Πώς μια καλλιτέχνις όπως εσείς, με τόσο πολυσχιδή πορεία και μεγάλο ρεπερτόριο, επιλέγει το υλικό για μια παράσταση; Ή προτιμάτε κάθε φορά διαφορετικά τραγούδια που αγαπάτε, αφού συχνά κολλάμε με άλλα τραγούδια ανά εποχή και αφήνουμε αυτά να διαμορφώνουν το αφήγημα;
Μπορούν να συμβούν και τα δύο σε διαφορετικά σημεία της παράστασης. Για παράδειγμα, στην παράσταση που ετοιμάσαμε για το «Κύτταρο» τσεκάραμε τι κρατάμε από την παλιά, τι θέλουμε οπωσδήποτε να ξαναπαίξουμε. Επειτα μπήκαν και όσα έπρεπε να προστεθούν, χωρίς να είναι απαραίτητα λόγω του θέματος ή επειδή ταιριάζουν με κάτι άλλο. Οταν έχεις δουλέψει τόσο πολλά χρόνια με τους ίδιους ανθρώπους, και με κάποιους είμαστε μαζί από την αρχή από το 1995, τότε τα πράγματα βγαίνουν πολύ εύκολα. Τα προγράμματα που φτιάχνω είναι πάντα συνειρμικά. Φτιάχνω ιστορίες ακόμα και όταν δύο τραγούδια δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, μπορώ να βάλω ένα κομμάτι του Λάγιου δίπλα σε ένα κομμάτι που έχει πει ο Σακελλαρίου. Αν θέλω να πάνε μαζί, θα βρω τρόπο να τα ενώσω.
Δεν σας οδηγεί η ανταπόκριση του κόσμου;
Δεν φτιάχνω ποτέ προγράμματα για να αρέσουν περισσότερο στον κόσμο. Θέλω να με ευχαριστούν εμένα και να νιώθω ότι πρέπει να τα ακούσει ο κόσμος. Γι’ αυτό κάθε πρόγραμμα που δημιουργούμε έχει καινούργια τραγούδια. Δεν κάνω ποτέ το ρεπερτόριό μου, μόνο τη δισκογραφία μου γνωρίζω καλά. Τώρα, για παράδειγμα, δεν μπορώ να μη βάλω το τραγούδι «Το νερό στη βάρκα», που το αγαπάει τόσο πολύ ο κόσμος και μου το ζητά συνέχεια. Είναι ένα υπέροχο τραγούδι και επειδή αρέσει πολύ στον κόσμο, πάντα το λέμε και πάντα σχολιάζουμε. Τελευταία ανακάλυψα ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, «Σου είπαν ψέματα πολλά», που μιλάει για πόσο μουδιασμένα όντα είμαστε, την ανάγκη να σταματήσουμε να ζούμε στην αδράνεια, μουδιασμένα. Αυτό θα είναι και η έναρξη της παράστασης.
Υπήρξε περίοδος στη ζωή σας που αισθανθήκατε αυτό το μούδιασμα που φυσικά μού αφηγείστε τώρα;
Αρκετές φορές στη ζωή μου, όχι μία και δύο, έχω πει στον εαυτό μου να ξυπνήσει. Θυμάμαι στιγμές που έλεγα μέσα μου, έλα τελείωνε, σήκω, κάνε κάτι, κοιμάσαι. Μου έχει τύχει σε δουλειές να βλέπω μια αδικία να συμβαίνει δίπλα μου και να μην επεμβαίνω. Να βλέπω έναν κακότροπο άνθρωπο και να τον δικαιολογώ, λέγοντας μέσα μου ότι μπορεί να ξύπνησε άσχημα ή ότι έχει αγωνία ή ότι αγαπά πολύ την τέχνη και δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Εχω αφήσει συμπεριφορές ανθρώπων να καθρεφτίζονται σε άλλους και να τους κάνουν να υποφέρουν, και ούτε εκείνοι μιλούσαν ούτε μιλούσα εγώ. Τώρα πια μιλάω.
Τι σας έχει κάνει να θέλετε να παρέμβετε για να αποκατασταθεί κάτι;
Υπάρχει πάντα μέσα μου η φράση «δεν φοβάμαι τίποτα παρά μόνο τους ασυγκίνητους ανθρώπους». Από μικρή ένιωθα την αδικία και τη σιωπή γύρω μου. Εχω υποστεί σοβαρή κακοποίηση από τη μητριά μου στην παιδική ηλικία και είδα τη σιωπή των γειτόνων να επικυρώνει την αδικία. Ημουν έξι ετών και η αδελφή μου τριών. Η σιωπή και η ομερτά υπήρχαν για να μη χαλάσουν οι σχέσεις της κοινότητας και για να μην κινδυνεύσω εγώ. Το βλέπεις παντού γύρω σου. Ενας ολόκληρος λαός στην Παλαιστίνη αφανίζεται και οι άνθρωποι μένουν σιωπηλοί. Μεγαλώνοντας αναρωτιόμουν γιατί δεν μιλούσαν. Τώρα καταλαβαίνω. Επικρατούσε με το «μη μιλάς, άσ’ το, είναι το σπίτι τους, μην ανακατεύεσαι». Αλλά εγώ δεν το δέχομαι πια. Δεν μπορώ να μένω σιωπηλή μπροστά στην αδικία. Η στιγμή που με ξύπνησε πραγματικά ήρθε με τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Βρεθήκαμε όλοι αντιμέτωποι με μια εν ψυχρώ δολοφονία μπροστά στα μάτια μας, χωρίς κανείς να παρεμβαίνει και χωρίς κανείς να βοηθά το αβοήθητο πλάσμα. Σε όλους αυτούς τους αβοήθητους ανθρώπους βλέπω εμένα και την αδελφή μου.
Πώς μοιάζει ο κόσμος μέσα από την τρυφερή ματιά ενός παιδιού που κακοποιείται;
Τα παιδιά φτιάχνουν κόσμους για να μπορέσουν να αντέξουν την κακοποίηση. Θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνω μια γυάλα, να ζω εκεί. Εβαζα μέσα στοιχεία από τα παραμύθια, είχα μαγικές ικανότητες, γινόμουν κάτι άλλο. Αυτό το παράλληλο σύμπαν που έφτιαχνα έγινε τρόπος να μείνω όρθια. Ζούσα το μαρτύριό μου ως ένα ξεχωριστό πλάσμα που οι άλλοι θέλουν να τους τραγουδήσει. Ελεγα εγώ τ’ αντέχω! Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάστηκε να πάρω βοήθεια. Με βοήθησε ο ψυχαναλυτής μου αλλά πάνω απ’ όλα το θέατρο και το τραγούδι. Ημασταν τέσσερις αδελφές και μετά τρεις, γιατί χάσαμε μία αδελφή. Ηταν δεκαέξι χρονών και εγώ ήμουν δεκατεσσάρων προς δεκαπέντε. Αυτή η απώλεια μας έδεσε ακόμη περισσότερο. Οι τρεις αδελφές που μείναμε δημιουργήσαμε ένα πολύ γερό σύστημα που δεν μπορούσε να το κλονίσει τίποτα. Και έτσι είμαστε ακόμα. Δεν ήμουν ένα μοναχοπαίδι που διαλύθηκε και έπρεπε μετά να βρει τρόπο να σταθεί ξανά. Είμαι πολύ τυχερή και το ξέρω.
Εχετε τη διέξοδο της τέχνης. Βάλατε τη φρικτή ιστορία στο τραγούδι «Τενεκές».
Πολλά κορίτσια μού έγραψαν «ευχαριστούμε που μιλάτε, ευχαριστούμε για αυτό το τραγούδι που μας δίνει λόγια για όσα δεν μπορούμε να πούμε». Βλέπω λοιπόν ότι για τα κακοποιημένα παιδιά η θεραπεία δεν είναι πάντα η ομολογία, δεν είναι να βγουν να πουν την ιστορία τους. Είναι το πώς, μέσα από την τέχνη, βρίσκουν έναν χώρο να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους. Λένε αυτό το τραγούδι μιλάει για μένα.
Νιώσατε ποτέ το ίδιο με κάποιο τραγούδι;
Το «Ασ’ το το χεράκι σου». Ημουν μικρό παιδάκι, βλέπω ασπρόμαυρη τηλεόραση και να ακούω αυτό το τραγούδι. Το θυμάμαι τόσο καθαρά. Το άκουγα και έλεγα μέσα μου ότι μιλάει για μένα, γιατί ένιωθα πως ζω μέσα σε μια ταινία. Ακουσα εκείνο το τραγούδι και σκέφτηκα ότι μιλάει για μένα, ότι μιλάει για το δικό μου χεράκι με αγάπη.
Το καλοκαίρι ακυρώσατε την περιοδεία σας για λόγους ασθενείας…
Ναι, έπρεπε, διαγνώστηκα με καρκίνο στον τράχηλο και έπρεπε να χειρουργηθώ.
Σκεφτήκατε εκείνη τη στιγμή «μα δεν θα ησυχάσω ποτέ;»
Οχι βέβαια. Στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα που πήγαινα για τις χημειοθεραπείες τα κορίτσια ήταν κορίτσια πρόσφυγες, που δεν είχαν κανέναν. Κι εγώ τους είχα όλους γύρω μου. Οταν οι άλλες συναγωνίστριες στους θαλάμους έλεγαν «γιατί να μου συμβεί αυτό τώρα», τους απαντούσα «παιδιά, κληρωθήκαμε, τώρα πρέπει να προχωρήσουμε όλοι μαζί».
info: Μάρθα Φριντζήλα «Kubara Project – Reloaded» & Kalogeraki Bros τις Δευτέρες του Δεκέμβρη στο «Κύτταρο». Ηπείρου 48 & Αχαρνών

