Το «Λεωφορείο ο Πόθος» ξαναπαίρνει μπρος. Από τις 14 Νοεμβρίου, στο θέατρο Προσκήνιο, το έργο – ορόσημο του Τενεσί Ουίλιαμς επιστρέφει σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά για να μας θυμίσει ότι ο πόθος και ο φόβος συχνά φορούν το ίδιο πρόσωπο. Στο τιμόνι αυτής της επιστροφής, μια νέα διανομή ηθοποιών κι ανάμεσά τους ο Αινείας Τσαμάτης, που ενσαρκώνει τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι, έναν σκληρό πολωνό μετανάστη που βάζει στο στόχαστρό του την αδερφή της συζύγου του Μπλανς που τον υποτιμά όταν εκείνη μετακομίζει στο σπίτι τους.
«Επειδή κάνω αντικατάσταση, καλούμαι να μπω στα παπούτσια του προηγούμενου ηθοποιού που ερμήνευε τον ρόλο γιατί εκείνος μαζί με την ομάδα είχαν βρει τι είναι ο Στάνλεϊ γι’ αυτό το έργο και την παράσταση. Από εκεί και πέρα, εγώ τώρα ανακαλύπτω τι εκπροσωπεί ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Νομίζω ότι επειδή τον έχουμε στο μυαλό μας από την ταινία του Ελία Καζάν με τον Μάρλον Μπράντο που τον είχε αποτυπώσει στον χρόνο, υπάρχει μια παρεξήγηση γι’ αυτόν. Εκεί, υπήρχε μια ωραιοποίηση του όμορφου άντρα που τον διεκδικούν δύο γυναίκες αφού υπάρχει ένα στοιχείο ερωτισμού στον αέρα. Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Μιλάμε για έναν άνθρωπο πολύ άξεστο και βίαιο που μπορεί να βγάλει έναν κακό εαυτό από δικά του τραύματα. Επειδή έχει πολεμήσει, αντιλαμβάνεται όλες τις συγκρούσεις ως πόλεμο και δεν μπορεί να συζητήσει για να βρει μια μέση λύση όταν νιώθει ότι απειλείται», επισημαίνει ο Αινείας Τσαμάτης μιλώντας στο «Νσυν».
Μέσα στην ωμή ενέργεια του Στάνλεϊ, ο ηθοποιός αναζητεί όχι τη βαρβαρότητα αλλά το ανθρώπινο ρήγμα του ώστε να αποκαλυφθούν όλες οι ιδέες με τις οποίες συνδέεται. «Αν δεν δείξεις αυτόν τον χαρακτήρα όπως είναι, χωρίς καμία ωραιοποίηση, δεν μπορείς να αντιληφθείς τη βία που μπορεί να υφίσταται μια γυναίκα. Μπορείς να πας μόνο ωμά για να δείξεις την πραγματικότητα. Στα μάτια του θεατή, αυτός ο ρόλος πρέπει να είναι κάτι το οποίο δεν αντέχεται, ώστε να αντιληφθεί τι μπορεί να έχει υποστεί μια κακοποιημένη γυναίκα. Η επιλογή της παράστασης είναι ένας ωμός ρεαλισμός όπου η βία, λεκτική και σωματική, συμβαίνει και νιώθεις όλη την πίεση πίσω από τα κλειστά παράθυρα», επισημαίνει ο πρωταγωνιστής, ο οποίος ως άνθρωπος βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ρομαντισμό. «Μ’ αρέσει ο μαγικός ρεαλισμός. Μ’ αρέσει όταν μπλέκονται αυτά τα δύο στοιχεία. Νομίζω ότι εκεί προκύπτει και η ποίηση του ίδιου του έργου αλλά και της ζωής. Εκεί υπάρχει κάτι που μου αρέσει και θα ‘θελα να το αγγίξω μερικές φορές. Οταν είσαι με το ένα πόδι στον ρεαλισμό και το άλλο στη μαγεία, επιτρέπεται πολλά πράγματα να συμβούν, χωρίς να απαιτείται εξήγηση. Υπάρχει η αίσθηση που έχουμε εμείς για τα πράγματα και μας απορροφάει. Οταν εισβάλει αυτό στον προσωπικό μας χώρο, δεν αξίζει να το βάλουμε σε κουτάκι και να το λεκτικοποιήσουμε, είναι μια αίσθηση συνολική», συμπληρώνει.
Ο Στάνλεϊ, όπως και όλοι οι χαρακτήρες του έργου, κουβαλάνε κάτι ραγισμένο μέσα τους. Μια απώλεια, μια ενοχή, μια φλόγα που δεν έσβησε ποτέ. Τα τραύματα δεν είναι παρελθόν αλλά ο αέρας που αναπνέουν. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος σήμερα που δεν είναι τραυματισμένος. Δεν θεωρώ ότι έχει ξεφύγει κάποιος από αυτό το οποίο δεν εξαρτάται από τον ίδιο. Ενα τραύμα μπορεί να διατρέχει γενεές ολόκληρες, να έχει περάσει μέσα από το DNA, να νιώθεις φόβους για τους οποίους δεν ξέρεις γιατί τους νιώθεις αφού δεν είναι δικοί σου πραγματικά. Οπότε θεωρώ ότι όλη η κοινωνία αποτελείται από τραύματα. Οσο πιο γρήγορα τα εντοπίζουμε και τα διαχειριζόμαστε κάπως, τα ξεπερνάμε και συμφιλιωνόμαστε κάπως. Αλλά σε αυτό το έργο δεν υπάρχει συμφιλίωση με το τραύμα», υπογραμμίζει ο πρωταγωνιστής της παράστασης.
Ο πόθος στην ιστορία του Τενεσί Ουίλιαμς δεν είναι ποτέ απλός. Δεν είναι μόνο ερωτικός ή σωματικός αλλά μια κινητήρια δύναμη, ένας μηχανισμός ζωής και καταστροφής ταυτόχρονα. Για τον Αινεία Τσαμάτη, φαίνεται να ήταν για καιρό ένα σύνθετο ζήτημα. «Μέχρι χθες τον είχα τοποθετήσει σε κάτι άπιαστο. Κάτι το οποίο είναι εξιδανικευμένο και δεν ήξερα αν μπορώ να το αγγίξω σ’ έναν φαντασιακό χώρο. Σήμερα πιστεύω ότι βρίσκεται σε μια φάση όπου αυτό που ποθώ μπορώ να το κυνηγήσω, να το διεκδικήσω, να το αγγίξω», παραδέχεται ο ίδιος. Αν διαβαστεί από μια πιο ψυχαναλυτική σκοπιά, ο πόθος μέσα στον κόσμο των ηρώων του έργου που αλλάζει βίαια και τους αφήνει κυριολεκτικά χωρίς έδαφος, μοιάζει να είναι το μόνο στοιχείο που τους κρατάει όρθιους. Η τελευταία αντίσταση απέναντι στην απώλεια, εκείνη η τυφλή προσπάθεια να νιώσουν, να υπάρξουν, να μη χαθούν. Αραγε, να βρισκόμαστε κι εμείς σε μια τέτοια, μεταβατική εποχή με εκείνους; «Εμείς βρισκόμαστε σε μια στάσιμη εποχή αλλά με την αρνητική έννοια του πράγματος. Η μεταβατική περίοδος έχει κάτι το οποίο προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε, να βρούμε, να μοιραστούμε, να αγγίξουμε, να το ψάξουμε. Η στασιμότητα είναι αυτή που, νομίζω, διακρίνει τη δική μας εποχή. Συμβαίνουν τόσα πράγματα γύρω μας και δύσκολα υπάρχει φως. Δεν υπάρχει η ανάγκη να κουνηθείς, να διεκδικήσεις, να αγωνιστείς για πράγματα, αλλά ένα “ωχ αδερφέ”. Ο αγώνας τελειώνει σ’ ένα ποστ για μας σήμερα. Οι μεταβατικές περίοδοι έχουν κάτι. Ο,τι πιο όμορφο έχει ζήσει αυτή η ανθρωπότητα, το έχει ζήσει μέσα στη μετάβαση και όχι στην παγίωση», καταλήγει ο Αινείας Τσαμάτης.

