25.2 C
Thessaloniki

Βιρτζίνια Γουλφ: Ο υπόκωφος παλμός της ύπαρξης

Ημερομηνία:

Από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορεί το magnum opus της Βιρτζίνια Γουλφ, Η Κυρία Νταλογουέι,  σε μια συλλεκτική έκδοση για τα 100 χρόνια από την πρώτη του κυκλοφορία. Το συγκεκριμένο έργο συνιστά ορόσημο του μοντερνισμού και μαζί με το Μέχρι τον Φάρο που ακολούθησε το 1927 καθιέρωσε τη Γουλφ ως μία από τις κορυφαίες φωνές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η μετάφραση φέρει την υπογραφή της Κωνσταντίνας Τριανταφυλλοπούλου, ενώ η επετειακή έκδοση περιλαμβάνει πρόλογο της συγγραφέως και ένθετο με το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του 1925, φιλοτεχνημένο από την αδελφή της Γουλφ, Vanessa Bell.

Στην Κυρία Νταλογουέι, η Βιρτζίνια Γουλφ δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία, υφαίνει έναν βαθύ στοχασμό γύρω από τον χρόνο, το γήρας, τη μνήμη και την ανθρώπινη συνείδηση. Πίσω από την επιφανειακά συνηθισμένη προετοιμασία μιας βραδινής δεξίωσης, αναδύεται ένας ολόκληρος εσωτερικός κόσμος, γεμάτος υπαρξιακή αγωνία, μοναξιά και αδιάκοπη αναζήτηση νοήματος.

Το μυθιστόρημα ξεκινά στο Λονδίνο, μια πόλη που πασχίζει να επουλώσει τις βαθιές της πληγές, λίγο μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί συναντάμε τη μεσήλικη Κλαρίσα Νταλογουέι, καθώς περπατά στην αγαπημένη της οδό Μποντ, για να αγοράσει λουλούδια – μια φαινομενικά απλή της συνήθεια – που όμως ανοίγει την πόρτα σε έναν εσωτερικό κόσμο αναμνήσεων και υπαρξιακών ερωτημάτων. Παντρεμένη με έναν πολιτικό του Συντηρητικού Κόμματος, τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι, έναν ευπρεπή άνδρα, στο πρόσωπο του οποίου ενσαρκώνονται οι αξίες της τότε εποχής, η Κλαρίσα, όπως αποκαλύπτεται στον αναγνώστη από τις σκέψεις της, έχει συμβιβαστεί σε μια ζωή που δεν καθορίστηκε από ερωτική παρόρμηση, αλλά από την ανάγκη να ικανοποιήσει τις προσδοκίες της κοινωνίας. «[…]Αυτή ήταν η κυρία Νταλογουέι· ούτε καν η Κλαρίσα πια· αυτή ήταν η κυρία Ρίτσαρντ Νταλογουέι […]».

Η αφηγηματική διαδικασία αποκαλύπτει το ταξίδι των σκέψεων της Κλαρίσα τριάντα χρόνια πριν, στην παιδική της κατοικία στο Μπόρτον, όπου ζούσε τις πιο ανέμελες στιγμές της ζωής της. Εκεί, περνούσε χρόνο με τους φίλους της, τον ερωτευμένο μαζί της Πίτερ Γουόλς και τη Σάλι Σίτον, που με τον αυθορμητισμό της προκαλούσε την Κλαρίσα να σπάσει τα κοινωνικά όρια και να αναζητήσει μια ζωή ελεύθερη από τις περιοριστικές συμβάσεις της εποχής. Αν και ο Πίτερ προσπαθούσε απεγνωσμένα να πείσει την Κλαρίσα να τον παντρευτεί, για τις δύο φίλες, ο γάμος – σύμφωνα με τις συζητήσεις τους – θα ήταν μια «καταστροφή» για τη ζωή τους, ένα δεσμός που θα τις περιόριζε. Η ανάμνηση αυτής της περιόδου, γεμάτη υποσχέσεις νεότητας και ελευθερίας, στοιχειώνει τη σκέψη της Κλαρίσα καθώς η Γουλφ αποτυπώνει με λυρικότητα την ένταση της σχέσης της με τη Σάλι: «[…]Μετά ήρθε η πιο εξαίσια στιγμή της ζωής της ολόκληρης καθώς περνούσαν δίπλα από μια πέτρινη γούρνα με λουλούδια. Η Σάλι σταμάτησε· πήρε ένα λουλούδι· τη φίλησε στο στόμα[…]». Και οι δύο γυναίκες, ωστόσο, θα καταλήξουν παντρεμένες με ευκατάστατους συζύγους, σε πλήρη απόσταση από τα όνειρα και τις επαναστατικές επιθυμίες της νεότητάς τους, με τη Γουλφ να αναδεικνύει με οξύτητα την αποτυχία της χειραφέτησης που τόσο επιθυμούσαν. Αφού εν τέλει τα κοινωνικά στερεότυπα επικρατούν και οι υποσχέσεις της νεότητας υποχωρούν μπροστά στις επιταγές της συμβατικότητας.

Οι αναμνήσεις των χαρακτήρων της Γουλφ πυροδοτούν εσωτερικούς διαλόγους, αναδεικνύοντας την ένταση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Το «ανεκπλήρωτο» επανέρχεται συνεχώς στη σκέψη τους, στοιχειώνοντας τις ζωές τους και εντείνοντας την εσωτερική τους αναζήτηση. Οταν την ημέρα της δεξίωσης ο Πίτερ επισκεφθεί την Κλαρίσα ξαφνικά στο σπίτι της, θα τη ρωτήσει «[…]Πες μου… είσαι χαρούμενη Κλαρίσα;[…]». Ερωτευμένος ακόμα μαζί της θα σκεφτεί «πόσο παράξενο είναι, πως εκείνη είχε ακόμη τη δύναμη, όπως τον πλησίαζε τα κοσμήματά της κουδούνιζαν, τα ρούχα της θρόιζαν, πως είχε ακόμη τη δύναμη, ενώ διέσχιζε το δωμάτιο, να κάνει τη σελήνη – που αυτός σιχαινόταν – ν’ ανεβαίνει στον καλοκαιρινό ουρανό του Μπόρτον πάνω απ’ τη βεράντα».  

Ωστόσο, στην αφήγηση της Γουλφ υπάρχει και ο Σέπτιμους Σμιθ, ένας βετεράνος καταρρακωμένος από τις εμπειρίες του στο πεδίο της μάχης. Ο Σέπτιμους, ο οποίος βρίσκεται σε μια κατάσταση μετατραυματικού στρες και παρεξηγείται πλήρως από την κοινωνία και τους γιατρούς, αντιλαμβάνεται την κενότητα της τότε εποχής. «[…]Είναι πιθανό, σκέφτηκε ο  Σέπτιμους, κοιτάζοντας την Αγγλία απ’ το παράθυρο του τρένου, καθώς άφηναν πίσω τους το Νιουχέιβεν· είναι πιθανό να μην έχει κανένα απολύτως νόημα ο κόσμος[…]». Παρά το γεγονός ότι, σε όλο το μυθιστόρημα, η Γουλφ δεν φέρνει ποτέ σε άμεση επαφή την Κλαρίσα με τον Σέπτιμους, η σχέση τους είναι βαθιά υπαινικτική. Ο καθένας τους ενσαρκώνει διαφορετικές όψεις της ίδιας αγωνίας: εκείνη, την εσωτερική αποξένωση πίσω από την κοινωνική μάσκα· εκείνος, την πλήρη διάρρηξη με τον κόσμο, ως απόρροια ενός ψυχισμού καταρρακωμένου από τον πόλεμο.  Αντικατοπτρίζουν παρόμοιες ευαισθησίες, αλλά ανταποκρίνονται διαφορετικά στον κόσμο γύρω τους – η μία ενσωματώνεται, ο άλλος καταρρέει. Μέσα από την αντίστιξή τους, η Γουλφ στοχάζεται πάνω στην εύθραυστη γραμμή που χωρίζει τη λογική με το άλογο και αποκαλύπτει το κοινό τους τραύμα – τη βαθιά μοναξιά της ανθρώπινης ύπαρξης.

Εξάλλου, από την αρχή του μυθιστορήματος η Γουλφ δείχνει στον αναγνώστη ότι δεν αστειεύεται. «[…]Ο κόσμος έχει σηκώσει το μαστίγιό του· πού θα πέσει άραγε;[…]». Με ελάχιστες λέξεις ξεκαθαρίζει ότι αυτό το ταξίδι στη συνείδηση των χαρακτήρων της θα είναι ουσιαστικό. Στην περίπτωση του Σέπτιμους, ο οποίος έχει επιστρέψει από τον πόλεμο ψυχικά διαλυμένος,  το «μαστίγιο» συμβολίζει τη βία, υποδηλώνει ότι κάτι τρομακτικό, οδυνηρό επίκειται. Στην περίπτωση της Κλαρίσα, το «μαστίγιο» παίρνει μια συμβολική έννοια, της ασφυκτικής ευπρέπειας, της συζυγικής και μητρικής υποχρέωσης, της καταπίεσης της προσωπικής επιθυμίας. Για την Κλαρίσα, ο κόσμος σηκώνει το μαστίγιο του κάθε φορά που πρέπει να φανεί ευχάριστη – κάθε φορά που πρέπει να πνίξει μια ανάμνηση, ένα πάθος που δεν χωρά στην εικόνα της «Κυρίας Νταλογουέι».

Η Βιρτζίνια Γουλφ, παλεύοντας με τη μανιοκατάθλιψη σε όλη της τη ζωή, έβαλε τέλος στην ύπαρξή της στα 59 της, όταν ένιωσε να παρασύρεται ξανά στο σκοτάδι της ασθένειας και δεν άντεξε την προοπτική μιας ακόμα κατάρρευσης. Η γραφή της αποκαλύπτει το άρρητο, εκείνον τον υπόκωφο παλμό της ύπαρξης που διαπερνά σιωπηλά τη ζωή όλων, αλλά που ελάχιστοι κατορθώνουν να εκφράσουν.  Η Κυρία Νταλογουέι είναι ένα μεγάλο έργο. Μια εκθαμβωτική στιγμή για την αγγλόφωνη λογοτεχνία.

H Ντίνα Σαρακηνού είναι συγγραφέας, διευθύντρια του λογοτεχνικού online περιοδικού Literature.gr.

Πηγή: taNea.gr

κοινοποιήστε την ανάρτηση

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Ο αποκλεισμός της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα είναι σκάνδαλο, δηλώνει ο πρόεδρος Μακρόν

Ο αποκλεισμός της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα είναι “σκάνδαλο“,...

Άρης Μουγκοπέτρος: «Μακάρι κάποτε να είμαστε ξανά έτσι» – Η συγκινητική ανάρτηση με το κλαρίνο

Με μία συγκινητική ανάρτηση στο Instagram, ο Άρης Μουγκοπέτρος...

Κώστας Σλούκας και Μαρία Δαρσινού γιόρτασαν τα πρώτα γενέθλια του γιου τους με ένα πάρτι

Τα πρώτα γενέθλια του γιου τους γιόρτασαν σήμερα (09.06.2025)...

Ιράν: Αν το Ισραήλ χτυπήσει πυρηνικές μας εγκαταστάσεις, θα χτυπήσουμε τις δικές τους

«Οποιαδήποτε επίθεση του ισραηλινού καθεστώτος κατά των ιρανικών πυρηνικών...