Οι τίτλοι βγαίνουν από το «άδειασμα», και είναι λογικό. Η Μαρία Καρυστιανού προαναγγέλλει, όπως έχει δικαίωμα, την ίδρυση κόμματος, ή τέλος πάντων κινήματος, καθώς δεν έχει εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη και πιστεύει ότι πρέπει να υπάρξει μια οργανωμένη πίεση προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες για τα Τέμπη, και ο Σύλλογος Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών εκδίδει μια ανακοίνωση όπου ξεκαθαρίζει ότι οι ενέργειες αυτές δεν αποτελούν προϊόν συλλογικής συζήτησης και δεν τον εκφράζουν. Η Καρυστιανού μπορεί να αναλάβει όποια πρωτοβουλία θέλει με την ιδιότητα του ενεργού πολίτη, δεν μπορεί να το κάνει όμως στο όνομα ανθρώπων με τους οποίους δεν έχει συνεννοηθεί.
Η εξέλιξη αυτή ικανοποιεί πρωτίστως την αντιπολίτευση: είναι άλλο να λάβει μέρος στις εκλογές ένα πολύχρωμο κίνημα που θα «εκπροσωπεί» τις μαζικές διαδηλώσεις για τα Τέμπη και θα αντλεί αντισυστημικές ψήφους από παντού και άλλο να κατεβεί ένα προσωποπαγές κόμμα του οποίου το πρόγραμμα θα εξαντλείται περίπου σε μια γενικευμένη αντίθεση στη διαφθορά. Δευτερευόντως, όμως, είναι και η κυβέρνηση ευχαριστημένη με τη διάσπαση ενός απρόβλεπτου αντιπάλου, αφού ο αντισυστημισμός είναι ένας αστάθμητος παράγων και το συναισθηματικό στοιχείο αντιμετωπίζεται εν γένει πιο δύσκολα από το πολιτικό.
Υπάρχει όμως ένα άλλο σημείο της ανακοίνωσης του συλλόγου, που δεν περιλαμβάνεται στη σύνοψη την οποία διαβάζει ο βιαστικός αναγνώστης μολονότι είναι πιο σημαντικό από το άδειασμα της προέδρου. Και είναι ένα σημείο που διαταράσσει τη μακαριότητα της κυβέρνησης και απαγορεύει στην κοινωνία να εφησυχάσει. Οι συγγενείς αναφέρουν ότι δίνουν τη μάχη «σε πείσμα της προσπάθειας συγκάλυψης, των τεράστιων κενών και ελλείψεων της ανάκρισης, αλλά και της συστηματικής κυβερνητικής προπαγάνδας που επιμένει να κάνει το μαύρο άσπρο και να αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από την ουσία της υπόθεσης». Αφού κατονομάσουν τον υπουργό Δικαιοσύνης, που «δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα επεμβαίνοντας στο έργο της Δικαιοσύνης και μιλώντας χωρίς στοιχεία», οι συγγενείς καταλήγουν με τη θλιβερή διαπίστωση ότι έχουν απέναντί τους «όλο τον κυβερνητικό μηχανισμό».
Το βασικό ζήτημα λοιπόν δεν είναι πόσο γραφική είναι η Καρυστιανού ή ποιες είναι οι σχέσεις της με γερόντισσες και αστρολόγους, αλλά ότι οι γονείς των θυμάτων ενός τρομακτικού δυστυχήματος, ή τέλος πάντων πολλοί από τους γονείς αυτούς, νιώθουν πως η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει τις ευθύνες και πως δεν θα μάθουν ποτέ την αλήθεια για το τι συνέβη στα παιδιά τους. Οπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, την πεποίθηση αυτή μοιράζεται κι ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών.
Με αυτή την έννοια, ο μεγαλύτερος αντίπαλος για την κυβέρνηση δεν είναι η Καρυστιανού, ο Τσίπρας ή ο Βενιζέλος, αλλά ένα διευρυνόμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης που την έχει σκεπάσει. Και δεν λέει να διαλυθεί ούτε με το μαστίγιο (τις προσωπικές επιθέσεις) ούτε με το καρότο (τις επιδοτήσεις).

