27.1 C
Thessaloniki

Κωστής Παπαγιώργης: «Για να φτάσει στη μεταφορά, πρώτα ακριβολόγησε»

Ημερομηνία:

Ομολογώ το σκέφτηκα, το ψιθύρισα, δεν μπορείς, Κωστή, ψηλή μπαλιά! Κατ’ αρχάς έφυγες το 2014, έχασες μια δεκαετία νευροβιολογίας και κοντά τρία χρόνια πόσες εκδόσεις ChatGPT. Ναι, το ξέρω, δεν έδωσες το πράσινο φως για το «τυπωθήτω» και ίσως να ήθελες να το γράφεις μέχρι να αποκλειστείς με ξαφνική κόκκινη κάρτα από το δώθε μυστήριο – κάτι που ουσιαστικά όμως συνέβη, καθώς σχεδόν πάντοτε ακούσια συμβαίνει, κατά τα ειωθότα.

Ανοίγω το βιβλίο, η εισαγωγή του Θανάση Χατζόπουλου περί παρέας και περιορισμένου συγχρωτισμού του ιδίου, οι ιδιαιτερότητες των σχέσεων στις οποίες εστιάζουν οι μελέτες του, καθώς και κάποιες σκέψεις περί εαυτού και γραφής. Ωραία, ωστόσο, η επίκληση του Κωστή ως ανθρώπου «της αγοράς» αλλά όχι «αγοραίου».

Επεται το ταπεινό σημείωμα της αγαπημένης σου από την οποία μαθαίνουμε πως για την τριλογία της Ελληνικής Επανάστασης χρειάστηκες περί τα δέκα χρόνια μελέτης! Ευήτριος. Εγώ γιατί μιλάω με οικειότητα; Δικαιούμαι;

Εάν, τύχης δοθείσης, όλοι, τεθνεώτες και υποψήφιοι, κάποτε καταφθάνουν ετεροχρονισμένα στην ίδια ηλικία, επίτρεψέ μου να προεισπράξω από τη φαντασιακή συγχρονία χαριέντισμα και άνεση συνομηλίκου, συνοδοιπόρου.

Θα ήμουν στην παρέα της «μέθης»; Ναι, ως δαχτυλοδεικτούμενος όχι χωρίς τον κίνδυνο παρεΐστικης διαπόμπευσης. Οχι διότι δεν πίνω, αλλά διότι πίνω λίγο, το οποίο αποτελεί μέγιστο μαγάρισμα της φήμης μιας τέτοιας παρέας. Αλλά καλό πουλόπουλο κι εγώ θα έπαιζα με την ταυτότητα του διαπομπευομένου.

Αγοράζω το καστανιώτικο, ουρανόμηκες βιβλίο εν μέσω καύσωνα, τελευταίο αντίτυπο στην Πολιτεία – καλά, «τελευταίο», αγαπημένη λέξη μεταξύ βιβλιοπωλητών και βιβλιολάγνων που αυξάνει την ένταση της παραζάλης όπως οι μπουκάλες αζώτου.

Μπαίνω στις εννιά το πρωί, με το που ανοίγει, και το ζητάω από υπάλληλο προσθέτοντας τη φράση «χθες το απόγευμα που τηλεφώνησα είχαν μείνει ένα – δυο αντίτυπα».

Σηκώνω τα μάτια, καθαρίζω το είδωλο: o Παντελής – διάσημος κρυμμένος και ανώνυμος, ο οποίος έχει δώσει την απροσμέτρητη τραγουδάρα μεταξύ ηλεκτρικού μπάσου και άλλων στιχουργημάτων «Εγινε η απώλεια συνήθειά μας», το οποίο κρώζουν στην ανάπαυλά τους τριάντα χρόνια τώρα τα γλαροπούλια έξω από την Κέρο, αφημένα, αλλοπαρμένα, μετέωρα με ανοιχτές φτερούγες στο μπουγάζι – μου προκάνει και μου λέει την ατάκα του πρωινού «από εχθές το απόγευμα μέχρι σήμερα το πρωί “βιβλιοπωλικά” είναι αιώνας»!

Στην Πολιτεία πρωτομπήκα το 1990 ή ’91. Mε oδήγησε η Αντρυ, τσίμπρια, την πρώτη ή δεύτερη χρονιά που πήγαινα στο IFA. Τη «Γυμνή σκιά» – ειδικότερα τον στίχο «τα μακριά σου δάχτυλα…» όχι χωρίς μια φιλάρεσκη λαγνεία στην επίκληση της ύπτιας Αντρυς – ο Πάνος την είχε γράψει για εκείνη. Θεέ μου, τι λάθη έχω κάνει. Πού με πήγες τώρα; Ξανά.

Κωστή, ψηλή μπαλιά, ξαναλέω μόλις μπαίνω στα δικά σου γραμματικά εδάφη. Γνωρίζεις νευροβιολογία, γνωρίζεις γνωσιακή φιλοσοφία, γνωρίζεις την αυστηρότητα του θέματος; Eίσαι ενημερωμένος για το ντιμπέιτ περί συνείδησης. Τι όρους θα χρησιμοποιήσεις; Για το body/mind problem έχεις άποψη; Eίσαι σίγουρος; Mην καείς, πώς θα το κάνεις; Ποιος, εσύ, που το γράψιμό σου θα πρέπει να διδάσκεται σε ομίλους μετά τα υποχρεωτικά μαθήματα, που οι γλωσσικοί προβολείς σου κάνουν Ινδούς ασβεστωμένους στο Βαρανάσι να λαμπυρίζουν, που τα ελληνικά σου τα σκάβεις, τα φυτρώνεις, τα θερίζεις όλες τις εποχές του χρόνου. Εσένα που το λοξό δοκίμιό σου έγινε είδος σε γένος ανένταχτο και περήφανο.

Εστετ και λαϊκοί

Ας πιάσουμε την ουσία: Δυϊστής ή αντιδυϊστής, της ελεύθερης βούλησης ή του ντετερμινισμού, υλιστής ή παμψυχιστής; Ξέρω πως ανδρώθηκες δίπλα στους υπαρξιστές. Κορδώνομαι, να πω περίπου το ίδιο. Πώς πιάνεις τον εαυτό και τη σχέση του με το σώμα; Διά μέσου νευροεπιστημών, μέσω ψυχολογίας ή εν μέσω φαινομενολογίας.

Σε βλέπω να ασκείσαι στην ελευθεριότητα της μεταφοράς του εστέτ, του ντιλετάντη και την ίδια ώρα λίγο παρακάτω στο ευφυολόγημα του λαϊκού, του έμπειρου εμπειριστή που αφουγκράζεται το σώμα αλλά δεν θα τολμήσει να μπει στην τζάργκον των ακαδημαϊκών υποπεδίων.

Εστω. Θα δώσεις βάθος ή έκταση, από το μεδούλι προς τα έξω ή από την πέτσα προς το ντι εν έι; Στοιχηματίζω θα πέσει η γλωσσάρα σου σαν σπλατς, με διασκευασμένους όρους, πλαγιοκοπώντας, αλλά όχι υιοθετώντας το ακραιφνές επιστημονικό λεξιλόγιο, όπως αρμόζει σε έναν γλωσσοπλάστη που εφορμά σε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια, τον εαυτό – ομιλόν ενδόβιο που ενδημεί στην απέραντη επικράτεια της γλώσσας και υπολείπεται οποιουδήποτε πορτρέτου.

Ας συμφωνήσουμε πως δυϊστές δεν έχουν απομείνει πολλοί μεταξύ των ενημερωμένων αγνωστικιστών· δυϊστές, δηλαδή εκείνοι που πιστεύουν πως ο άνθρωπος συντελείται από τη διακριτή σύντηξη δύο απολύτως άσχετων μεταξύ τους ουσιών (ύλης και πνεύματος) κατά το πρόταγμα του Ντεκάρτ.

Oπότε, πιο ειδικά αναρωτιέμαι, είσαι μονιστής, φυσικαλιστής, σώμα και πνεύμα ένα, χονδροκομμένως ειπείν το όλον απόρροια της ύλης στη γραμμή των Ryle, Dennett, Harris; Είσαι πιο νοησιαρχούμενος κοντά σε έναν ιδεαλιστικό μονισμό, χονδροκομμένως ειπείν το όλον απόρροια του πνεύματος, αρχή επί της οποίας απολογούνται φιλόσοφοι από τον Πλάτωνα έως τους Καντ, Χέγκελ, βοηθούντων των Bosanquet, Coomaraswamy – ο τελευταίος μείγμα ινδουιστικής, βουδιστικής και δυτικής σκέψης;

Mήπως είσαι πιο κοντά στους φαινομενολόγους που προκρίνουν μετά τον Μερλό-Ποντί, όπως ο δικός μου, ο Shusterman, δύο αναφορικώς, όχι ουσιοκρατικώς, διαχωριζόμενα, αλληλοϋποστηριζόμενα, συμπλεκόμενα, ζωντανά, διαρκώς παλλόμενα, διαρκώς μεταβαλλόμενα, δια-δίκτυα σώματος και νου τα οποία συντείνουν στην ενσώματη εμπειρία; Δεν την πάω παραπέρα τη βαλίτσα.

Eίναι φανερό προτιμάς τους ψυχιάτρους και τους νευρολόγους, ευτυχώς όχι τόσο τους ψυχολόγους, «υστερικούς» της γλώσσας, στους οποίους όταν εξομολογιέσαι πως κατευθύνεσαι προς Γλυσίδα Νάουσας δεν αποκλείουν τη Γλυσίδα ή Γλυσίδια Πάρου (με τις έμορφες ή τις ομορφιές της), τη γλιστρίδα (αντράκλα), τη γλυσίνα ή γλιτσίνια (αναρριχώμενο μοβ ή βιολετί), τις γλίστρες, τις γλίτσες, τις Λίτσες και τις γκλίτσες, καθόσον σου στήνουν καρμανιόλα (χορό και λαιμητόμο) γυροφέρνοντας τη διαφεύγουσα οδό διαφυγής σου ώσπου να ακούσουν να αυτοκαρφώνεται το Σημαίνον.

Εξού και ο Θανάσης στην εισαγωγή.

Αναφέρεις αρκετά τον Pierre Lermit, για την τυφλή κιναισθησία, για τη ζόρικη κιναισθησία της αναπηρίας, μαρτυρίες: «Δεν ξέρω πώς βρίσκομαι πάνω στο κρεβάτι, ψάχνω το σώμα μου», περιστατικά από τη διάσημη παριζιάνικη κλινική La Salpêtrière, υποπεριπτώσεις από σύνδρομα ασθενειών όπως μαρτυρίες ασωματογνωσίας: «Δεν αισθάνομαι το σώμα μου ακόμη κι αν το αγγίζω», απρακτογνωσίας: «Δεν μπορώ να κουνήσω τα μέλη μου», εαυτοσκοπίας: «Βλέπω τον σωσία μου, το είδωλό μου παρόντα», το άσυλο της Αγίας Αννας, παρατηρήσεις των Caspar Max Brosius (1825-1910) αλλά και άλλων όπως των Στάντερμαγερ, Ρος, Σίλντερ – δίνεις ονόματα.

Τα εις εαυτόν

Εαυτός, εαυτάρα, εγωτικός, εις εαυτόν, γράφουμε για να μάθουμε. Δεν τα ξέραμε από τα πριν. Κι εκεί είσαι λίντερ! Ο Kωστής στον Εαυτό πραγματεύεται και παραδίδει το πιο επιστημονικό του ζήτημα. Υπάρχει ήδη για το σώμα χαρντ ντάτα και ακλόνητες παρατηρήσεις, όπως συμβαίνει με όλες τις φυσικές επιστήμες σε υπερατομικό επίπεδο. Είναι εκεί από όπου θα αρχίσει η παρλάτα περί εαυτού. Εκεί έγκειται η δυσκολία του πώς θα ανέβει αρχικά στο εποπτικό υψίπεδο ενός επιστημονικού βάθρου, θα κοντοσταθεί, θα κατοπτεύσει την κόλαση και τον παράδεισο του σώματος, δηλαδή του απροϋπόθετου σαρκίου της ζωής της ίδιας, για να ρίξει το ιδιόλεκτο, ιδιόμελο και ιδιώνυμο μαζί, όπου οι κριτικοί θα ησυχάσουν βρίσκοντας το γνώριμο ύφος από το ρέντινες της καθημερινότητας προς την απογειωτική θεωρία κι από τη λεπτομέρεια του βίου προς τη γενίκευση της ανθρώπινης μοίρας.

O Παπαγιώργης παραδίδει ένα σπάνιο δείγμα γραφής, κατά τον τρόπο ενός επίμονου και διαρκώς διερωτώμενου λεπτολόγου ερευνητή στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο «Το Εγώ-Δέρμα». Δουλεύει πάνω στις μελέτες του καθηγητή ψυχολογίας Didier Anzieu (1923-1999) με θέμα την απτική σχέση μάνας – βρέφους προκειμένου να αναδείξει το Εγώ ως βαθμιαίο προϊόν σαρκοψυχικής ωρίμανσης της διεπαφικής αλληλοσυμπλήρωσης των δύο συγγενικών σωμάτων.

Η προγλωσσική σωματικότητα του μωρού ως σημαίνων πομποδέκτης των βασικών αναγκών και η έμφορτη νοήματος μητρική πλήρωση χτίζουν το πρώτο Εγώ του σώματος. Ο Παπαγιώργης, παρότι δεν χρησιμοποιεί πλειάδα μελετητών για συγκριτική σπουδή, «συζητάει» τα ευρήματα και τα πειράματα του Αnzieu και εκπλήσσει διότι πειθαρχεί και αποδίδει σε ένα άψογο ακαδημαϊκό πρωτόκολλο χωρίς μετωνυμίες και γλωσσικές ακροβασίες.

Οι επιμελητές του βιβλίου προέταξαν ετούτο ως τελευταίο κεφάλαιο του κυρίως μέρους. Το βιβλίο συμπληρώνεται από το «Παράρτημα» όπου βρήκαν θέση παλαιότερα κείμενα του Παπαγιώργη, πρωτόλεια και αδημοσίευτα, τα οποία μάλλον παρουσιάζουν άνισες ποιότητες.

Για το φύλο

Σε ένα από τα πλέον παλαιά κείμενα του «Παραρτήματος», στο «Εγώ και η φύση», ο Κωστής εκφράζεται θεμελιωτικά για το φύλο, το οποίο κατά την άποψή του αποδίδεται πριν από το Εγώ, και ως εκ τούτου το Εγώ μαθαίνει να προσαρμόζεται στις σωματικές προσταγές του. Tι το έκανες το υπαρξιστικό l’existence précède l’essence (η ύπαρξη προηγείται της ουσίας), δηλαδή το τι εγώ θέλω και όχι το τι μου ορίστηκε, σε αυτή την περίπτωση ρωτάω με τη σειρά μου, Κωστή; Μια τέτοια οδός σκέψης είναι πολύ αποκαρδιωτική για όσους νιώθουν να φυλακίζονται στο βιολογικό φύλο τους, σήμερα πιο πολύ από ποτέ.

Ωστόσο, ο Παπαγιώργης κάνει μια ιδιαιτέρως περίτεχνη αισθητική και ερωτική μονοκοντυλιά ορμώμενος από μια ντεμοντέ έμφυλη αφετηρία. Ο άντρας και η γυναίκα κάνουν έρωτα με το άλλο πρόσωπο αλλά στην ουσία με το γένος «γυναίκα» και το γένος «άντρας» αντίστοιχα, δηλαδή με κάθε γυναίκα και κάθε άντρα. Καθότι ο έρωτας αποτελεί ένωση με τη φύση και παροδική εξαφάνιση του προσώπου: «O εραστής είναι εγώ πριν και μετά τον οργασμό, ποτέ κατά τη διάρκεια: έτσι η φύση κερδίζει τον εαυτό της, ξαναγυρνά στον εαυτό της ενώ το εγώ χάνει τον δρόμο του».

Η έκδοση του βιβλίου φέρνει παραπλεύρως στην επιφάνεια μια πρώιμη, άγουρη, σειριακή, γραμμική φωνή του Παπαγιώργη, έμπλεη επιστημονικότητας, διερώτησης, αγωνίας, αν όχι αμηχανίας, για την οικειοποίηση των ιατρικών όρων, με παραγωγικούς συλλογισμούς και την υπόνοια της απόδειξης ή έστω της επαλήθευσης, η οποία μοιάζει ξένη προς την ύστερη, βαθιά, τρυφερή, ειρωνική, κυκλωτική και πολυστρωματική, πολυώνυμη και πολύσημη φωνή που έχει βάλει πολύ ψηλά τον πήχη στο αισθητικό δοκίμιο.

Ομως αυτό ακριβώς είναι που μας δείχνει από μια άλλη πλευρά κάτι που δεν ήθελε να αναδείξει – τουλάχιστον όχι ομολογημένα – η βεβιασμένη, ανολοκλήρωτη αλλά ευεργετική έκδοση. Οι λάτρεις της γραφής του Παπαγιώργη θα ανιχνεύσουν στις παρελθούσες, διαφορετικής συντακτικής ύφανσης, εκφραστικές διαστρωματώσεις του Εαυτού ότι το ταλέντο τού Κωστή δεν του το καβούρντισε ο Θεός. Το γλωσσοπνευματικό χαρμάνι του αποτελεί τελικό στάδιο ωρίμανσης και γνώσης τού τι επιτελεί κάθε φορά ο λόγος.

Στα πρώιμα ακούμε έναν λόγο ακριβή αλλά λιγότερο γοητευτικό, επιστημονικό αλλά με ελάχιστη ψυχική εκφόρτιση, επαγωγικό ή αναγωγικό, ο οποίος μπορεί να είναι αληθής ή έγκυρος αλλά δεν κεντρίζει την εμπειρία της πλούσιας ελληνικής ως εργαλείο σκέψης.

Τον είπαν ανατόμο των ανθρώπινων παθών. Δραστική και δίκαιη μεταφορά. Είχε κάνει την προπαιδεία του, όμως. Για να φτάσει και ο ίδιος στη μεταφορά πρώτα ακριβολόγησε, όπως ο εξπρεσιονιστής ασκήθηκε μέχρι εξάντλησης στην αναπαράσταση.

Και να πω κι αυτό: το ένστικτό του για τη φιλοσοφική υπόσταση του σώματος ορθά τον οδήγησε στη διαρκώς μυστήρια μονή δοκό ισορροπίας και σύνθεσης, ενώ για το φύλο σε έναν απλό, δισυπόστατο σταυρό με τελείωμα φουρκάτας τον οποίο θα άρει και θα φέρει όσο η καλή μνήμη του μας το επιτρέπει διότι θα τον πάρουν στο κατόπι όσα δεν ανέχονται να τα θεμελιώνει ο γενετικός ετεροπροσδιορισμός.

Ο Γ. Χαντζής έχει σπουδάσει Φιλοσοφία (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και Μετάφραση Αγγλικής Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ)

Πηγή: taNea.gr

κοινοποιήστε την ανάρτηση

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related