Η «μεταπολιτική» ενώνει. Το ίδιο κι η «διάθεση αναστοχασμού». Βέβαια, δεν πίστεψαν όλοι πως ο πιο γερός συνδετικός κρίκος μεταξύ του Βαγγέλη Βενιζέλου και του Καραμανλή του νεότερου είναι η απαλλαγή τους από «τους καταναγκασμούς του ενδιάθετου – σε κάθε διεκδίκηση ψήφου – λαϊκισμού». Η κοινή τους εμφάνιση τη Δευτέρα δεν ενόχλησε γκρούπις του δεύτερου. Αλλά όποια κέρδη κι αν έγραψε σ’ αυτό το ακροατήριο ο πρώτος, δεν ισοφαρίζουν τη ζημιά που παρατηρήθηκε σ’ εκείνο των θαυμαστών του. Ούτε όσοι διαπιστώνουν πόσο λείπει από το κοινοβούλιο κάθε φορά που το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης γίνεται επίπεδο (σε τακτά χρονικά διαστήματα, δηλαδή) κατάφεραν να χωνέψουν τους συμβολισμούς της συνάντησής του με κάποιον που το μακρινό 2008 χαρακτήριζε «μικρότερο των αναγκών της χώρας».
Μόνο αληθινά πιστοί στον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ δεν αμφισβήτησαν πως ένα από τα κίνητρα της συμμετοχής του στο πάνελ, το οποίο προσείλκυσε το ανφάν γκατέ της απέναντι στον πολιτικό του ορθολογισμό πλευράς, ήταν η επίγνωση μιας επιτακτικής ανάγκης: της ανάγκης «για υπερβάσεις, ρήξεις αλλά και συναινέσεις» που θα αντιμετωπίσουν «παθογένειες και αδυναμίες οι οποίες καθηλώνουν τη χώρα». Αλλωστε, η οξυδέρκειά του τους γοητεύει ανεξάρτητα από το θέμα που εκείνος αναλύει.
Ακόμη και σήμερα η Χαριλάου Τρικούπη ζητεί ανεπισήμως τη συμβουλή του σε κρίσιμες αντιπολιτευτικά στιγμές. Οχι μόνο γιατί γνωρίζει τη γλώσσα του συνταγματικού σαλονιού αλλά κι επειδή ξέρει να δομεί τα επιχειρήματα που κερδίζουν στο πολιτικό λιμάνι.
Οι παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα υπενθυμίζουν γιατί έχει αναγνωριστεί από εχθρούς και φίλους ως ο καλύτερος κοινοβουλευτικός της γενιάς του. Ιστοριοδίφες του βουλευτηρίου δεν έχουν ξεχάσει τη μέρα που ανακοίνωσε από βήματος ότι δεν θα είναι στην επόμενη Βουλή. Τότε, τον αποχαιρέτησαν με χειροκροτήματα φανατικά αντίπαλοί του συριζαίοι βουλευτές.
Η επιδραστικότητά του στον κεντρώο χώρο δεν έχει περάσει απαρατήρητη απ’ όποιους διεκδικούν ψήφους εκεί. Εξού και στο Μαξίμου φέρεται ότι δυσφόρησαν πιο πολύ με τη δική του ομιλία για την κρίση της Δημοκρατίας παρά με τις καραμανλικές μπηχτές. Λογικό. Οι διατυπώσεις της αποδοκιμασίας του δεν ήταν στρογγυλεμένες.
Και από την ανάποδη
Καδράρισε την κυβέρνηση σαν «μονοπρόσωπη εξουσία χωρίς θεσμούς αντιρρόπησης και ουσιαστικές, σύγχρονες εγγυήσεις διαφάνειας». Η συγκεκριμένη αντιπολιτευτική έξαρση άρεσε στο κοινό από κάτω – μάλλον επειδή τα μέλη του δεν θυμήθηκαν πως το 2009 δήλωνε «το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης, όπως δείχνει το αρνητικό παράδειγμα της τελευταίας πενταετίας και του κ. Καραμανλή, έχει φτάσει τα όριά του».
Ενας υπερασπιστής του θα έλεγε πως η παραπάνω ανακύκλωση επιχειρημάτων αποδεικνύει τη συνέπειά του. Πως η αγωνία του για τους θεσμούς δεν είναι συγκυριακή. Σύμφωνοι. Ωστόσο, το 2006 αποφαινόταν ότι αυτός με τον οποίο χτυπάει σήμερα θεσμικό συναγερμό «επιδιώκει τη συντηρητική πολιτικοποίηση της Δικαιοσύνης και τη συντηρητική δικαστικοποίηση της πολιτικής ζωής».
Στους πασοκικούς κόλπους η παρουσία του στο Καπνεργοστάσιο δεν σχολιάστηκε ευμενώς. Η μόνιμη επωδός στις σχετικές ιδιωτικές κουβέντες ήταν «δεν ντράπηκε την ιστορία του;» – ειδικά της εποχής που επισήμαινε πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στηρίζεται και από μια «τρίτη δύναμη, η οποία προέρχεται από τον συντηρητικό χώρο».
Σύμφωνα με την πραγματιστική ανάγνωση της επιλογής του να διακηρύξει την ανησυχία του για το Κράτος Δικαίου μαζί με τον πρωθυπουργό που προκάλεσε τη χρεοκοπία (και με μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες φόρτωσε το στίγμα της στο ΠΑΣΟΚ), παρακινήθηκε από τους υπολογισμούς ενός φύσει πολιτικού όντος, που αντιλαμβάνεται την αξία κάθε δυνητικού ερείσματος.
Γιατί εκφράζεται μια τέτοια εκτίμηση; Επειδή ποτέ δεν είναι αργά να γίνεις αυτό που θα μπορούσες να έχεις γίνει. Εξάλλου, όταν το 2017 τον ρωτούσαν αν θα συμπορευθεί με τη μητσοτακική ΝΔ, απαντούσε πως δεν είναι Γεώργιος Μαύρος. «Θα υπηρετήσω την πορεία της χώρας», σημείωνε, «αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες που έχω ανάλογα με το πώς εξελίσσεται η κατάσταση». Ενα παρόμοιο επιχείρημα θα νομιμοποιείτο να παραθέσει εφόσον στις επόμενες εκλογές δοθεί λαϊκή εντολή για συνεργασίες – κι άρα, ίσως χρειαστεί να αναζητηθεί «πρόσωπο κοινής αποδοχής».
Παλαιότερα, την περίοδο που βρισκόταν στο κρισιμότερο πόστο της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ένας συνεργάτης του τού είπε «Βαγγέλη, σ’ έχει φιλήσει η Ιστορία στο στόμα». Οντως, έχει ήδη να καταγράψει και θετικό και αρνητικό βενιζελικό αποτύπωμα στο κεφάλαιο της Μεταπολίτευσης.

