O ιστότοπος International Living δημοσιεύει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τον κατάλογο με τις δέκα καλύτερες χώρες για να χαρεί κανείς τη σύνταξή του. Η Ελλάδα πέρυσι ήταν έβδομη. Φέτος είναι πρώτη. Ουδεμία έκπληξη, γράφει η αμερικανίδα συνταξιούχος γυναικολόγος Λίνα Χόρνερ, που αγόρασε το 2022 ένα σπίτι στην Κέρκυρα έναντι 250.000 ευρώ και ζει εκεί με τον σύζυγό της και τέσσερις γάτες. «Η Ελλάδα αλλάζει σιωπηρά τον τρόπο με τον οποίο ζεις», σημειώνει. Είναι το κλίμα. Είναι ότι ο κόσμος εδώ παίρνει τη ζωή «siga siga». Είναι η ζωντάνια της κοινότητας. Είναι η επαφή με τη φύση. Είναι και το χαμηλό κόστος ζωής: δύο συνταξιούχοι ζουν με 2.900 – 3.000 ευρώ τον μήνα. Πώς ήταν η ζωή στο Μπόλντερ του Κολοράντο; Καμία σχέση!
Στην κατάταξη ακολουθούν ο Παναμάς, η Κόστα Ρίκα, η Πορτογαλία, το Μεξικό, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ταϊλάνδη και η Μαλαισία. Tα κριτήρια της αξιολόγησης είναι πάντα τα ίδια, κατά βάση οικονομικά, πόσο κάνει να αγοράσεις ένα σπίτι, πόσο κοστίζει η ιδιωτική ασφάλιση, τι θα δώσεις για φαγητό, για κρασί, για ινσουλίνη, αχ, αυτή η ινσουλίνη! Και η Κοντσίτα Ντε Γκρεγκόριο, μια δημοσιογράφος της Repubblica που δεν βρίσκεται στην πρώτη νιότη (είναι γεννημένη το 1963), θυμήθηκε τα παλιά τα χρόνια, τότε που το ρεπορτάζ το έκανες επιτοπίως και όχι με στατιστικά στοιχεία από το γραφείο σου, και την είχε στείλει ένα πρεστιζάτο περιοδικό στον Ισημερινό για να περιγράψει την καθημερινότητα των ηλικιωμένων Αμερικανών οι οποίοι είχαν εποικίσει το Κοτακάτσι.
Και είδε εκεί η Κοντσίτα μια ολόκληρη πόλη κλεισμένη με συρματοπλέγματα, που τη φύλαγαν ένοπλοι σεκιουριτάδες για να μη γίνονται διαρρήξεις και που οι κάτοικοί της επιδείκνυαν με χαρά τα τεράστια ψυγεία τους γεμάτα με τρόφιμα και ποτά εισαγωγής και διηγούνταν υπερήφανοι ότι κάθε μέρα τούς έφερναν φρέσκα λουλούδια. Και αναρωτήθηκε πώς μπορούσαν να είναι χαρούμενοι αυτοί οι άνθρωποι, όταν δεν περιβάλλονταν από ανθρώπους που αγαπούσαν και δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους ντόπιους, κλεισμένοι όπως ήταν σε ένα φρούριο.
Φυσικά η Λίνα Χόρνερ δεν ζει πίσω από συρματοπλέγματα, και πάει βόλτα κάθε μέρα στο νησί, και βλέπει κόσμο, και πηγαίνει σε συναυλίες, και δυο φορές την εβδομάδα τρώει έξω, και δυο φορές τον χρόνο αποσύρεται σε κοινοτικά ησυχαστήρια. Κάτι αντίστοιχο προφανώς γίνεται και με όσους ξενιτεύονται για τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στην Ιταλία ή την Ισπανία. Παρ’ όλα αυτά, το ερώτημα παραμένει: τι είναι αυτό που μας κάνει ευτυχισμένους;
Δεν υπάρχει ασφαλώς μια οικουμενική συνταγή, ο καθένας χρειάζεται διαφορετικά πράγματα. Αλλος έχει ανάγκη από τα παιδιά του, τα εγγόνια του και τους φίλους του, άλλος θέλει εξασφαλισμένες ανέσεις. Το πρόβλημα εν τέλει δεν είναι η μοναχικότητα, είναι η μοναξιά.

