ τον φίλο μου κι έτσι πήγα στο σχολείο που βρισκόταν πιο κοντά στο σπίτι μας. Επιστρέφοντας από το σχολείο διαπιστώσαμε πως επικρατούσε κλίμα ενθουσιασμού. Σημαίες κυμάτιζαν στα σπίτια, ακούγαμε ποιος παίρνει φύλλο πορείας για το μέτωπο, ποιος θα μείνει πίσω. Δεν υπήρχε φόβος. Είχε στηθεί γύρω μας ένα πανηγύρι χαράς και επικρατούσε η πεποίθηση ότι θα τα καταφέρουμε επειδή έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και επειδή θα μας βοηθήσει η Παναγία. Ο πατέρας μου, δικηγόρος, τότε ήταν 39 ετών και δεν εκλήθη

στο μέτωπο επειδή λίγους μήνες πριν, τον Ιούλιο συγκεκριμένα, είχε γεννηθεί η μικρή μου αδελφή, οπότε με τέσσερα παιδιά ήταν πολύτεκνος. Ωστόσο κάλεσαν τον γραμματέα του, τον Γιώργο Σιψά, ο οποίος ήταν σαν μέλος της οικογένειάς μας, μας πήγαινε στον κινηματογράφο, για κολύμπι. Θυμάμαι ακόμη τα συνθηματικά γράμματα που έστελνε από το μέτωπο στον πατέρα μου: επειδή δεν επιτρεπόταν να γράφει ποιος σκοτώθηκε ώστε να μη δημιουργείται κλίμα ηττοπάθειας στα μετόπισθεν. Οταν ήθελε λοιπόν να μεταφέρει μια τέτοια πληροφορία, έγραφε «ο τάδε πήγε με τη γυναίκα μου». Είχα ρωτήσει τον πατέρα μου τι σήμαινε αυτή η φράση και μου εξήγησε ότι ο Γιώργος ήταν χήρος και χρησιμοποιούσε αυτή την έκφραση για να τον ενημερώνει ποιοι είχαν πέσει στο μέτωπο, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από οποιονδήποτε άλλο ενδεχομένως διάβαζε το γράμμα.

Μίκης Θεοδωράκης, μουσικοσυνθέτης (1925 – 2021) «Μπήκαμε στο τρένο κρυφά για να πάμε στον πόλεμο»

Μετά τον τορπιλισμό του «Ελλη» τη 15η Αυγούστου του 1940 στην Τήνο από ιταλικό υποβρύχιο, ο πατριωτισμός μας ανέβηκε στα ύψη. Με το Οχι ο ελληνικός λαός, ενωμένος σε μια γροθιά, όχι μόνο δεν φοβήθηκε, αλλά πανηγύρισε και – το πιο σπουδαίο – πίστεψε στη νίκη, πράγμα που έγινε τελικά. Εγώ την εποχή εκείνη ήμουν μαθητής της Δ’ Τάξης Γυμνασίου στην Τρίπολη Αρκαδίας. Στο γυμνάσιό μας έγινε μια τελετή, στην οποία κάποιος καθηγητής μάς μίλησε για την ελληνική ιστορία, πράγμα που μας έδωσε μεγάλο θάρρος. Σε λίγο καιρό άρχισαν να φτάνουν από τα χωριά και να πηγαίνουν στον σιδηροδρομικό σταθμό οι επιστρατευμένοι. Πολλές φορές τούς συνόδευαν μέλη της οικογένειάς τους. Ετσι είδα και άκουσα νέα παιδιά να αποχαιρετούν τη μάνα τους και εκείνη να τους απαντά «Με τη νίκη!». Αυτό το γεγονός οδήγησε κι εμένα και τους φίλους μου στο γυμνάσιο να μπούμε στο τρένο για να πάμε να πολεμήσουμε. Ο κόσμος τραγουδούσε, χόρευε, αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο μέσα στον δρόμο. Κι εμείς μπήκαμε στο τρένο κρυφά από τους δικούς μας. Ομως οι γονείς μας, με τη βοήθεια της Χωροφυλακής, μας έπιασαν στη Λάρισα και μας γύρισαν πίσω. Εγώ θύμωσα πολύ με τον πατέρα μου, γιατί με σταμάτησε, ενώ ο ίδιος σε ηλικία 16 ετών τραυματίστηκε στην Ηπειρο, στο Μπιζάνι, όπου πολέμησε ως εθελοντής. Τον ρώτησα λοιπόν για ποιο λόγο με εμπόδισε να κάνω αυτό που είχε κάνει ο ίδιος. Και βέβαια το μόνο που βρήκε να μου πει ήταν ότι εκείνος τότε ήταν 16 ετών, άρα… έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα! Τότε κι εγώ του ανακοίνωσα ότι μετά το γεγονός αυτό δεν μπορούσα πλέον να ζω κάτω από την ίδια στέγη μαζί του. Εφυγα από το σπίτι και εντάχθηκα στην Αεράμυνα, γιατί στο μεταξύ άρχισαν να βομβαρδίζουν την πόλη οι Ιταλοί. ΓΙΆΝΝΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΉΣ, ηθοποιός «Βλέπαμε τους βομβαρδισμούς των πλοίων» Ηδη από τον τορπιλισμό της «Ελλης» στις 15 Αυγούστου του 1940 στο λιμάνι της Τήνου, είχε αρχίσει να δημιουργείται μια αναστάτωση παντού και περιμέναμε να γίνει κάτι κακό. Οταν έκαναν επίθεση οι Ιταλοί στην Ελλάδα, ήμουν 12 ετών, πήγαινα στην Α’ Τάξη του Γυμνασίου στην Κέρκυρα. Θυμάμαι, είχαμε μαζευτεί όλη η πιτσιρικαρία και βλέπαμε από ψηλά τους βομβαρδισμούς των πλοίων. Οι Ιταλοί είχαν βλέψεις να καταλάβουν τα ιόνια νησιά, γι’ αυτό και έκαναν ένα είδος ιδιαίτερης κατοχής στα «Isole Ionie». Είχαν μάλιστα κόψει καινόμισμα με ιταλικά γράμματα και τα νησιά του Ιονίου πάνω. Το απίστευτο ήταν ότι στο σχολείο που πήγαινα ο δάσκαλος λεγόταν Κάρλο Μπρικέντι. Μιλούσε δε τα ελληνικά όπως τα μιλάμε εμείς, χωρίς καμία προφορά. Αυτός μας έκανε Ιταλικά μία ώρα την ημέρα, αν θυμάμαι καλά, διότι το είχαν επιβάλει οι κατακτητές. Μόνο στην Κέρκυρα όμως – όχι σε όλη την Ελλάδα. Ακούω ακόμα τις φωνές μας όταν μας έλεγε να πούμε στα ιταλικά «nelle nostre vene scorre sangue Italiano» (στις φλέβες μας τρέχει ιταλικό αίμα). «Tutti insieme» (όλοι), μας πρόσταζε. Κι εμείς όλοι μαζί αρχίζαμε να το φωνάζουμε και αντί για «Italiano» – χωρίς να είμαστε συνεννοημένοι – στο τέλος της πρότασης λέγαμε «Greco». Το θυμάμαι και συγκινούμαι. Αρχισε αυτός τότε να μας φωνάζει, να μας απειλεί, να πετάει πάνω μας ό,τι έβρισκε μπροστά του. Οσες φορές και να μας έβαζε να το λέμε, εκεί, επαναλαμβάναμε αυτό που θέλαμε. Θυμάμαι επίσης ότι κόβαμε φύλλα από το τετράδιό μας, γράφαμε πάνω «Κάτω η Ιταλία, Ζήτω η Ελλάδα». Τα βάζαμε στα κοντά παντελονάκια μας και τα αφήναμε να πέσουν καθώς περπατούσαμε στα καντούνια. Κατά τα άλλα, οι Ιταλοί πρέπει να πούμε ότι δεν συμπεριφέρονταν άσχημα. Εχω εικόνες των Ελλήνων να παίζουν ποδόσφαιρο με τους Ιταλούς. Οταν ήρθαν οι Γερμανοί στο νησί και συνέλαβαν όλους τους ιταλούς στρατιώτες και τους πήγαιναν στο λιμάνι, οι γυναίκες από τα παράθυρα τους πετούσαν ψωμί. Τους έβαζαν στα πλοία σε εμφανή σημεία και τα συμμαχικά πλοία έριχναν βόμβες. Οσοι γλίτωναν κολυμπούσαν ξανά πίσω μέχρι το παλιό λιμάνι, έβαζαν τα χέρια τους για ν’ ανέβουν και οι Γερμανοί τούς τα πατούσαν για να μην τα καταφέρουν. Οταν έρχονται αυτές οι αναμνήσεις στο μυαλό μου, ανατριχιάζω.

Γιάννης Παρμακέλης, γλύπτης, ακαδημαϊκός «Λέγανε ότι θα πέσουν βόμβες»

Ηράκλειο Κρήτης (προάστιο Κατσαμπάς) μαθητής Β’ Δημοτικού.  Σύγχυση. Φόβος. Αγωνία. Υπερβολές. Μας ειδοποίησαν ότι τα σχολεία θα είναι κλειστά μέχρι νεωτέρας. Είχαν αρχίσει οι δοκιμές για το πώς θα φερθούμε σε περίπτωση βομβαρδισμών. Είχαν εγκατασταθεί οι σειρήνες για να ειδοποιούν σε περίπτωση επίθεσης (μία από αυτές, πολύ ισχυρή, είχε τοποθετηθεί θυμάμαι στο δημοτικό σχολείο του Πόρου, όχι μακριά από το σπίτι μας). Μου έκανε εντύπωση σαν αντικειμενο. Εμοιαζε με ένα τεράστιο μαύρο μανιτάρι. Μόλις άρχισαν να στριγγλίζουν τρέχαμε να κρυφτούμε στις σπηλιές και στα καταφύγια. Αισθανόμουν φόβο – ανυσυχία και συγχρόνως απορία για ό,τι συνέβαινε. Υπερβολές και εικασίες. Λέγανε ότι θα πέσουν βόμβες (τις έλεγαν βίδες από το οβίδες) και ότι θα βουλιάξει η Κρήτη. Αυτό μου έκανε τεράστια εντύπωση. Αισθανόμουν ότι θα μπατάρει και θα βουλιάξει η Κρήτη. Ηδη όπως ξέρουμε κυκλοφορούσε το γεγονός ότι βουλιάξανε οι Ιταλοί στην Τήνο το αντιτορπιλικό Ελλη. Ενας από τους πρώτους τραυματίες ήταν ένας γείτονάς μας ο Γιώργος Μαντζουράνης. Υπαξιωματικός ή υπαξιωματικός του Ναυτικού δεν θυμάμαι καλά. Οταν ήρθε με άδεια στον Κατσαμπά (θυμάμαι πολύ καλά αυτή την ημέρα) τον υποδέχτηκαν αυθόρμητα σαν ήρωα. Πρέπει να σας πω ότι από την κήρυξη του πολέμου και για ένα μεγάλο διάστημα, παρόλο που θα θεωρηθεί υπερβολή, έβλεπα τα πάντα ασπρόμαυρα.

Τίτος Πατρίκιος, ποιητής «Ο 1ος ψεύτικος συναγερμός»

«Το πρωί την ώρα των Φυσικών – δεν θα είχαν περάσει περισσότερο από 20 λεπτά – ήλθε ο κ. Καρατασάκης και είπε κάτι του κ. Τουφεξή. Ολοι νομίζαμε πως του είπε κάτι για να μην κάνουμε σχολείο. Πράγματι. Ο Τουφεξής μας είπε με διάφορα μπιχλιμπίδια ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Μας είπε διάφορα λόγια. Εγιναν διάφορες εκδηλώσεις, όλοι φωνάζαμε εναντίον. Δεν μπορώ να περιγράψω τι έγινε! Ολοι γράφαμε στους πίνακες, στα θρανία, παντού: Ζήτω η Ελλάς, κάτω η Ιταλία και άλλα υπέρ της Ελλάδος. Υστερα πήγαμε στο γήπεδο, συνταχτήκαμε και ο κ. Ζούκης μας είπε σχετικά, μας είπε πως θα γίνουν καταφύγια, διάφορα σώματα όπως παρατηρηταί, αστυνομία, πυροσβεστικόν, σβέσεως των φώτων, και κάνα δυο άλλα. Πως όταν κτυπάει καμπάνα είναι σύνθημα συναγερμού και πως όλα που γίνονταν με καμπάνες θα γίνονται με κουδούνια. Στην αρχή νόμιζα πως θα γίνουν πραγματικά καταφύγια, υπόγεια, μα ήταν σκάμματα σε βάθος 0,75 περίπου υπό την επίβλεψη του Μουλά και του Τουφεξή. Αρχισαν να γίνονται έξω από τα σύρματα λίγο πιο πάνω από το Ε’ – για το ίδιο κτίριο… Ο κ. Μουλάς μας είπε να κουβαλάμε ξύλα ίσια από το μηχανοστάσιο. Κουβαλούσαμε με αρκετό ενθουσιασμό. Το μεσημέρι μάθαμε πως βομβαρδίστηκε η Πάτρα, πως έπεσαν 4 ιταλικά αεροπλάνα και ήσαν 4 νεκροί και 17 τραυματίαι – Πραγματικά 50 νεκροί και 100 τραυματίαι διότι ενώ εγίνετο ο βομβαρδισμός οι κάτοικοι έκαναν περίπατο. Ενθουσιασμός μας έπιασε. Σήμερα φεύγουν για το Ναύπλιον και από κει για τα σύνορα οι κ. Τουφεξής, Καρατασάκης, Φούφας, Μουλάς και άλλοι Σπετσιώται και από την υπηρεσία της Σχολής. Ησαν αξιολύπητοι οι καημένοι. Το βράδυ έγινε ο 1ος ψεύτικος συναγερμός. Τέλος της 1ης πολεμικής ημέρας για μένα». (Από την εγγραφή του ημερολογίου του Τίτου Πατρίκιου στις 28 Οκτωβρίου 1940, όπως έχει αποτυπωθεί στη «Συμμορία των δεκατριών», εκδ. Κέδρος, 2000, επιμέλεια Κώστας Τσινάρης. Σε αυτήν μας παρέπεμψε ο ποιητής για τις ανάγκες του αφιερώματος).

Βασίλης Βασιλικός, συγγραφέας (1933 – 2023)

«Τι θα πει πόλεμος, παππού;» Η κυρία Πάτρα, η γειτόνισσα, βγήκε με τη ρόμπα της έξω από το σπίτι φωνάζοντας: «Να, από ‘δω θα κατέβουν οι Βούλγαροι». Κι έδειξε τρομοκρατημένη το βουνό του Προφήτη Ηλία. – Γιατί φωνάζεις, κυρία Πάτρα; τη ρώτησε το πιτσιρίκι που ήμουν τότε, που θα έκλεινε τον άλλο μήνα, στις 18 του Νοέμβρη, τα έξι του χρόνια. – Πόλεμος, παιδί μου, πόλεμος. Δεν ήξερα αυτή τη λέξη. Πρώτη φορά την άκουγα. Κι αντί να πάω σπίτι, που ήταν ισόγειο, ανέβηκα στου παππού μου που ήταν από πάνω. – Τι θα πει πόλεμος, παππού; Αγαπούσα τον παππού μου για τα παραμύθια που μου ιστορούσε. – Πόλεμος θα πει αυτό. Κι έβγαλε απ’ το ντουλάπι τον γερο-γκρα, το όπλο που με αυτό πολεμούσε τους βούλγαρους κομιτατζήδες. – Αυτό (και έκανε πως με σημαδεύει) θα πει πόλεμος. – Ακουσα, παππού, την κυρα-Πάτρα να λέει «να, από ‘δω θα κατέβουν οι Βούλγαροι». Και κοίταζε το εκκλησάκι στο βουνό, το δικό σου, παππουλί μου. (Ηταν το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Ηλία λέγαν και τον παππού. Οι γείτονες τον λέγαν μπαρμπα-Λια). – Και ποιοι είναι οι Βούλγαροι, παππού; – Είναι οι αιώνιοι εχθροί μας. – Τρώνε κι αυτοί τον πόλεμο; – Δεν τον τρώνε. Τον κάνουν. Τα είχα μπερδέψει. Ακουγα λέξεις που δεν γνώριζα. – Θα με πάρεις κι εμένα μαζί σου στον πόλεμο, παππουλί; Εκεί ο παππούς με έπιασε από το χέρι και με κατέβασε στον κήπο, όπου ήταν το κυνηγόσκυλό του, ο Ρεξ. – Χάιδεψε τον Ρεξ, με πρόσταξε. Σ’ αγαπάει. Και κοίταξε περίφροντις το βουνό από όπου «θα κατεβαίναν οι Βούλγαροι».

Δημήτρης Ραυτόπουλος, κριτικός λογοτεχνίας (1924 – 2025) «Ενηλικιώθηκα απότομα με τις σειρήνες»

Σειρήνες κι αυτές, αλλά όχι οι μετζοσοπράνο που ονειρευόμουν, με ξύπνησαν εκείνο το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του ‘40. Σειρήνες! Πόλεμος! Με αυτές απότομα ενηλικιώθηκα χωρίς να το καταλάβω. Ακόμα και το ότι «δεν έχει σχολείο» – ήμουν στην Τετάρτη Γυμνασίου – έχανε τη λιμπιντική σημασία του. Ενιωθες να έρχεται ένα τεράστιο άγνωστο, γεμάτο με εικόνες πολέμου από τα κινηματογραφικά «επίκαιρα». Τα αντιαεροπορικά κανόνια του Προφήτη Ηλία – ούτε μισό χιλιόμετρο από το σπίτι μου στον Πειραιά – δεν άργησαν να ακουστούν, καθώς ιταλικά βομβαρδιστικά έκαναν μια πρώτη επιδρομή – της πλάκας – στο λιμάνι. Πραγματικός βομβαρδισμός έγινε πέντε μήνες αργότερα από τους Γερμανούς (καθότι και ο πόλεμος θέλει τον Γερμανό του…). Τότε, μεταξύ άλλων, ανατινάχθηκε μια αποθήκη του βρετανικού στρατού, στο λιμάνι, κι εμείς βρήκαμε στα ερείπια που σπεύσαμε να εξερευνήσουμε «κούτες» με αγγλικά τσιγάρα. Ετσι αρχίσαμε να καπνίζουμε προς επιβεβαίωσιν ανδρισμού, ελλείψει άλλου μέσου. Είχαμε τόσο πολλά, που ανάβαμε δυο τουλάχιστον ταυτόχρονα ο καθένας για να κάνουμε επίδειξη στα κορίτσια. Αλλά εκείνη η μέρα, η 28η Οκτωβρίου, είχε κάτι μοναδικό, σαν ένα ομαδικό ρίγος. Εκ των υστέρων σκέφτηκα ότι εκείνη τη στιγμή ξαναγινόμαστε κοινωνία και έθνος, μαζί, στο παρόν. Χαρακτηριστικό ήταν ότι αυτή η πατριωτική έξαρση ερχόταν αυθόρμητα, δεν είχε καμιά σχέση, καμιά λέξη από τις στρατοκρατικές και παρελθοντικές ρητορείες και τις γελοίες φιέστες του καθεστώτος. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν είχε πολιτικό, καθεστωτικό χαρακτήρα, παρά τα ευσεβή λεγόμενα. Λες και το δικτατορικό καθεστώς παραιτήθηκε και ταυτόχρονα ξεχάστηκε… Εκείνη τη στιγμή υπήρξε μια πρωτοφανής εθνική ομοψυχία, κάτι καθολικό, υπερπολιτικό, αδελφικό!

Νανά Μούσχουρη, ερμηνεύτρια: «Ο πατέρας μου έφυγε για τον πόλεμο»

Ηρθαμε από την Κρήτη στην Αθήνα όταν ήμουν τριών ετών. Μέναμε στον θερινό κινηματογράφο στο Κουκάκι όπου δούλευε ο μπαμπάς μου ως μηχανικός, σε ένα δωματιάκι πίσω από την οθόνη. Ημουν ένα ευτυχισμένο, ονειροπόλο παιδί. Οταν τέλειωναν οι προβολές, ανέβαινα στη σκηνή και τραγουδούσα. Χάζευα την άδεια πλατεία που φάνταζε τόσο διαφορετική με το πώς ήταν γεμάτη κόσμο. Εξι ετών πια, πάνω στη σκηνή αυτού του σινεμά – εκείνα τα χρόνια οι θερινοί κινηματογράφοι στην Αθήνα έμεναν ανοιχτοί έως τον Νοέμβριο – συνειδητοποίησα ότι είχαμε πόλεμο. Ακουσα μια απόκοσμη βοή, σαν να ερχόταν από τον ουρανό, και τότε ο πατέρας μου γύρισε και είπε στη μητέρα μου: «Ακούς, Αλίκη; Ξεκίνησε ο πόλεμος. Φεύγουν τα αεροπλάνα». Ρώτησα τι είναι ο πόλεμος, αλλά δεν μου απάντησε κανείς. Το μόνο που κατάλαβα ήταν ότι ο πατέρας μου θα έφευγε για να πάει σε αυτόν τον πόλεμο που δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν.

Εξι μήνες έμεινε στο μέτωπο. Θυμάμαι πόσο θλιβερά ήταν τα Χριστούγεννα του 1940 που τα περάσαμε μόνες με τη μαμά και την αδελφή μου. Και πόσο παράξενα τα επόμενα, μέσα στα σκοτάδια της Κατοχής, αλλά τουλάχιστον με τον μπαμπά μας πάλι κοντά μας. Τότε μου απάντησε τι είναι πόλεμος. «Πόλεμος, παιδί μου, είναι να μην αγαπιούνται οι άνθρωποι». Εμείς που έχουμε ζήσει πόλεμο, τον κουβαλάμε πάντα εντός μας. Οι πληγές που ανοίγει μπορεί να επουλώνονται, αλλά αφήνουν ανεξίτηλα τα σημάδια τους. Δεν είναι κακό αυτό. Οταν σκέφτομαι εκείνον τον πόλεμο, γίνομαι πιο λογική για το σήμερα.

Πετρολούκας Χαλκιάς, δεξιοτέχνης κλαρίνου (1934 – 2025): «Με τη γιαγιά μου στη λίμνη της Ζαραβίνας»

Στον πόλεμο του 1940 ο πατέρας μου πήγε στρατιώτης στο μέτωπο, στους «γεροσοφούληδες», όπως έλεγαν όσους ήταν πιο μεγάλοι σε ηλικία. Εγώ ήμουν επτά χρονών. Θυμάμαι σαν τώρα τη γιαγιά μου να πλένει με τις άλλες γυναίκες στη λίμνη της Ζαραβίνας. Αποφασίσαμε να φύγουμε για τα Δολιανά στα Ζαγόρια γιατί θα περνούσαν οι Ιταλοί από το χωριό μας. Οταν φτάσαμε στο ποτάμι, η μητέρα μου θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει τον αδελφό μου που ήταν τεσσάρων ετών στο σπίτι και γύρισε ο θείος μου και τον πήρε. Το ποτάμι ήταν ορμητικό και για να περάσουμε απέναντι μπαίναμε μέσα σε ένα καλάθι δεμένο με μια δυο τριχιές, τις οποίες τραβούσαν για να φτάσει απέναντι. Μετά μας πήγανε στα Γιάννινα, όπου έβαλαν την κάθε οικογένεια σε ένα μικρό σπίτι. Μας έδιναν από μια κουραμάνα και τρώγαμε όλοι από λίγο. Επειτα, για να γλιτώσουμε γιατί δεν σταμάτησε το κυνηγητό, φτάσαμε στο χωριό Κατσικάς Ιωαννίνων. Εναν χρόνο μετά, ζούσαμε ακόμη μέσα στην πείνα και τη δυστυχία. Με έπαιρνε η γιαγιά μου και πηγαίναμε και ζητιανεύαμε ψωμί για να μην πεθάνουμε της πείνας. Τη μητέρα μου δεν την άφηνε να βγαίνει από το σπίτι γιατί οι Ιταλοί επιτίθονταν στις νέες γυναίκες. Θυμάμαι μια μέρα είχα πάει στο δάσος για να παίξω και βλέπω κάτι μεταλλικές μπάλες στο έδαφος. Νόμιζα πως ήταν παιχνίδια και πήγα να τις πάρω. Ευτυχώς με βλέπει η γιαγιά μου και με σταμάτησε. Μου εξήγησε τι ήταν. Από εκείνη την ημέρα έχω και μια άλλη εικόνα έντονη. Καθώς προχωρούσαμε, βλέπουμε έναν Ιταλό ακουμπισμένο σε ένα δέντρο, ακίνητο. Κρατούσε το όπλο του, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση. Τον πλησιάζουμε, τον σκουντάω εγώ με ένα ξύλο, αλλά δεν αντέδρασε. Δεν ζούσε, αλλά δεν βλέπαμε πουθενά και πληγή. Το πιθανότερο ήταν ότι είχε πεθάνει από έμφραγμα. Ο,τι και να θυμηθώ από εκείνη την εποχή είναι σκληρό, βίαιο και επώδυνο. Περάσαμε τα χειρότερα χρόνια της ζωής μας.

Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, ακαδημαϊκός, βυζαντινολόγος: «Από τον Βύρωνα στο Σύνταγμα με τα πόδια»

Η κήρυξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν ήταν κάτι ξαφνικό για εμάς. Η οικογένειά μου ήταν πολύτεκνη, προσφυγική, πολιτικοποιημένη και βενιζελική, στο σπίτι είχαμε ραδιόφωνο, ακούγαμε τα νέα, μαθαίναμε τι γινόταν στον κόσμο, δεν πιστεύαμε ότι η Ελλάδα θα έμενε έξω από τον πόλεμο. Θυμάμαι πώς κλαίγαμε όταν τον προηγούμενο Ιούνιο έπεσε το Παρίσι, τον θρήνο μας στις 15 Αυγούστου όταν οι Ιταλοί τορπίλισαν την «Ελλη». Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου όλα τα παιδιά του σχολείου (που, θέλαμε – δεν θέλαμε, ήμασταν στη Νεολαία του Μεταξά, την ΕΟΝ) κατεβήκαμε με τα πόδια από τον Βύρωνα στο Σύνταγμα. Εκεί μας μίλησε κάποιος Κανελλόπουλος, ούτε που θυμάμαι τι μας είπε. Οταν το μεσημέρι γύρισα σπίτι, βρήκα τη μητέρα μου να κολλάει μπλε κόλλες στα παράθυρα για να μη γινόμαστε στόχος στους βομβαρδισμούς. Αργότερα, ο πατέρας μου έφερε έναν χάρτη της Αλβανίας και πολλά μικρά σημαιάκια για να τα κολλάμε στα σημεία που θα καταλάμβανε ο Στρατός μας. Και τα τρία αδέλφια μου ήταν, βλέπετε, στρατιώτες, έφυγαν πολύ νωρίς για το μέτωπο. Στις 24 Νοεμβρίου, όταν έπεσε η Κορυτσά, έγινε το μεγάλο γλέντι. Τότε έγραψα και το πρώτο μου ποίημα. Δεν το θυμάμαι πια.

Πηγή: taNea.gr

κοινοποιήστε την ανάρτηση

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Με τριάδα… φωτιά ο Παναθηναϊκός παρέσυρε την Μακάμπι

Ναν, Όσμαν και Γιούρτσεβεν έκαναν μυθικά πράγματα στο παρκέ...

Επισκέψεις πολιτών με αφορμή την 28η Οκτωβρίου σε σημεία ιστορικής μνήμης

H επέτειος της 28ης Οκτωβρίου αποτέλεσε καλή αφορμή για...

Βόρεια Μακεδονία: Ανυπόφορη η κατάσταση με τα σκουπίδια στα Σκόπια – Συλλήψεις υπευθύνων

Δικαστήριο των Σκοπίων αποφάσισε σήμερα την προφυλάκιση για διάστημα...

Εργκίν Αταμάν για τον τραυματισμό του Ρισόν Χολμς: «Θα μείνει εκτός δράσης για τουλάχιστον ένα μήνα»

Ο Ρισόν Χολμς αποχώρησε τραυματίας από την αναμέτρησημ που...