Η Τεχεράνη, πρωτεύουσα του Ιράν από το 1786, ασφυκτιά. Η εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού (υπολογίζεται κοντά στα 18 εκατ. σήμερα), η χρόνια ατμοσφαιρική ρύπανση, η καθίζηση του εδάφους από την υπεράντληση υπόγειων υδάτων, η λειψυδρία και ο υψηλός σεισμικός κίνδυνος συνθέτουν ένα μίγμα που η κυβέρνηση χαρακτηρίζει «μη βιώσιμο». Ο πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν επανέφερε με έμφαση την ιδέα οικοδόμησης νέας πρωτεύουσας στις νότιες ακτές, δηλώνοντας ότι «δεν υπάρχει πλέον περιθώριο επιλογής». Τα στοιχεία είναι σκληρά: η ρύπανση αποδίδεται για χιλιάδες θανάτους ετησίως σε εθνικό επίπεδο, με 6.400 στην ίδια την Τεχεράνη· το έδαφος βυθίζεται κατά μέσο όρο 25 εκατοστά τον χρόνο· περίπου το 60% των κτιρίων δεν πληροί επαρκείς αντισεισμικές προδιαγραφές· τα φράγματα της μητρόπολης έχουν εξαντληθεί, ενώ η πόλη καταναλώνει το ένα τέταρτο του διαθέσιμου πόσιμου νερού της χώρας.
Στο τραπέζι βρίσκεται η μετεγκατάσταση του πολιτικού και οικονομικού κέντρου κοντά στον Περσικό Κόλπο ή τον Κόλπο του Ομάν, με τη ζώνη της Μακράν να εξετάζεται «σοβαρά» ως υποψήφια περιοχή. Τα επιχειρήματα υπέρ είναι ισχυρά: εγγύτητα στα μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, χαμηλότερος σεισμικός κίνδυνος, καλύτερη πρόσβαση στη θάλασσα και σε εμπορικούς διαδρόμους. Η Φινλανδία της Μέσης Ανατολής δεν είναι, βεβαίως, και η νέα πρωτεύουσα δεν θα χτιστεί από τη μια μέρα στην άλλη: η χρηματοδότηση ενός τόσο γιγαντιαίου εγχειρήματος εκτιμάται σε περίπου 80 δισ. δολάρια, ενώ υπάρχουν ανοιχτά ερωτήματα για τη χωροθέτηση, τις υποδομές ύδρευσης/ενέργειας, την ανθεκτικότητα στο κλίμα και τη διοικητική μετάβαση.
Κρίσιμο είναι και το αν η μεταφορά θα επιλύσει τις ρίζες του προβλήματος ή απλώς θα το μετατοπίσει. Η Τεχεράνη θα εξακολουθήσει να φιλοξενεί εκατομμύρια κατοίκους και δραστηριότητες· άρα απαιτούνται παράλληλα μέτρα αποσυμφόρησης, εξοικονόμησης νερού, αναβάθμισης των δικτύων και ενίσχυσης της αντισεισμικής προστασίας. Για τους υποστηρικτές της νέας πρωτεύουσας, η δημιουργία ενός σύγχρονου διοικητικού κόμβου στο νότο θα λειτουργήσει ως μοχλός μετασχηματισμού για ολόκληρη τη χώρα. Για τους επικριτές, το ρίσκο είναι διπλό: τεράστιο κόστος και αβέβαιο όφελος, αν δεν συνοδευτεί από βαθιές μεταρρυθμίσεις στην πολεοδομία, τη διαχείριση υδάτων και την περιβαλλοντική πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση σηματοδοτεί στροφή στρατηγικής: από τη διαχείριση μιας τεράστιας μητρόπολης προς ένα πολυκεντρικό μοντέλο, όπου η ανθεκτικότητα σε ξηρασία, σεισμούς και ρύπανση παύει να είναι ευχολόγιο και γίνεται κεντρικό κριτήριο κρατικού σχεδιασμού. Το αν το Ιράν θα προχωρήσει από τη διακήρυξη στην υλοποίηση, θα κριθεί από τη δυνατότητα εξασφάλισης πόρων, κοινωνικής συναίνεσης και τεχνικής επάρκειας για να χτιστεί μια πόλη ικανή να αντέξει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.