Μετά την εντυπωσιακή πρε-μιέρα της στο τελευταίο Φε-στιβάλ των Καννών που ολοκληρώθηκε την Κυριακή που μας πέρασε, η «Επικίνδυνη αποστολή: Η εσχάτη τιμωρία» («Mission Impossible: The final reckoning», ΗΠΑ, 2025), τελευταία (μέχρι σήμερα) περιπέτεια του Τομ Κρουζ στον ρόλο του αμερικανού πράκτορα Ιθαν Χαντ, ανοίγει από σήμερα σε δεκάδες αίθουσες του πανελληνίου, όπου αναμένεται να γίνει η πρώτη εισπρακτική επιτυχία του καλοκαιριού. Φυσικά και θα γίνει. Και εδώ που τα λέμε, δικαίως, γιατί είναι τόσο φαντασμαγορική, γρήγορη και γενναιόδωρη στο ψυχαγωγικό θέαμα που προσφέρει, που απλώς και μόνο για το χάζι την παρακολουθείς. Μόνο και μόνο για να πεις «μα πώς το έκαναν;». Και γίνονται πολλά. Τη μια στιγμή βλέπουμε τον Τομ Κρουζ να βουτά γυμνός στον παγωμένο ωκεανό και την άλλη να παλεύει στον αέρα χοροπηδώντας από το ένα αεροπλάνο στο άλλο αψηφώντας πλήρως τον νόμο της βαρύτητας. Τα όσα κάνει μόνος του ο 60άρης Τομ Κρουζ σε αυτή την ταινία, παίζοντας ο ίδιος σε πολλές ριψοκίνδυνες σκηνές της και χωρίς αντικαταστάτη, δεν είναι απλώς απερίγραπτα αλλά γράφουν Ιστορία.
Από εκεί και πέρα «Η εσχάτη τιμωρία» δεν είναι η πρώτη από τις οκτώ μέχρι σήμερα κινηματογραφικές «Επικίνδυνες αποστολές» στην οποία κυριαρχεί το χάος σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες της ιστορίας της. Εκτός από το ότι δείχνει κυριολεκτικά αδύνατο, είναι και εντελώς μάταιο να προσπαθήσεις να περιγράψεις τι περίπου συμβαίνει στην πρώτη μισή ώρα που σε βάζει στο κλίμα. Ομως και αυτό κάπου το περιμένεις. Μένοντας στα βασικά, θα πούμε ότι υπάρχει ένα κλειδί που μοιάζει με σταυρό, υπάρχει ένα «σύστημα» που ονομάζεται Entity (Οντότητα) και υπάρχει και κάποιος που φιλοδοξεί να το πάρει στην κατοχή του γιατί έτσι θα εξουσιάσει τον πλανήτη (ο Εσάι Μοράλες που ήταν ο βασικός αντίπαλος του Χαντ και στο πρώτο μέρος, «Επικίνδυνη αποστολή: Θανάσιμη εκδίκηση»). ΟΚ. Από εκεί και πέρα δεν μπορείς παρά να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο και εντελώς χαλαρό μέσα στο μυστηριώδες χάος που ναι μεν δείχνει άλυτο, όμως, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, δεν θα είναι, διότι ο Τομ Κρουζ, σαν από μηχανής θεός, είναι εκεί, ένας σημαιοφόρος του Καλού (το Κ κεφαλαίο) για να το λύσει. Ο Χαντ / Κρουζ είναι το ένα και μοναδικό πρόσωπο που όχι μόνο έχει αρκετή ευθύνη για αυτό το χάος που βλέπουμε, αλλά είναι και το μόνο που μπορεί να ξεδιαλύνει τα πράγματα θέτοντας τον εαυτό του στις πιο ριψοκίνδυνες καταστάσεις που μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους, οι οποίες είναι και ο μόνος λόγος για να δεις την ταινία.
Η ζωή του όλη
Ηταν πέρυσι, τέτοια εποχή, που το «Oh Canada!» (ΗΠΑ / Καναδάς / Ισραήλ, 2024), η τελευταία ταινία του βετεράνου σεναριογράφου και συγγραφέα Πολ Σρέιντερ, προβαλλόταν εντός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ των Καννών, από το οποίο όμως πέρασε απαρατήρητο. Στις μέρες μας, η ταινία που στηρίζεται στο μυθιστόρημα του Ράσελ Μπανκς (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις) αποκτά μια περίεργη σχέση με την επικαιρότητα, η οποία ξεκινά από την επιθετική στάση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στον γειτονικό Καναδά, χώρα που έχει βάλει στόχο να αγοράσει μετατρέποντάς τη σε αμερικανική πολιτεία. Στην ιστορία της ταινίας παρακολουθούμε την περίπτωση του Λίο Φάιφε, ενός πολιτικοποιημένου σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ (τον υποδύεται ένας αγνώριστος Ρίτσαρντ Γκιρ), ο οποίος, ενώ ταλαιπωρείται από μια ανίατη ασθένεια και όλα δείχνουν ότι οδηγείται προς τον θάνατο, δέχεται να παραχωρήσει μια συνέντευξη για την τηλεόραση με θέμα τη ζωή του. Η αφήγησή του, ωστόσο, θα δώσει την ευκαιρία στον Σρέιντερ να επιστρέψει σε εποχές που έχουν πια σβήσει και να μετατρέψει τον θεατή σε συνοδοιπόρο ενός πολύ παράξενου «ταξιδιού» αλλαγής ταυτότητας και ζωής. Η μετοίκηση του ήρωα στον Καναδά έγινε την εποχή της νιότης του (σε νεαρή ηλικία τον υποδύεται ο Τζέικομπ Ελόρντι) και ο λόγος ήταν να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία του στις ΗΠΑ. Ηταν όμως πράγματι αυτός ο λόγος; Με την επιλογή του ο Φάιφε ήρθε σε ρήξη με την οικογένειά του, έβαλε τέλος σε όλες τις προοπτικές που υπήρχαν για αυτόν στην Αμερική και χωρίς να ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα αποφάσισε την έναρξη μιας νέας ζωής, το μέλλον της οποίας φαινόταν αβέβαιο. Ο Σρέιντερ θέτει όλα αυτά τα ερωτήματα στο τραπέζι, αλλά περιέργως αφήνει πολλά θέματα ανοιχτά, λες και εκείνο που τον ενδιαφέρει, τελικά, είναι το ίδιο το πρόσωπο του Φάιφε, ενός μοναχικού, μυστηριώδους ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται μόνος απέναντι στο «σύστημα», χαρακτηριστικό των μεγάλων έργων του σκηνοθέτη (θυμίζω ότι ο Σρέιντερ είναι ο σεναριογράφος του «Ταξιτζή» και ο σκηνοθέτης – σεναριογράφος του «Επάγγελμα ζιγκολό», επίσης με τον Γκιρ). Ενα μεγάλο τμήμα της ταινίας είναι αφιερωμένο σε μια ερωτική ιστορία του Φάιφε, αλλά και αυτή ακόμα, δείχνει κάπως ξεκάρφωτη, σαν να μη δένει πλήρως με την ιστορία. Ενώ η ταινία σε ιντριγκάρει με το θέμα της, η κάπως «χύμα» εικόνα της δεν παύει στο τέλος να σε αφήνει με μια αίσθηση ανολοκλήρωτου.
Μοναξιά, σκοτάδι, φως
Mπορεί η ζωγραφιά του προσώπου μιας γυναίκας να αλλάξει για πάντα τη ζωή της; Και τι συνέπειες θα μπορούσε αυτή η ζωγραφιά να έχει σε μια κοινωνία σκοταδισμού και πατριαρχίας, όπου η γυναίκα θεωρείται «πράγμα»; Τα ερωτήματα δείχνουν να κυριαρχούν στην πολύ ενδιαφέρουσα ταινία «Norah» (Σαουδική Αραβία, 2023) του Ταουφίκ Αλζαϊντί, στην οποία φυσικό φόντο είναι η έρημος, ένα σχεδόν μεταποκαλυπτικό τοπίο με δυο τρία σπίτια, ένα μπακάλικο και πάρα πολλή μοναξιά. Αυτή τη μοναξιά θα δούμε να ζει για λίγο ο παρείσακτος στην περιοχή, ένας νεαρός δάσκαλος (Γιαγκούμπ Αλφαρχάν), ο οποίος θα έρθει αντιμέτωπος με την καχυποψία, τη ζήλια και εν τέλει την κακία των ντόπιων. Το σχολείο στο οποίο υποτίθεται ότι ήρθε για να διδάξει είναι μια φυλακή χωρίς παράθυρα και το μπακάλικο θα γίνει το στέκι του. Γιατί εκεί ο δάσκαλος θα μπορέσει να ζωγραφίσει το σκίτσο της νεαρής κοπέλας (Μαρία Μπαχραβί) με τα μεγάλα όνειρα που του το έχει ζητήσει. Ο Αλζαϊντί πλάθει με ζωηρά χρώματα την αντιπαράθεση της κοινωνίας που ζει πρωτόγονα με τον δάσκαλο που εκπροσωπεί την κοινωνία που αλλάζει. «Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι, αυτοί που βλέπουν το σκοτάδι και αυτοί που βλέπουν το φως», ακούμε στην ταινία. Το αν το σκοτάδι θα επικρατήσει του φωτός είναι ένα ακόμα ερώτημα και η απάντηση βρίσκεται καλά κρυμμένη μέχρι το τέλος αυτής της ταινίας που σηματοδοτεί το θαυμάσιο ντεμπούτο του σαουδάραβα σκηνοθέτη στη μεγάλου μήκους παραγωγή. Ανθρώπινη, όχι χωρίς χιούμορ (ο μπακάλης ως εκπρόσωπος του καπιταλισμού σε μια κοινωνία που υποτίθεται δεν το θέλει είναι σκέτη απόλαυση) και βαθιά ουμανιστική δραματική ταινία.
Στο μυαλό του Λεός Καράξ
Είτε είναι επηρεασμένο από το δοκιμιακό σινεμά του Ζαν Λικ Γκοντάρ (οφθαλμοφανές) είτε όχι, το μεσαίου μήκους αυτοβιογραφικό κινηματογραφικό δοκίμιο «Δεν είμαι εγώ» (C’est pas moi, Γαλλία, 2024) που γύρισε ο γάλλος σκηνοθέτης Λεός Καράξ για τον γάλλο σκηνοθέτη Λεός Καράξ, μοιάζει κυρίως με αυτοψυχανάλυση. Οχι ακριβώς αυτοαναφορικό και καθόλου βιογραφικό (με τη στενή έννοια του όρου), αυτό το φιλμ είναι γεμάτο από λέξεις, τσιτάτα και εικόνες, από σκηνές ταινιών του όπως «Οι εραστές της γέφυρας» και «Holy Motors», αλλά όχι μόνο. Πετάγονται διάσπαρτα στην οθόνη και η αφήγηση ζητά από τον θεατή, αν όχι να καταλάβει ποιος είναι ο Λεός Καράξ, να πάρει τουλάχιστον μια ιδέα για το πώς σκέφτεται. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι απολύτως βέβαιος ότι όντως παίρνουμε μια ιδέα από το πώς σκέφτεται, πάντως η ταινία είναι γεμάτη από ενδιαφέρουσες ιδέες, γεμάτες φαντασία και περίεργες μείξεις προσώπων, από τον Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τη Ζιλιέτ Μπινός (κάτι από μόνο του αξιοπερίεργο). Αυτοί που θα ήθελαν να μάθουν τον κόσμο στο μυαλό του Λεός Καράξ (γιατί στην Ελλάδα ο Καράξ έχει το κοινό του) θα χορτάσουν 40 χρόνια παρουσίας στο σινεμά μέσα σε 40 λεπτά φορτισμένης φιλοσοφίας και ποίησης σε πλήρη… σύγχυση.
Προβάλλονται επίσης
Το «Λίλο και Στιτς» (Lilo and Stitch, ΗΠΑ, 2025) του Ντιν Φλέτσερ Καμπ είναι μια live-action κινηματογραφική μεταφορά της κλασικής ταινίας κινουμένων σχεδίων της Disney (παραγωγής του 2002) και αφηγείται την ξεκαρδιστική και συγχρόνως συγκινητική ιστορία ενός μοναχικού κοριτσιού από τη Χαβάη και ενός εξωγήινου πλάσματος που τη βοηθά να ενώσει τη διαλυμένη της οικογένεια. Θυμίζουμε ότι ο Ντιν Φλέτσερ Καμπ είναι ο δημιουργός του «Marcel the Shell with Shoes On» που διεκδίκησε το Οσκαρ, ενώ ανάμεσα στους ηθοποιούς που εμφανίζονται θα βρούμε την Τία Καρέρε και τον Μπίλι Μάγκνουσεν.
Και πάλι σε επανέκδοση βρίσκουμε το «Μίσος» (La haine, Γαλλία, 1995), την ταινία – αποκάλυψη του 1995, το ασπρόμαυρο ντεμπούτο στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους μυθοπλασίας του γάλλου σκηνοθέτη Ματιέ Κασοβίτς (που κέρδισε γι ‘αυτό το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών 1995). Ηταν και παραμένει μια ταινία – σοκ που μέσα από το οργισμένο 24ωρο τριών φίλων (Εβραίος – Βενσάν Κασέλ, Μαύρος – Ουμπέρ Κουντέ, Αλγερινός – Σαΐντ Ταγκχμαουί) και ενός πιστολιού μιλά χωρίς ποτέ να μασά τα λόγια του για το κοινωνικό, το φυλετικό, το εθνικιστικό και το ταξικό μίσος που ρέει επικίνδυνα στις φλέβες της Γαλλίας. Οσοι δεν το έχουν δει, να το κάνουν.