Αντιπαραθέτω δύο εικόνες. Εικόνα πρώτη: τα χρυσά κορίτσια της Εθνικής Πόλο. Υστερα από μια εκπληκτική προσπάθεια ανέβηκαν στο υψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στη Σιγκαπούρη. Ανέβασαν μαζί τους την Ελλάδα. Ελληνική σημαία και εθνικός ύμνος. Πρόσωπα λαμπερά, γεμάτα περηφάνια. Βλέμματα καθαρά, γεμάτα αυτοπεποίθηση. Αυτή είναι η Ελλάδα που θριαμβεύει. Η Ελλάδα που αξίζει στους Ελληνες. Εικόνα δεύτερη: ο «ναός» της δημοκρατίας. Την επόμενη ημέρα, όσοι είχαμε το κουράγιο να παρακολουθήσουμε την «αναμέτρηση» κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για την Εξεταστική για την τραγωδία των Τεμπών, αντικρίσαμε το απωθητικό πρόσωπο της Ελλάδας που μας προσβάλλει και μας απογοητεύει.
Συνδυάζοντας Τέμπη και ΟΠΕΚΕΠΕ, η αντιπολίτευση, αντί τεκμηριωμένου πολιτικού λόγου, για τις αναμφισβήτητες πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης κατέφυγε σε πρωτοφανείς ύβρεις: χούντα, καμόρα, μαφία, εγκληματική οργάνωση, η κυβέρνηση. Νονός και ένοχος «εθνικής προδοσίας», ο Πρωθυπουργός. Κατ’ ευφημισμόν «κύριος», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υποκριτικά, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης επιχείρησαν να κρύψουν την τοξικότητά τους πίσω από τον χαρακτηρισμό «εγκληματική οργάνωση» της ευρωπαίας εισαγγελέως. Αναφέρεται όμως στον ΟΠΕΚΕΠΕ, όχι στην κυβέρνηση.
Οι αθλήτριες του πόλο κέρδισαν τις αντίπαλές τους παίζοντας καλύτερα. Οι αντιπολιτευόμενοι θέλουν να κερδίσουν «παίζοντας» χειρότερα. Η κοινή γνώμη με τη δημοσκοπική ετυμηγορία της καταλογίζει ευθύνες στην κυβέρνηση μειώνοντας κατά τρεις μονάδες το ποσοστό αποδοχής της. Τη φθορά όμως δεν εισπράττει η «θεσμική» αντιπολίτευση. Μειώνονται ταυτόχρονα και τα δικά της ποσοστά. Αυξάνονται τα ποσοστά των αναποφάσιστων. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο εορτασμός της 51ης επετείου για την αποκατάσταση της δημοκρατίας ορθώς χαρακτηρίστηκε: περισσότερο μνημόσυνο και λιγότερο γιορτή. Το περιεχόμενο της επετείου, η δημοκρατία, απαξιώνεται από το ίδιο το πολιτικό προσωπικό μιας οκτακομματικής Βουλής, όπου μαζί με τα τέσσερα «συστημικά» κόμματα συνυπάρχει ισότιμα ένας παρδαλός αντισυστημισμός. Η κυβερνητική πλειοψηφία δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Με κορυφαίο, μέχρι στιγμής, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, ο Πρωθυπουργός πληρώνει την αδυναμία ή την άρνησή του να κόψει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το βαθύ κράτος με το βαθύ κόμμα. Επιτρέπει έτσι σε μια ανεπαρκή και ανιστόρητη αντιπολίτευση να επιχειρεί να κρύψει το άγχος για την πολιτική της επιβίωση πίσω από το νέφος της τοξικότητας. Διαθέτω την ηλικιακή πολυτέλεια να έχω βιώσει το πολιτικό κλίμα της περιόδου 1961-65 που άνοιξε τον δρόμο στη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Ακραία πόλωση, «ένοχος» ο Κων. Καραμανλής για τη δολοφονία Λαμπράκη, Ιουλιανά (ο Χαρίλαος Φλωράκης μεταπολιτευτικά αναγνώρισε ότι ο Κων. Καραμανλής ουδεμία ευθύνη είχε για τη δολοφονία Λαμπράκη). Η «καχεκτική» δημοκρατία δεν άντεξε. Η μεταπολιτευτική δημοκρατία άντεξε το τσουνάμι της οικονομικής χρεοκοπίας. Σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πολιτική χρεοκοπία, πολύ πιο επικίνδυνη. Δεν υπαινίσσομαι απειλή δικτατορίας. Είναι όμως ορατή η αποστροφή της κοινωνίας και ιδίως της νεολαίας από το πολιτικοκομματικό σύστημα. Η ηθική απαξίωση είναι χειρότερη από τη δικτατορία.
Ποιες άλλες αποδείξεις χρειάζεται ο Πρωθυπουργός για να αποτολμήσει να κάνει πράξη την προεκλογική του δέσμευση «φιλοδοξία μου είναι να αλλάξω αυτή την παλαιά Ελλάδα που μας πληγώνει». Η επανίδρυση του πολιτικοκομματικού συστήματος είναι ο γόρδιος δεσμός που πρέπει να κόψει για να «αλλάξει» την Ελλάδα. Η κοινωνία το έχει κατανοήσει και το απαιτεί. Το αρνείται όμως το φθαρμένο και διεφθαρμένο κομματικό σύστημα, όπως αναδύεται, διακομματικά και διαχρονικά, από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Με την κοινωνία ή με την «οργανωμένη» κομματική βάση; Η επιλογή ανήκει στον κ. Πρωθυπουργό.