Η Wall Street ετοιμάζεται να σπάσει ένα ιστορικό ρεκόρ το 2025, καθώς το σύνολο των προγραμμάτων επαναγοράς μετοχών από εισηγμένες εταιρείες αναμένεται να ξεπεράσει για πρώτη φορά το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Πρόκειται για μια στρατηγική που υιοθετείται ευρέως από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ, καθώς επιδιώκουν να ανταμείψουν τους μετόχους τους και να στηρίξουν τις τιμές των μετοχών τους σε μια περίοδο έντονης μεταβλητότητας λόγω της εμπορικής αντιπαράθεσης. Ήδη το 2024, οι εταιρείες του δείκτη S&P 500 ξόδεψαν περισσότερα από 942 δισεκατομμύρια δολάρια για επαναγορές μετοχών, καταγράφοντας αύξηση 18,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η τάση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο το 2025, με τον Απρίλιο να καταγράφει μόνος του ανακοινώσεις ύψους 234 δισ. δολαρίων, εν μέσω της περιόδου αποτελεσμάτων και της έξαρσης των τελωνειακών εντάσεων. Η Apple ανακοίνωσε νέο πρόγραμμα επαναγοράς ύψους 100 δισ. δολαρίων – ποσό μειωμένο κατά 10% από το ρεκόρ του 2024, λόγω προληπτικής στάσης απέναντι στον αντίκτυπο του εμπορικού πολέμου.
Ωστόσο, ακόμα και έτσι, καλύπτει σχεδόν το 10% του συνολικού ποσού για φέτος. Και άλλοι τεχνολογικοί κολοσσοί, όπως η Alphabet (70 δισ.), η Visa (30 δισ.) και η AMD (6 δισ.), ενισχύουν το κύμα αυτό. Το ίδιο ισχύει για τράπεζες όπως η Wells Fargo (40 δισ.) και εταιρείες από άλλους κλάδους, όπως η Booking (20 δισ.) και η General Motors (6 δισ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχουν ακόμη καταγραφεί οι ανακοινώσεις κολοσσών όπως η Nvidia, που αναμένεται να ολοκληρώσει φέτος το περσινό της πρόγραμμα ύψους 50 δισ. δολαρίων, ή η Microsoft, η οποία ίσως ενημερώσει το δικό της (60 δισ. το 2024) προς το τέλος του καλοκαιριού. Αλλά γιατί αυτή η έξαρση στις επαναγορές;
Καταρχάς, αποτελούν ένδειξη εμπιστοσύνης: οι εταιρείες θεωρούν ότι οι μετοχές τους είναι υποτιμημένες και έχουν περιθώρια περαιτέρω ανόδου. Επιπλέον, είναι πιο φορολογικά αποδοτικές από την καταβολή μερισμάτων και βοηθούν στη σταθεροποίηση της τιμής των μετοχών σε περιόδους αστάθειας. Ακόμη, προσφέρουν ευελιξία στις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν γρήγορα τη χρηματοοικονομική τους δομή ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς. Ωστόσο, δεν λείπουν και οι επικρίσεις. Οι επικριτές σημειώνουν ότι οι επαναγορές μπορούν να αλλοιώσουν δείκτες όπως τα κέρδη ανά μετοχή (EPS), τα οποία μπορεί να αυξηθούν όχι λόγω βελτίωσης των αποτελεσμάτων, αλλά επειδή μειώνεται ο αριθμός των μετοχών σε κυκλοφορία.
Παρά τις επιφυλάξεις, η τάση δείχνει να παγιώνεται: οι επαναγορές δεν είναι πλέον απλώς ένα εργαλείο απόδοσης στους μετόχους, αλλά στρατηγική πρώτης γραμμής για την οικονομική και χρηματιστηριακή ενίσχυση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων των ΗΠΑ. Η επαναγορά μετοχών, γνωστή και ως «αγορά ιδίων μετοχών», αποτελεί μια στρατηγική που χρησιμοποιούν οι εταιρείες για να ενισχύσουν την αξία των μετοχών τους, να δείξουν εμπιστοσύνη στην πορεία τους και να επιβραβεύσουν τους μετόχους τους.
Πιο συγκεκριμένα, όταν μια εταιρεία αγοράζει πίσω μετοχές από την αγορά, μειώνει τον συνολικό αριθμό των μετοχών που κυκλοφορούν. Αυτό οδηγεί, τεχνικά, σε αύξηση του κέρδους ανά μετοχή (EPS), ακόμη και αν τα συνολικά κέρδη της εταιρείας δεν αυξηθούν. Επιπλέον, περιορίζει τη διασπορά της εταιρείας στο χρηματιστήριο και στέλνει το μήνυμα στους επενδυτές ότι η διοίκηση θεωρεί πως η μετοχή είναι υποτιμημένη.