Στις πέντε δεκαετίες της πορείας του πάνω και κάτω από τη σκηνή, ο Σταμάτης Φασουλής έχει μάθει πια όχι απλώς να κάνει θέατρο αλλά να φτιάχνει ολόκληρους κόσμους όπου η νοσταλγία συναντάει τη σάτιρα, το δάκρυ ακουμπάει το γέλιο και η Ελλάδα κοιτάζεται στον καθρέφτη χωρίς μακιγιάζ. Στην «Κόμισσα της φάμπρικας», το έργο των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη, που αποτελεί το νέο του σκηνοθετικό εγχείρημα, το οποίο ανέβηκε στο Embassy Theater στο πλαίσιο των εορτασμών των 100 ετών από τη γέννηση του Κώστα Πρετεντέρη (το 2026), ξαναπιάνει το νήμα μιας εποχής μετά τα Ιουλιανά και πριν από τη δικτατορία. Τότε που η Ελλάδα πάλευε να βρει τη θέση της στον χώρο που θεωρούσε ότι της αξίζει. Και στο «Η Δεξιά, η Αριστερά και ο κυρ Παντελής», των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί και το οποίο ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Μικρό Παλλάς, παίζει με τις ιδεολογίες με τρυφερότητα και ειρωνεία, υπενθυμίζοντας ότι όλοι τελικά αναζητούμε το ίδιο πράγμα: μια θέση στο φως. Με αφορμή αυτές τις δύο παραστάσεις σε παραγωγή Αθηναϊκών Θεάτρων, ο Σταμάτης Φασουλής μίλησε στα «Πρόσωπα».
Τι σας άγγιξε στο κείμενο της «Κόμισσας της φάμπρικας» και θεωρήσατε ότι είναι σωστό να ανέβει σήμερα;
Οταν το είχα πρωτοδεί, είχα γελάσει πολύ αλλά το ξέχασα. Στην ανάμνησή μου έμεινε το εύρημα ότι τρία πρώτα ξαδέρφια με το ίδιο όνομα είναι ο ένας δεξιός αστυφύλακας, ο άλλος αριστερός και ο τρίτος λούμπεν, δείχνοντας τους τρεις δρόμους της Ελλάδας τότε – είναι ένα έργο που γράφτηκε μεταξύ Ιουλιανών. Χρόνια μετά, μου πρότεινε η Ελένη Ράντου να το ανεβάσουμε αλλά τελικά η συνεργασία μας δεν ευοδώθηκε. Μου έμεινε η ιδέα, όμως, γιατί είχα σκεφτεί από τότε πώς θα είναι σε γενικές γραμμές. Οτι δεν ήθελα να κάνω μια αναβίωση ρετρό. Χωρίς να το φέρνω στο τώρα, ήθελα να μείνει η γλώσσα, το ιδίωμα, το ήθος και το έθος του 1965, συγχρόνως όμως για έναν τωρινό θεατή. Δεν είναι εύκολο, αλλά μ’ αρέσει πολύ σαν λειτουργία. Ετσι, όταν ο Διονύσης Παναγιωτάκης μου πρότεινε να ανεβάσουμε μια ελληνική κωμωδία, του υπέδειξα την «Κόμισσα της φάμπρικας».
Πώς προσεγγίσατε αυτό το έργο που το θυμόμαστε κυρίως από τον κινηματογράφο;
Εγώ ακολούθησα περισσότερο το θεατρικό έργο. Από το σινεμά ελάχιστα, κυρίως τους αυτοσχεδιασμούς, τους οποίους όμως τους είχε και στο θέατρο και μετά τους έβαλε στο σινεμά.
Αποφύγατε και το κομμάτι της νοσταλγίας που πάντα υπάρχει επιστρέφοντας σε παλιά αγαπημένα έργα;
Εκεί όπου υπάρχει νοσταλγία, υπάρχει και μια απόσταση και μια κωμική αντιμετώπιση του παρελθόντος. Το παρελθόν μας δεν είναι μόνο ροζ συννεφάκια. Εχει και αγκάθια τα οποία δεν έκρυψα. Οπως ο Ουίλιαμς και ο Πρετεντέρης αντιμετώπιζαν τότε σοβαρά πράγματα, έτσι κι εγώ αντιμετωπίζω την απόσταση με κωμικά πράγματα, με τραγούδια της εποχής που είναι σχεδόν αστεία.
Εκτός από την «Κόμισσα της φάμπρικας» που σκηνοθετείτε, συνεχίζετε για δεύτερη χρονιά να πρωταγωνιστείτε και στην παράσταση «Η Δεξιά, η Αριστερά κι ο κυρ-Παντελής». Κι αυτό είναι ένα κείμενο που δείχνει μια Ελλάδα που παλεύει με τις ιδεολογικές, ταξικές και τις πολιτικές διαφορές.
Αναφέρεται όμως σε μια πολύ πιο κρίσιμη εποχή της Ελλάδας. Το σπάνιο και το πολύ γοητευτικό στο έργο είναι ότι αντιμετωπίζει με κωμικό τρόπο την πιο μαύρη στιγμή της Ιστορίας. Αρχίζει με την Κατοχή, προχωράει στα Δεκεμβριανά και τελειώνει μετά τη Συνθήκη της Βάρκιζας. Είναι άθλος αυτό που κάνει ο Αλέκος Σακελλάριος με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, να το δουν κωμικά, χωρίς να προσβάλουν την Ιστορία αλλά απλώς να την προβάλουν.
Τι σας συγκινεί σε αυτά τα έργα που δείχνουν μια Ελλάδα περασμένων δεκαετιών με τα προβλήματά της;
Από μικρός ήμουν με το ένα πόδι στην Ελλάδα και με το άλλο σε διεθνή κινήματα όσον αφορά το θέατρο. Θυμάμαι ότι την ώρα που ανέβαζα τον Κεχαΐδη, ανέβαζα και τον Ουίλιαμς με το «Λεωφορείο ο Πόθος». Ή «Το σπίτι φεύγει» του Αντώνη Νικολή, μετά έκανα έναν Πίντερ. Πάντα ισορροπούσα και νομίζω ότι χωρίς το ελληνικό έργο και στοιχείο, δεν υπάρχει ελληνικό θέατρο. Δεν έχω μία εμμονή σε αυτό, αλλά το θεωρώ σαν παλάντζα για να μπορώ να ισορροπώ. Εγώ αισθάνομαι Ελληνας Ευρωπαίος και θέλω και τα δύο αυτά να είναι το ίδιο σημαντικά. Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια προς τα έξω αλλά δεν μπορώ να τα έχω μόνο προς εκεί. Επίσης, με συγκινεί τόσο πολύ ο τρόπος που φέρονται συναισθηματικά οι Ελληνες κι άλλες φορές με κάνει έξαλλο. Αυτό το μπες – βγες από το πλην στο συν φτιάχνει μια ηλεκτρική εκκένωση που πάντα με ξυπνάει και θέλω να ασχολούμαι.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αλήθεια που κρύβουν αυτά τα έργα;
Η μεγαλύτερη αλήθεια, αν βρίσκεται, είναι μέσα μας και πώς μπορούμε να τα δούμε όλα αυτά. Αυτά είναι λέξεις, γράμματα, σελίδες. Το πώς θα γίνουν ζωή, εκεί είναι η μεγάλη αλήθεια. Γιατί ακόμα και μια λέξη μόνη της να υπάρχει, μπορείς να την κάνεις να σπαρταράει από αλήθεια. Πόσο μάλλον ένα ολόκληρο έργο. Με συγκινούν πολύ τα τέλεια έργα αρχιτεκτονικά, όπως και τα ατελή. Γιατί πολλές φορές μέσα στην ατέλεια μπορεί να υπάρχουν προτερήματα που είναι θαμμένα και δεν βγαίνουν στο φως, γιατί δεν ασχολούμεθα μ’ ένα ατελές έργο. Ενώ μπορεί να υπάρχουν πράγματα που να λάμπουν, άλλα να είναι θαμμένα μέσα σε μια τσαπατσουλιά διαχειριστική του θέματος.
Ολη αυτή η εικόνα της «προβληματικής» Ελλάδας που αναδεικνύεται, μήπως τελικά δείχνει ότι σήμερα βρισκόμαστε στην ίδια θέση με τότε αλλά έχουν αλλάξει τα πρόσωπα;
Εχουν αλλάξει οι καταστάσεις και τα αισθήματα μένουν ίδια. Οι διχασμοί είναι ίδιοι, μόνο που έχουν αλλάξει οι αιτίες τους. Αυτό κάθε φορά αλλάζει. Είμαστε ένας τόπος που από τα πρώτα έργα που γράφτηκαν, το «Επτά επί Θήβας», μίλησαν για το εμφύλιο αίμα. Κάτι λέει όλο αυτό.
Θεωρείτε ότι έργα σαν την «Κόμισσα της φάμπρικας» και το «Η Δεξιά, η Αριστερά και ο κυρ Παντελής», μιλάνε για το ποιοι πραγματικά είμαστε;
Ο τρόπος που το ανεβάζεις μπορεί να μιλήσει γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Κάθε έργο είναι αφορμή. Εσύ έχεις ένα δικό σου έργο, μέσα στο οποίο κάθε φορά θέλεις να μιλήσει μέσα από τα λόγια των άλλων. Φτάνει να το θες εσύ. Αλλιώς παραμένει μια κωμωδία αλλά εσύ πρέπει να το ζωντανέψεις κι ο θίασος μαζί να το κάνει να πει κάτι άλλο εκτός από αυτό που φαινομενικά λέει. Ολα τα έργα είναι έτσι. Εχω δει έργα του Σαίξπηρ ανεβασμένα με έναν τέτοιο τρόπο που μοιάζουν αφελή κι έχω δει μπουλβάρ που νόμιζα ότι μιλάει για την ουσία της ποίησης. Το θέμα είναι εμείς τι υπηρετούμε.
Εσείς μετά από τόσα χρόνια τι αισθάνεστε ότι υπηρετείτε;
Δεν ξέρω. Ξέρω ότι προσπαθώ αλλά δεν ξέρω τι έχω καταφέρει. Δεν ξέρω αν έχω καταφέρει αυτό που πρέπει ή αυτό που ήθελα ή αυτό που οφείλω, αν οφείλω κάτι. Πολλές φορές αισθάνομαι ότι δεν οφείλω τίποτα σε κανέναν, παρά μόνο σε αυτό το παιδί που ήμουν κάποτε. Σε αυτό μόνο έχω υποσχεθεί διάφορα πράγματα και δεν ξέρω αν ήμουν σωστός ή όχι. Ούτε τώρα ξέρω αν έχω κάνει πράγματα που έπρεπε ή δεν έπρεπε. Οπως λέει ο Ελύτης «η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο».
Τι είναι τελικά για σας το θέατρο σήμερα; Επάγγελμα, καταφύγιο ή παρηγοριά;
Ολα αυτά. Είναι καταφύγιο και παρηγοριά. Είναι το μόνο που ξέρω να κάνω και λαχταράω. Είναι η δουλειά μου. Είμαι επαγγελματίας. Αυτό κάπως με ησυχάζει, όχι εντελώς, αλλά κάπως με ηρεμεί. Το κάνω όσο πιο τίμια μπορώ και το ποτίζω με ό,τι πιο ακριβό έχω.
Λένε ότι το θέατρο είναι καθρέφτης της κοινωνίας. Εσείς όταν σκηνοθετείτε, βλέπετε το κοινό ή τον εαυτό σας μέσα σε αυτόν τον καθρέφτη;
Και τα δύο. Το έκανα στην αρχή αλλά όχι πλέον. Ποτέ δεν παίρνω από το θέατρο για το θέατρο. Δηλαδή κάτι που μ’ αρέσει στο θέατρο να το κάνω κι εγώ. Εκείνο που παίρνω, είναι από τη ζωή που θέλω να το μεταφράσω θεατρικά και να το κάνω έτσι κοινό προς τον κόσμο. Από τη ζωή αντλώ κι από την ποίηση, όχι από το θέατρο. Στην αρχή έκανα αυτό το σφάλμα. Στα πρώτα 10 χρόνια μ’ άρεσε κάτι που είχα δει, να το ξανακάνω κι εγώ. Μετά από αυτά τα χρόνια που ήμουν αντιγραφέας καλλιτεχνικών ονείρων, άρχισα να αντλώ από τη ζωή και όσο περνάνε τα χρόνια με μεγαλύτερη λαχτάρα. Αυτό λέω πάντα στους ηθοποιούς. Να μην κοιτούν τι έκανε ο τάδε ηθοποιός στην αντίστοιχη σκηνή αλλά ένας γνωστός τους στην αντίστοιχη στιγμή.
Στην καριέρα σας έχετε γνωρίσει πολύ μεγάλη επιτυχία. Ποιο ήταν το μυστικό για να μη χαθείτε μέσα σε αυτήν;
Δεν ξέρω. Μπορεί και να χάθηκα. Αλλά ευτυχώς είχα και πολλές αποτυχίες οι οποίες με συνέφεραν και μου έδειξαν ότι δεν είμαι παντογνώστης. Δεν ξέρω τα πάντα για το θέατρο. Οι επιτυχίες είναι περισσότερες αλλά οι αποτυχίες, αυτές που είχα, με συνέφεραν πάρα πολύ και μερικές φορές με πίκραναν πολύ. Αλλά είναι φορές που με σταμάτησαν από το να πάρω παραπάνω αέρα. Μία από τις καλύτερες παραστάσεις μου και νομίζω τις καλύτερες ερμηνείες, αν όχι η καλύτερη που έχω κάνει, το κοινό τής γύρισε την πλάτη. Τότε έκανα δύο χρόνια να ξαναπαίξω. Ελεγα μέσα μου ότι με τιμωρούσαν γιατί είχα κάνει κάτι αηδίες που είχαν μεγάλη επιτυχία και τότε που έκανα κάτι σοβαρό δεν το αναγνώριζαν. Με πείραξε που το κοινό μού γύρισε την πλάτη στην πιο ειλικρινή μου στιγμή. Το καταλάβαινα ότι ήταν η πιο ειλικρινής μου στιγμή γιατί την ώρα που παιζόταν η παράσταση, έστω με αυτά τα 30-40 άτομα, το κοινό ήταν συνεπαρμένο. Συνεννοούμασταν με ψιλές κινήσεις, βλέμματα, ήχους μικρούς. Αυτό μου στοίχισε πολύ.
Οταν ο κόσμος σάς χειροκροτά, εσείς τι νιώθετε; Τι σκέφτεστε;
Το μόνο που κάνω είναι να μη σκέφτομαι. Υποκλίνομαι. Το χειροκρότημα είναι πιο σημαντικό αν το αισθάνεσαι βουβό, αν υπάρχει σαν κύμα την ώρα που παίζεις. Βλέπεις ότι σε χειροκροτούν παρόλο που δεν κουνάνε τα χέρια τους, δεν ακούγεται τίποτα, ότι σε αποδέχονται. Αυτό είναι πολύ πιο συγκινητικό από το χειροκρότημα του τέλους, που είναι σχεδόν υποχρεωτικό. Το βουβό χειροκρότημα κατά τη διάρκεια της παράστασης είναι πολύ πιο σημαντικό, κι εκεί δεν σκέφτομαι, αισθάνομαι.
Οταν φεύγουν οι θεατές από τις παραστάσεις σας, τι θέλετε να έχουν πάρει;
Αλλο ένα ερωτηματικό για τη ζωή τους. Αλλη μια απορία για το τι είναι αυτό που ζούμε.
Οχι απαντήσεις;
Η τέχνη δεν απαντά. Θέτει ερωτήματα.
Η τέχνη μπορεί να είναι πολιτική χωρίς να είναι διδακτική;
Είναι ανάλογα τις στιγμές. Εν καιρώ ειρήνης πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Σε άσχημες στιγμές, ακόμα πιο προσεκτικοί. Αλλά μπορεί να κάνουμε και διάφορες παραχωρήσεις όσον αφορά τη διδακτική τέχνη αν η εποχή επιβάλλει πράγματα. Δεν μπορείς να κάνεις θέατρο από καθέδρας σε μια δημοκρατία. Οπως θα ήταν περίεργο να ανεβαίνει μόνο μπουλβάρ σε μια δικτατορία.

