Σηκώθηκε ενώ ο άντρας της ανέλυε τα της εκλογής του Πάπα.
«Πάω για τσιγάρο…».
Διέσχισε με σίγουρο βήμα το εστιατόριο, έκανε μία στάση στον πάγκο του μπαρ να πάρει ένα ακόμα ουίσκι – η παρέα έπινε κρασί – και βγήκε στην ανοιξιάτικη νύχτα. Την παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου. Αφησα λίγη ώρα να περάσει – να μην καρφωθούμε – και βρέθηκα κοντά της.
«Ποιο είναι;».
«Ποιο είναι ποιο;».
«Πόσα έχεις πιει; Μονάχα στο τραπέζι τρία…».
«Μετράς τις γουλιές μου;» χαμογέλασε. «Κι ετούτο εδώ – φτου του μην το βασκάνω – τέσσερα». Εβγαλε το παγάκι και το πέταξε στο πεζοδρόμιο. «Δεν το γουστάρω νερουλό». Είχε ένα βλέμμα ζαβολιάρικο. «Ψέματα σου λέω… Ξεκίνησα από το σπίτι, το απόγευμα. Δοκίμασα ένα γιαπωνέζικο πρώτης»!
«Απλώς δοκίμασες;».
«Και ξαναδοκίμασα. Δυο ποτηράκια».
«Συν τέσσερα, έξι…».
«Από μικρός αρίστευες στην αριθμητική;».
Η αλήθεια είναι ότι δεν έμοιαζε διόλου μεθυσμένη. Είχε απλώς την ευθυμία κάποιας που χαλαρώνει Παρασκευή βράδυ ύστερα από ένα πενθήμερο σκληρής δουλειάς. Μιας γυναίκας που στα σαράντα πέντε της τα έχει καταφέρει φίνα. Στέλεχος σε μεγάλη διαφημιστική με προοπτικές περαιτέρω ανόδου – γιατί να μην κρατάει σε δέκα χρόνια το πηδάλιο; Παντρεμένης με σοβαρό και δημοφιλή πολιτικό, όλοι απόρησαν που δεν ανέλαβε υπουργείο στον ανασχηματισμό. Μητέρας δίδυμων, τα έχει κάνει κόσμημα και κρέμονται – χρυσά – στον λαιμό της. Κορίτσι επιπλέον ζουμερό, τσαχπίνικο, για φίλημα. Από εκείνα που τα ερωτεύεσαι και γίνεται η ζωή σου μύλος. Το ότι είχα παρατηρήσει, καιρό τώρα, την ιδιαίτερη σχέση της με το αλκοόλ ίσως να αποτελούσε μια δική μου άμυνα. Εναν τρόπο για να μην υποκύψω στη γοητεία της.
«Πίνεις καθημερινά;».
«Ουουου!» έκανε με φωνή Τζένης Καρέζη. «Κάθε πρωί, αφού κατεβάσω τα παιδιά στη στάση, καλημερίζω τη βοτκίτσα. Τι την έχουμε στο σαλόνι; Τα άσπρα ποτά είναι τα πιο βολικά. Δεν τα μυρίζει ο άλλος στο χνώτο σου».
«Στο γραφείο, ελπίζω, δεν έχετε κάβα…».
«Για αυτό και παίρνω μαζί, στη ζούλα, το φλασκί μου. Πώς θα άντεχα την ένταση, την περιρρέουσα κυρίως ανοησία, αν δεν εμπλούτιζα κάπου – κάπου τον καφέ μου;».
«Αλκοολισμός λέγεται!» πήρα ύφος αυστηρό. «Για αρρώστια πρόκειται»!
«Σιγά! Δεν είμαι απόλυτα λειτουργική; Με έχεις δει ποτέ να τραυλίζω, να τα χάνω; Στο νησί του πατέρα μου, ο κόσμος ξεκινούσε τις ρακές στα καφενεία προτού μεσημεριάσει. Αν πεις για τους ψαράδες, πολύ νωρίτερα. Μόλις ξεμπλέκανε τα δίχτυα…».
«Ο άντρας σου το ξέρει;».
«Ελάχιστο εάν ενδιαφέρεται, θα το έχει ασφαλώς πάρει χαμπάρι. Δεν μου έχει πει πάντως κουβέντα. Καθόλου δεν θα του άρεσε – το μόνο σίγουρο – να βγω στην τηλεόραση ή στα σόσιαλ και να μιλήσω για το δήθεν πρόβλημά μου. Ούτε καν να πάω στους ανώνυμους αλκοολικούς και να φωνάζουμε στις συνεδρίες σαν τα προσκοπάκια «άλλη μια μέρα καθαροί!»…».
«Δήθεν πρόβλημα;».
«Παλεύεται η ζωή χωρίς στήριγμα; Πες το και δεκανίκι. Υγρό δεκανίκι. Οι έξυπνοι άνθρωποι, ιδίως αν έχουν το κουράγιο να κοιτάνε την πραγματικότητα κατάματα, χρειάζονται απαραιτήτως κάτι να τους παρηγορεί. Ειδάλλως θα φρικάρουν, θα παραφρονήσουν. Ο άντρας μου έχει για ντρόγκα την καριέρα του. Από πιτσιρικά, από φοιτητή-συνδικαλιστή, τον φτιάχνουν τα παιχνίδια μικροεξουσίας, οι πατητές που κάνει στους αντίπαλους, κυρίως όμως στους δικούς του. Ετσι έχει ξεραθεί η καρδιά του. Εχει στενέψει το μυαλό του… Τρελαίνεται να έχει ακροατήριο. Αγόρευε μέσα για το Κονκλάβιο με ύφος χιλίων κυριολεκτικά καρδιναλίων. Κι εσείς τον ακούγατε! Εγώ να έβαζα τις φωνές;».
«Να τις έβαζες»!
«Τι νόημα θα είχε; Προτίμησα να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου».
«Γιατί δεν τον χωρίζεις;».
«Να βρω άλλον; Να ξαναπαίξω δεύτερη φορά το ίδιο εργάκι; Ενθουσιασμός, συνήθεια, στοργή, πλήξη, ασφυξία; Βαριέμαι…».
«Μπορεί ο άλλος να είναι καλύτερος…».
«Με φλερτάρεις, Τάκη;» με κοίταξε με τα γλαρά πράσινα μάτια της.
«Οχι».
«Σε φλερτάρω εγώ!» χασκογέλασε. «Μα για να μπούμε στα βαθιά, φέρε μου ένα ακόμα ουισκάκι».