Η πρώτη εντύπωση ενός καταναλωτή στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κι αυτό διότι είτε πρόκειται για «λευκά είδη» και ηλεκτρονικά προϊόντα είτε για μηχανολογικό εξοπλισμό ή ρουχισμό είτε για αυτοκίνητα και λοιπά οχήματα, η ταμπέλα «Made in Germany» εξακολουθεί να είναι εκείνη που θα τον πείσει να κάνει την τελική του επιλογή. Κι αυτό παρά το αναμφίβολα υψηλότερο κόστος και παρά τον έντονο ανταγωνισμό, ειδικά από την Κίνα.
Η παραπάνω εικόνα μοιάζει δε να ενισχύεται και από τις έρευνες που αποτυπώνουν το διαρκώς υψηλό κύρος που απολαμβάνουν τα γερμανικά προϊόντα στις περισσότερες αγορές του εξωτερικού. Αυτές που έχουν κατακτήσει μεταπολεμικά, βασιζόμενα πρωτίστως στα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, εδραιώνοντας το εξαγωγικό μοντέλο στην οικονομία της Γερμανίας.
Μήπως, όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική; Ενδεχομένως ναι, ειδικά αν κρίνουμε από τις μελέτες και τις εκτιμήσεις των ειδικών. Ανάμεσά τους και της Commerzbank, ενός από τα τραπεζικά μεγαθήρια της Γερμανίας, όπως φανερώνει πρόσφατη εσωτερική της μελέτη, υπό τον τίτλο «Η υποχώρηση του Made in Germany»: «Οι εξαγωγές γερμανικών αγαθών ακολουθούν μια σταθερά καθοδική πορεία. Οι εποχές της ευημερίας για τις εξαγωγές Made in Germany ανήκουν προ πολλού στο παρελθόν. Κάτι που οφείλεται πιθανότατα στην Κίνα και τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας. Η δασμολογική πολιτική του Τραμπ και οι χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρώπη πυκνώνουν τα σύννεφα στον ορίζοντα. Η τάση προς τις υψηλότερες επενδύσεις στο εξωτερικό και την αποβιομηχάνιση στο εσωτερικό φαίνεται πως θα συνεχιστεί».
Καμπανάκια κινδύνου
«Το επιτυχημένο οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας θα μπορούσε να φτάνει στο τέλος του», σημείωνε ανάλυση του «Der Spiegel» πριν από έναν περίπου χρόνο. Διαπιστώνοντας παράλληλα – πριν καν ο Ντόναλντ Τραμπ εγκατασταθεί για δεύτερη φορά στον Λευκό Οίκο και εξαπολύσει τις βόμβες των δασμών, υψώνοντας αδιαπέραστα τείχη προστατευτισμού – ότι «Κίνα και ΗΠΑ απομονώνουν τις οικονομίες τους και στηρίζουν τη βιομηχανία τους με δισεκατομμύρια, υπό τη μορφή επιδοτήσεων». Για να καταλήξει στο εξής αδυσώπητο ερώτημα: «Θα συντριβεί, άραγε, η γερμανική οικονομία ανάμεσα στα δύο αυτά μπλοκ;».
Το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε το γερμανικό περιοδικό αφορούσε κυρίως την αυτοκινητοβιομηχανία και το μέλλον της. Προφανώς δε, στην πορεία προστίθενται ολοένα περισσότεροι που συμμερίζονται τις ανησυχίες του ή, από την άλλη, εύχονται να αποδειχθούν αληθινές. Στη δεύτερη κατηγορία θα μπορούσαμε να εντάξουμε χωρίς δεύτερη σκέψη Αμερικανούς και Κινέζους – και όλους εκείνους που ελπίζουν πως θα είναι από τους μεγάλους ωφελημένους στην περίπτωση που η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία κλονιστεί συθέμελα. Κάτι που συμβαίνει ήδη, ως συνέπεια (και) των περιορισμών που έχει επιβάλει το Πεκίνο στις εξαγωγές σπάνιων γαιών.
«Η αυτοκινητοβιομηχανία, κάποτε το σύμβολο της γερμανικής οικονομικής ισχύος, βιώνει σήμερα μία από τις πιο βαθιές κρίσεις στην ιστορία της. Γίγαντες όπως η Mercedes-Benz, η BMW και η Volkswagen αντιπροσώπευαν επί δεκαετίες το παγκόσμιο πρότυπο της ποιότητας, της διάρκειας και των κορυφαίων μηχανολογικών επιδόσεων. Σήμερα, όμως, αυτή η παραδοσιακή υπεροχή κλονίζεται σοβαρά», σημείωνε χαρακτηριστικά ανάλυση που δημοσιεύτηκε στις 12 Νοεμβρίου στη «Sabah» της Τουρκίας. Οχι τυχαία, καθώς η γειτονική μας χώρα έχει κάνει σοβαρά βήματα στην παραγωγή αυτοκινήτων και ελπίζει να επωφεληθεί από μια γενικευμένη κρίση στη Γερμανία.
Τα στοιχεία που παρουσιάζει δεν επιδέχονται ουσιαστική αμφισβήτηση: η παραγωγή του κλάδου υποχώρησε πέρυσι κάτω από τα 4 εκατομμύρια οχήματα, έναντι 5,7 εκατ. το 2017. Επίσης, στο πρώτο μισό του 2025, τα κέρδη της Mercedes-Benz υποχώρησαν κατά 56% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την BMW διαμορφώθηκε στο 91% για το δεύτερο τρίμηνο.
Κατενάτσιο αντί για «μπλίτζκριγκ»
Αξίζει να σημειωθεί ότι απέναντι σε αυτή την εικόνα, οι Γερμανοί επιλέγουν μια ιταλική τακτική: το κατενάτσιο. Ετσι, αντί για το γνώριμο «μπλίτζκριγκ» που θα είχε στόχο να διασφαλιστούν τα κεκτημένα, να παρθούν πίσω τα χαμένα και να διεκδικηθεί επιπλέον μερίδιο, το Βερολίνο – προφανώς με τη σύμφωνη γνώμη των αυτοκινητοβιομηχανιών – επιδιώκει να καθυστερήσει τη μετάβαση στη νέα εποχή για τον κλάδο. Ασκεί δε ασφυκτικές πιέσεις στις Βρυξέλλες, ελπίζοντας να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος και να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές και αναπροσαρμογές.
Το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο. Εξάλλου, όλες οι έρευνες αποτυπώνουν πως εάν κάπου έχει αρχίσει να χωλαίνει εμφανώς το «Made in Germany», είναι αφενός στα αυτοκίνητα και αφετέρου στην τεχνητή νοημοσύνη και την κβαντική. Στους τομείς, δηλαδή, που θα καθορίσουν τους συσχετισμούς στο νέο παγκόσμιο χάρτη, ο οποίος έχει αρχίσει ήδη να χαράσσεται.
Η πολιτική διάσταση
Ο σημερινός καγκελάριος της Γερμανίας έχει θέσει στις προτεραιότητες της κυβέρνησής του την ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής και την αντιστροφή της τάσης αποβιομηχάνισης που καταγράφηκε τις προηγούμενες δεκαετίες. Ουσιαστικά, ο Φρίντριχ Μερτς έσπευσε να υιοθετήσει και για τη χώρα του το γνωστό σύνθημα του Ντόναλντ Τραμπ – «Κάνουμε Ξανά Μεγάλη τη Γερμανία» – έχοντας συνείδηση πως αυτό δεν πρόκειται να γίνει εάν (εκτός των άλλων) δεν ενισχυθεί εκ νέου το «Made in Germany».
Κάπως έτσι, όμως, δείχνει να υιοθετεί ένα ακόμη σύνθημα της Ακροδεξιάς και συγκεκριμένα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Το κάνει δε ενώ έχει καταστεί σαφές ότι η πολιτική που ακολουθούνταν μέχρι πρόσφατα, με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας και την υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας, να έχει φυσήξει ούριο άνεμο στα πανιά του κόμματος τις Αλις Βάιντελ, που πλέον εμφανίζεται να προηγείται καθαρά της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU-CSU) σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι πως ο Μερτς δείχνει αποφασισμένος να αλλάξει ρότα σε σύγκριση με τους προκατόχους του και, κυρίως, την Ανγκελα Μέρκελ. Εστω κι αν αυτό σημαίνει δραστικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα άσκησης πολιτικής, αλλά και απειλή σοβαρών κοινωνικών και πολιτικών ρήξεων, όπως εκείνες που είχε προκαλέσει τα περίφημα σχέδια «Ατζέντα 2010» και «Χαρτζ IV» του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, στα χρόνια της δικής του διακυβέρνησης.
Αλλωστε, αν και χριστιανοδημοκράτης ο ίδιος, ο Μερτς γνωρίζει καλά αυτό που ήξερε καλά και ο Σρέντερ: Είναι η οικονομία, ανόητε! Είναι αυτή, δηλαδή, χωρίς την οποία η Γερμανία θα ήταν ακόμη «υποτελής» και «ηττημένη». Και δεν θα ήταν σήμερα σε θέση να βάλει τον πήχη ακόμη πιο ψηλά, επιδιώκοντας να γίνει και μια στρατιωτική υπερδύναμη, παύοντας να είναι σε αυτό το επίπεδο ο γνωστός «νάνος».
Ενα εφεύρημα των… Βρετανών!
Το λογικό και αναμενόμενο είναι αυτό που συμβαίνει: ο κόσμος να πιστεύει πως ο χαρακτηρισμός «Made in Germany» προέρχεται από τη Γερμανία, στην προσπάθειά της να διαφημίσει τα προϊόντα της και την ποιότητά τους. Κι όμως, πέφτουν έξω! Κι αυτό διότι πρόκειται για ένα εφεύρημα των… Βρετανών, που περιλαμβάνεται σε απόφαση την οποία έλαβε το Κοινοβούλιό τους, πριν από ενάμιση σχεδόν αιώνα, το 1887.
«Με τι στόχο;», θα ρωτήσει ευλόγως κανείς. Η απάντηση είναι απλή: Προκειμένου το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο τότε αποτελούσε μια παγκόσμια αυτοκρατορία και ηγεμόνευε στις αγορές της εποχής, να δυσφημίσει τις γερμανικές εταιρείες, προειδοποιώντας όσους ήθελαν να αγοράσουν τα προϊόντα τους ότι ήταν «κατώτερης ποιότητας» από τα αντίστοιχα βρετανικά.
Ωστόσο, όπως διαπίστωσαν στην πορεία οι εμπνευστές του σχεδίου και παρά την προσωρινή επιτυχία του, η επιδίωξή τους μετατράπηκε σε μπούμερανγκ, που συνεχίζει να τους «χτυπά» μέχρι και σήμερα.



