Στον διάδρομο του διαμερίσματος όπου μένει με τον σύζυγό της Γκίντερ και την αδελφή της, Αλέκα, μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία μπορεί να λειτουργήσει σαν μικρογραφία μιας μεγάλης διαδρομής. Μόλις έχει ολοκληρώσει τον ρόλο της στην «Κάρμεν» και δέχεται την ευγενική χειρονομία του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν – του μέντορα που νιώθει ότι ανταμείβεται από την αφοσίωση της μαθήτριάς του. «Το βλέμμα του τα λέει όλα» σπεύδει να εξομολογηθεί η διάσημη μεσόφωνος που πριν από δύο ημέρες βραβεύτηκε για τη συνολική προσφορά της κατά την απονομή των Διεθνών Βραβείων Οπερας στην Εθνική Λυρική Σκηνή. «Το σημαντικό είναι ότι έγινε στον χώρο που έχει αγαπηθεί από τους Ελληνες, που έχει ανοίξει δικό του βηματισμό εκτός της Ελλάδας, με επικεφαλής τον σπουδαίο Γιώργο Κουμεντάκη, και τον χώρο απ’ τον οποίο έχω εισπράξει μόνο αγάπη».
Η Αγνή Μπάλτσα αποστρέφεται τη νοσταλγία και το τελευταίο που θα ζητούσε από έναν δημοσιογράφο θα ήταν να καταμετρήσουν τα παλαιότερα βραβεία, τους δεκάδες ρόλους, τις μεγάλες παραστάσεις. Στο ηλιόλουστο σαλόνι ακούγεται κατασταλαγμένη για μια διαδρομή πέντε δεκαετιών στην οποία χωράνε πολλές κορυφές – «ανέβηκα πολλές φορές στο… Εβερεστ», λέει –, πολλά ταξίδια και πολλοί εγωισμοί. Πώς κατάφερε, αλήθεια, να επιβιώσει ανάμεσα στη σκηνή και το παρασκήνιο, ανάμεσα στις δικές της επιθυμίες, τις οδηγίες των μαέστρων και τις προσδοκίες του κοινού; «Μπόρεσα να επιβιώσω επειδή κινήθηκα πάντοτε με στρατιωτική πειθαρχία και σεβασμό στις δυνατότητες της φωνής μου. Δεν υπερέβαλα ποτέ και κινήθηκα ακούγοντας το μυαλό μου. Σεβάστηκα αυτή την εκκωφαντική σιωπή που έρχεται από την πλατεία – μία σχέση που ουσιαστικά δεν εξηγείται. Μια σχεδόν ερωτική επαφή, επειδή πάντοτε θέλεις να αρέσει στο κοινό αυτό που τραγουδάς, θέλεις να το συγκινεί. Αν καθίσεις σε μία αίθουσα όπερας ή κοντσέρτου και δεν σε συγκινήσει αυτό το πράγμα, είναι άχρηστο».
Ανήκει στις λυρικές τραγουδίστριες που επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι «ταλέντο χωρίς ιδρώτα είναι ταλέντο λειψό». Και αυτό θέλησε να αποδείξει όταν ακολούθησε τις οδηγίες του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, η πρώτη επαφή με τον οποίο μάς γυρίζει στο 1965. Ή όταν αρνήθηκε να φύγει από την περιοχή της μεσοφώνου για τον πειρασμό της σοπράνο. «Εχω δει να καίγονται φωνές διότι ήθελαν να μιμηθούν τη Μαρία Κάλλας· η οποία υπήρξε μία και δεν θα επαναληφθεί. Και δεν κατανοώ ειλικρινά πώς βγήκαν τόσο πολλοί άνθρωποι να μιλήσουν για τα 100 χρόνια από τη γέννησή της όταν ήταν εμφανές ότι οι περισσότεροι δεν γνώριζαν καν για ποια μιλούσαν».
Η ίδια ακολούθησε την αντίστροφη διαδρομή. Δεν πρόδωσε τη φωνή της ξεκινώντας πάντοτε από τη μελέτη του μουσικού κειμένου. «Οταν διάβαζα έναν ρόλο και αισθανόμουν ότι τον κατέχω, συνέχιζα να τον διαβάζω άλλες εκατό φορές. Για να αποβάλω και το τελευταίο ίχνος φόβου. Επειδή, ξέρετε, τη στιγμή της προετοιμασίας μπορεί να σε βρουν διαφορετικά είδη φόβου. Γι’ αυτούς τους λόγους χρειάζεσαι την ασπίδα της μελέτης». Εμείς, από την άλλη, πρέπει να φανταστούμε ότι ακριβώς την περίοδο της μεγάλης προετοιμασίας η Αγνή Μπάλτσα αποκοβόταν από όλους και όλα, έμενε μόνη μέσα στο δωμάτιο και μελετούσε; «Μελετούσα σίγουρα απομονωμένη, επειδή κάθε ρόλος μοιάζει με εγκυμοσύνη. Και δεν τον μελετάς απλώς – γίνεσαι ο ρόλος. Δεν απομονώθηκα, όμως, ποτέ από τον υπόλοιπο κόσμο. Διότι είμαι ένας άνθρωπος εξωστρεφής και ζωηρός. Ηθελα να βλέπω τους φίλους μου και την οικογένειά μου. Υπήρξα πολύ δεμένη με τους δικούς μου. Οταν έφυγα στη Γερμανία 19 χρονών, έκλαιγα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Οταν πήγα στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω Γερμανολογία, επίσης έκλαιγα. Αλλά κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου “πάρ’ το απόφαση, εδώ θα μείνεις”».
100 ζωές πάνω στη σκηνή
Η έκθεση πάνω στη σκηνή, η εξωστρέφεια και η δραματικότητα στους ρόλους βρίσκονται στον αντίποδα της σχέσης της με τα social media. «Ούτε λόγος για Facebook. Εχω ζήσει 100 ζωές πάνω στη σκηνή και όλη μου η πορεία ήταν ένα πανηγύρι. Η όπερα ήταν πάντοτε για μένα επάγγελμα και την ίδια στιγμή λειτούργημα. Ποτέ μόνο το ένα από τα δύο. Δεν έχω καμία ανάγκη να γράψω πού έφαγα χθες και με ποιον διασκέδαζα. Οταν κάποιος μου στέλνει μήνυμα και θέλει να απαντήσω στο τηλέφωνο, η Αλέκα λέει: “Αν σας απαντήσει, παίξτε το Λόττο!”».
Σε όλη αυτή τη διαδρομή πάντως, για την οποία βραβεύεται και αναγνωρίζεται διεθνώς, δεν μπορεί να ήταν όλα ρόδινα. Ακόμη και το τελειότερο μπελκάντο κρύβει μέσα του ρωγμές και αμφιθυμία. «Οι περισσότεροι ρόλοι όντως σε κάποιο σημείο κρύβουν αγκάθια. Είναι κάτι που το έχω συζητήσει με κορυφαίους μαέστρους, με συναδέλφους μου, με τον σπουδαίο φίλο μου Χρήστο Λαμπράκη, επειδή όλοι μας είμαστε φοβισμένοι. Οι μεγάλοι της όπερας, ξέρετε, πάνω στη σκηνή είναι κι αυτοί μικροί, εκτεθειμένοι και γυμνοί. Σαν να υπάρχει πάντοτε μία “παρασπονδία” απ’ την πλευρά του συνθέτη και να μην έχει βολέψει κάπου καλά τη φωνή μας. Δεν μπορεί να είχα και εγώ το ίδιο πρόβλημα και ο Πλάσιντο και ο Χοσέ Καρέρας. Δεν υπάρχει τίποτα τέλειο, αλλά με τη δουλειά και την επιμονή μπορείς να ελέγχεις και τα “λάθη”. Αλλωστε, τους ρόλους τελικά τους δημιουργούμε μαζί με το κοινό. Η Κάρμεν από μόνη της δεν υπάρχει. Δηλαδή, αν ανέβεις στη σκηνή και πεις “εγώ είμαι η σπουδαιότερη για να τραγουδήσω την Κάρμεν, όπως δεν την έχει τραγουδήσει κανένας”, το παραμύθι τελείωσε. Δεν μπορείς να είσαι ερωτευμένος με τον εαυτό σου όταν ανεβαίνεις να τραγουδήσεις».
Με δεδομένο ότι η Κάρμεν ή η Εμπολι από τον «Ντον Κάρλο» ή η Ηρωδιάδα από τη «Σαλώμη» ανήκουν στους δημοφιλέστερους σταθμούς της, υπήρξαν ρόλοι τους οποίους ανακάλυψε μέσα από την έρευνα και την προετοιμασία; «Ναι, ήρθαν αρκετοί ρόλοι με τα χρόνια. Ενας από αυτούς ήταν η Γενούφα του Γιάνατσεκ. Πού να την τοποθετήσεις αυτή την ανθρώπινη κραυγή; Υστερα, κάποια στιγμή μου πρότειναν την Κλυταιμνήστρα στην “Ηλέκτρα” και αυθόρμητα αρνήθηκα πριν τελικά ανακαλύψω έναν ακόμη υπέροχο ρόλο».
Είναι το σημείο στο οποίο η αδελφή της, Αλέκα, μας διακόπτει για να προσθέσει χαριτωμένα ότι «τα περισσότερα που έκανες ξεκίνησαν με ένα όχι». «Οταν ένα θέατρο μου πρότεινε έναν ρόλο, εγώ ζητούσα πάντοτε να δω το σπαρτίτο, την έκδοση της μουσικής σύνθεσης, για να δω αν μπορώ να τραγουδήσω. Η δεύτερη ερώτηση ήταν ποιος σκηνοθετεί και ποιοι είναι οι συνάδελφοί μου. Δεν μ’ άρεσε ποτέ να είμαι η πιο σπουδαία και να έρθει κάποιος που δεν έχει καλή φωνή ώστε να φαίνομαι εγώ η καλύτερη. Είναι λάθος. Ημουν πάντοτε τόσο καλή όσο και οι υπόλοιποι του συνόλου. Γι’ αυτό και δεν συμφωνώ με όσους λένε ότι ο μεγάλος μαέστρος καταστρέφει φωνές, ότι ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν κατέστρεψε πολλές φωνές στη ζωή του. Δεν καταστρέφει κανείς τη φωνή μας. Το μυαλό μας την καταστρέφει».
«Οχι» και αποχωρήσεις
Αισθάνθηκε κάποιες στιγμές ότι έπρεπε να πει το μεγάλο «όχι» για να διαφυλάξει όσα είχε χτίσει μέχρι τότε; «Μία φορά σηκώθηκα και έφυγα από προετοιμασία έργου. Θα ανεβάζαμε “Κάρμεν” στο Μόναχο σε σκηνοθεσία της Λίνα Βερτμίλερ, με τις ταινίες της οποίας είχα εντυπωσιαστεί. Στις πρόβες, όμως, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω. Η Βερτμίλερ κινήθηκε σαν να είχε κινηματογραφική κάμερα. Επρεπε όλες οι μικρές χειρονομίες, οι κινήσεις που κάναμε με το δαχτυλάκι μας, να φαίνονται μεγεθυμένες. Στο τέλος έφυγα. Ηταν από τις λίγες φορές. Οπως και από έναν “Λόενγκριν” που θα ανεβάζαμε στη Βιέννη. Ο μαέστρος ερχόταν συνέχεια στις πρόβες με μία μεγάλη τσάντα. Σκεφτήκαμε ότι μπορεί να είχε τις παρτιτούρες του ή τα προσωπικά του αντικείμενα. Τον ρωτήσαμε, όμως, κάποια στιγμή και μας είπε ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο έργο, οπότε κουβαλούσε, λέει, κάποια απομεινάρια οστών του Βάγκνερ, τέτοια πράγματα. Εκεί για μένα ήρθε το τέλος. Ηθελα πάντα μια σιγουριά όταν ανέβαινα στη σκηνή».
Το 1986 ηχογράφησαν με τον Σταύρο Ξαρχάκο συνθέσεις του ίδιου, αλλά και των Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι υπό τον γενικό τίτλο «Τραγούδια της πατρίδας μου» (Deutsche Grammophon). «Επειδή έφυγα 19 χρονών δεν άκουσα πολλή ελληνική μουσική. Και εκείνα τα τραγούδια ήταν πολύ δύσκολα, με στίχους μαγικούς, με μουσικές μαγικές. Εμπαινα σε ένα ξένο χωράφι και ομολογώ πως είχα μεγάλο φόβο». Αν αφήσει για λίγο τους κώδικες του λυρικού τραγουδιού πώς συντονίζεται με τον ήχο, για παράδειγμα, της «Συννεφιασμένης Κυριακής» ή της Χαρούλας Αλεξίου, της Μαρινέλλας και της Δήμητρας Γαλάνη; «Ακούω το χρώμα της φωνής τους. Με αυτό ταυτίζομαι. Με τη σφραγίδα και το συναίσθημα που αφήνουν σε κάθε τους τραγούδι. Αλλωστε, κακά τα ψέματα, δεν υπάρχει ελαφριά και κλασική μουσική, υπάρχει καλή και κακή».
Μουσική για μαθητές
Λίγο πριν αποχαιρετιστούμε της ζητάω ένα έργο της μεγάλης μουσικής με το οποίο θα μπορούσε να ξεκινάει η ημέρα των μαθητών σε ένα Δημοτικό σχολείο. Μουσική, δηλαδή, που να ακούγεται δυνατά από τα μεγάφωνα. Σκέφτεται λίγα δευτερόλεπτα και καταλήγει στους «Γάμους του Φίγκαρο». Κι αν ήταν να αποχαιρετήσει έναν φίλο που φεύγει για πάντα στο εξωτερικό; «Τα “Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά” του Μάλερ. Γιατί θέλω να πιστεύω ότι δεν τελειώνει τίποτε και ότι μέσα από τον πόνο προβάλλει μια μεγάλη αλήθεια. Γιατί επίσης έχω ανάγκη να μιλάω καθημερινά στη μητέρα μου. Τη νιώθω ακόμη και τώρα δίπλα μου, ενώ την έχω χάσει πολλά χρόνια». Σ’ αυτή την ιδιότυπη κινηματογραφική σκηνή – που δεν απέχει πάντως πολύ από το ταμπεραμέντο που έβαλε στους δραματικούς της ρόλους – τη ρωτάω πού θα ήθελε να ταξιδέψει αν είχε τη δυνατότητα να εισβάλει αόρατη στο σύμπαν ενός μεγάλου συνθέτη. «Την ώρα που ο Μασκάνι γράφει την “Καβαλερία ρουστικάνα”. Νομίζω ότι εκεί συμβαίνει κάτι μαγικό. Και κάπου ακόμη, αλλά εκεί θα χρειαζόμουν τεράστια μουσική παιδεία: τις στιγμές που ο Μπαχ γράφει εκείνη την ανεπανάληπτη μουσική του».

