Στη δημόσια συζήτηση για την αξιολόγηση της πορείας της οικονομίας η κυβέρνηση της ΝΔ αντιπαραθέτει τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έναντι του αντίστοιχου της ΕΕ. Τονίζει ότι στη διετία 2023-2024 αυτός ήταν περίπου διπλάσιος από της ΕΕ. Το κρίσιμο ερώτημα για τους εργαζόμενους είναι αν η επίδοση αυτή θα διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα και αν αρκεί ώστε να καλυφθούν οι απώλειες της περιόδου των κρίσεων. Ένα εξίσου κρίσιμο ερώτημα είναι αν αυτή η ανάπτυξη αποφέρει ικανοποιητικά εισοδήματα για την πλειοψηφία των εργαζομένων ή κατανέμεται άνισα υπέρ ολίγων.
Στο ερώτημα αν ο ρυθμός ανάπτυξης της διετίας 2023-2024, λίγο πάνω από το 2%, είναι διατηρήσιμος μεσοπρόθεσμα, η απάντηση των περισσότερων διεθνών οργανισμών είναι αρνητική. Οι προβλέψεις τους κινούνται στο 1%. Ο Ντέκλαν Κοστέλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει επισημάνει ότι αν η κυβέρνηση προχωρούσε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις η οικονομία θα μπορούσε να τρέχει με 6% ετησίως. Το εθνικό σχέδιο Ελλάδα 2.0 αποτυγχάνει στην ενίσχυση της δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Οι παράγοντες που οδηγούν στις παραπάνω απαισιόδοξες προβλέψεις των οργανισμών είναι: ο πληθυσμός της χώρας που είναι σε ηλικία εργασίας σε συνδυασμό με τις εκτιμήσεις για το ποσοστό συμμετοχής και την ανεργία, οι επενδύσεις και η χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας.
Το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ. Σε ό,τι αφορά το ποσοστό απασχόλησης, έχουμε το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ. Η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας κατά την περίοδο από το 2019 μέχρι και το 2023, δεν κατέγραψε κάποια ουσιαστική βελτίωση. Με κριτήριο την παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο (70,1% του μέσου όρου της ΕΕ), η βελτίωση είναι οριακή και κατέχουμε μία από τις τελευταίες θέσεις.
Η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας οφείλεται στη χρόνια αποεπένδυση, στην απουσία επιχειρήσεων μεσαίου και μεγάλου μεγέθους και στη διάρθρωση της οικονομίας. Οι καθαρές επενδύσεις ύστερα από μία δεκαετία αποεπένδυσης μόλις το 2022 αυξήθηκαν. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι πολύ πίσω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν χαμηλά ποσοστά παραγωγικών επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό, αδυνατώντας να αναβαθμίσουν τις παραγωγικές τους διαδικασίες και την αξία αλλά και ποιότητα του τελικού παραγόμενου προϊόντος τους.
Στο ερώτημα αν βελτιώνεται η θέση των εργαζομένων από την ανάπτυξη της τελευταίας πενταετίας, ένας χρήσιμος δείκτης είναι το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ. Οι αμοιβές των εργαζομένων ανέρχονται στο 35,1% του ΑΕΠ (οριακά χαμηλότερα από το 2019) έναντι 47,9% στην ΕΕ.
Η αύξηση μισθών προϋποθέτει αύξηση της παραγωγικότητας που προϋποθέτει αύξηση των επενδύσεων. Όταν οι επενδύσεις γίνονται στις κατασκευές και όχι σε τομείς εντάσεως κεφαλαίου και γνώσης, δύσκολα θα αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας.
Είναι κρίσιμο λοιπόν να προσανατολιστούμε στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδυτικών σχεδίων. Να αξιοποιηθούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία και να γίνει αποτελεσματική χρήση των ευρωπαϊκών και των εθνικών πόρων για σκοπούς έρευνας και ανάπτυξης σε κλάδους υψηλότατης τεχνολογικά προστιθέμενης αξίας (π.χ. ΤΝ). Δημιουργία και εφαρμογή καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία, πράσινων και ψηφιακών επενδύσεων, ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των επιχειρήσεων, διασύνδεση κλάδων και αναβάθμιση κρίσιμων υποδομών. Να επιμείνουμε ουσιαστικότερα στις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων προκειμένου να αποκτήσουν το αναγκαίο μέγεθος και συνέργειες. Να ενισχύσουμε τις δεξιότητες των εργαζομένων για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης. Αν δεν επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, θα καταλήξουμε σε χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλούς μισθούς και χαμηλή ανάπτυξη.

