Γράφω βράδυ Πέμπτης. Στο ημερολόγιο γράφει 20 Νοεμβρίου: Παγκόσμια Ημέρα Δικαιωμάτων του Παιδιού. Τι δικαιώματα έχει ένα παιδί; Ολα, θα μου πεις. Με πρώτιστο το δικαίωμα στη ζωή. Ναι, αλλά παντού; Διστάζω να απαντήσω. Οχι γιατί δεν ξέρω, αλλά γιατί φοβάμαι να το δω γραμμένο.
Σε εμάς τουλάχιστον τους ανθρώπους του Βορρά είναι καλύτερα τα πράγματα. Και πάλι όχι παντού. Δύο εστίες πολέμου, δύο μεριές του κόσμου μας, έχουν γίνει φωλιές θανάτου. Εκεί το παιδί μόνο δικαίωμα δεν έχει.
Ζει (αν ζει και πόσο ζει) με τον φόβο να ταΐζει την πείνα του. Με τους γονείς, ακόμα κι αν είναι δίπλα του, όμως σαν για πάντα μακριά του. Στο βλέμμα του, μόνιμος κάτοικος ο τρόμος. Παιχνίδια του τα ερείπια του σπιτιού του. «Σπίτια που ήταν μια φορά» και τώρα πέτρες και σκόνη.
Ο Roland Barthes λέει κάπου πως η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία.
Αν είναι έτσι (που είναι – απ’ τον εαυτό μου το ξέρω αυτό), τότε εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά έχουν εκτοπιστεί από την ίδια τους την πατρίδα προτού προλάβουν να την κατοικίσουν.
Αν η μνήμη μάς καθορίζει, πώς καθορίζει το μέλλον του ένα παιδί που ζει εν καιρώ πολέμου; Αν ζήσει. Γιατί εκεί δεν ισχύει το τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, αλλά το «αν» θα προλάβω να μεγαλώσω.
Σκέφτομαι τον εαυτό μου ως παιδί με ενοχή και τύψεις. Σκόρπιες εικόνες πίσω απ’ το πέπλο μιας ευτυχίας σε γαλάζιο χρώμα της θάλασσας και τ’ ουρανού.
Ο δρόμος απ’ το πηγάδι στη φοινικιά ανθόστρωτος. Η πρώτη ανεμώνα στη ρίζα ενός βράχου, ένας μολυβένιος στρατιώτης να λιώνει στο τζάκι, το πρώτο σινεμά. Πήγαμε στην Αθήνα.
Το θέατρο Βρετάνια ήταν τότε κινηματόγραφος. Το έργο, ιταλικό. «Τα παιδιά της αμαρτίας», με την Ιβόν Σανσόν και τον Αμεντέο Νατσάρι να παίζουν τον Στέφανο και τη Λουίζα, και μετά στου Zonar’s μια σοκολατίνα κι εγώ τρώγοντας να λέω στη μαμά: «Εγώ τον Στέφανο και τη Λουίζα δεν θα τους ξεχάσω ποτέ». Καλά, φάε τώρα την πάστα σου και βλέπουμε. «Οχι, δεν βλέπουμε, εγώ δεν θα τους ξεχάσω ποτέ». Κι απόδειξη, δεν τους ξέχασα.
Αυτά τα παιδιά που προσπαθούν να μεγαλώσουν στη Γάζα, στην Ουκρανία κι όπου αλλού ο πόλεμος στήνει το τσαντίρι του θανάτου, αυτά τα παιδιά που δεν «παίζουν πόλεμο» στις γειτονιές της νιότης μου αλλά ζουν τον πόλεμο, ζουν στον πόλεμο, ποιων αμαρτίες πληρώνουν;
Φοβάμαι πως αυτά τα παιδιά είναι παιδιά μιας δικιάς μας, μεγάλης αμαρτίας. Μιας αμαρτίας χρόνων αδιαφορίας.
Καιρών που βλέπαμε «με δρασκελιές να πλησιάζει το κακό» κι εμείς, όλοι εμείς, σχεδιάζαμε γάμους, διακοπές κι αλλάζαμε αυτοκίνητο.
Τελικά σήμερα η Παγκόσμια Ημέρα Δικαιωμάτων του Παιδιού δεν γιορτάζεται. Μνημονεύεται. Εν κλειστώ, και εν πλήρει ηρεμία.

