15 C
Thessaloniki

Debate: Ηρθε η ώρα των αντιγράφων στα μουσεία;

Ημερομηνία:

«Εφτασε η στιγμή ώστε να αντικατασταθούν ορισμένα πολύτιμα εκθέματα μεγάλων μουσείων από αντίγραφα;» είναι το ερώτημα που έπεσε στο τραπέζι στον απόηχο της μεγάλης ληστείας στο Λούβρο, με λεία οκτώ κοσμήματα αξίας 88 εκατ. ευρώ. Η απάντηση που δόθηκε από τον διευθυντή των Συλλογών Διακοσμητικών Τεχνών στο Μουσείο του Λούβρου, Ολιβιέ Γκαμπέ, ήταν ξεκάθαρη και αρνητική μπροστά στο ενδεχόμενο τα πολύτιμα αντικείμενα να τοποθετηθούν στο θησαυροφυλάκιο και στη θέση τους να τοποθετηθούν ακριβή αντίγραφα. «Το να σκεφτόμαστε ότι θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τα πρωτότυπα έργα με αντίγραφα είναι σχεδόν σαν να αρνούμαστε την ίδια τους τη φύση» δήλωσε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Le Monde».

Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Η πρακτική της χρήσης αντιγράφων έναντι των αυθεντικών, είτε αρχαιοτήτων είτε έργων τέχνης, δεν είναι πρωτόγνωρη ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό. Και η εφαρμογή της οφείλεται σε μια πλειάδα διαφορετικών αιτιών που μπορεί να συνδέονται με την ασφάλεια των πρωτοτύπων λόγω της μεγάλης αξίας τους, με την ανάγκη προστασίας τους από την έκθεσή τους ακόμα και σε ελεγχόμενες συνθήκες περιβάλλοντος ή και επειδή τα πρωτότυπα μπορεί να είναι διαμελισμένα και τα τμήματα που βρίσκονται σε άλλες συλλογές να έχουν συμπληρωθεί από αντίγραφα.

Παραδείγματα

Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι το Μουσείο Ακρόπολης, όπου τα τμήματα των Γλυπτών του Παρθενώνα τα οποία βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο έχουν αντικατασταθεί από γύψινα αντίγραφα. Πρόκειται για μια εκθεσιακή πολιτική που είναι σαφής στον επισκέπτη και δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων. Λιγότερο ξεκάθαρο ίσως να είναι το παράδειγμα του Ιππέα Ραμπέν, του παλαιότερου αγάλματος ιππέα που αφιερώθηκε στην Ακρόπολη (περ. 550 π.Χ.), του οποίου το κεφάλι βρίσκεται στο Λούβρο και στο σώμα του γυμνού ιππέα έχει προστεθεί αντίγραφο της κεφαλής.

Λόγοι ευαισθησίας του υλικού κρατούν ασφαλή και μακριά από τα μάτια των επισκεπτών τα σχέδια του Αλμπρεχτ Ντίρερ από το μουσείο που έχει τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του στον κόσμο, το Αλμπερτίνα στη Βιέννη. Στις αίθουσες παρουσιάζονται αντίγραφα ή εκτυπώσεις υψηλής ανάλυσης, ενώ τα πρωτότυπα συμμετέχουν σε περιοδικές κυρίως εκθέσεις υπό αυστηρές συνθήκες φωτισμού, θερμοκρασίας και υγρασίας και για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Οπως σε όλα τα θέματα, βεβαίως, δεν λείπουν και οι θεωρίες συνωμοσίας με εκείνους που υποστηρίζουν ότι ιδιαιτέρως δημοφιλή εκθέματα έχουν απομακρυνθεί «μυστικά», με τα μουσεία να εξαπατούν τους επισκέπτες. Κορυφαία του είδους έχει στο επίκεντρό της τη «Μόνα Λίζα». Οι υποστηρικτές της τη θέλουν ασφαλισμένη στα έγκατα του Λούβρου και τους εκατομμύρια επισκέπτες του πιο δημοφιλούς μουσείου παγκοσμίως να συνωστίζονται μπροστά σε ένα αντίγραφό της.

Υπέρ ή κατά της έκθεσης αντιγράφων σε ένα μουσείο, όλοι συμφωνούν ότι θα πρέπει να γίνεται σαφές πότε ένα έκθεμα είναι αντίγραφο, καθώς η αυθεντικότητα αποτελεί θεμέλιο της εμπιστοσύνης του κοινού. Οι επιμελητές επισημαίνουν πως τα αντίγραφα έχουν κι αυτά αξία, αφού επιτρέπουν στους επισκέπτες να προσεγγίσουν έργα που διαφορετικά θα έμεναν αθέατα, καθώς «το ζήτημα δεν είναι μόνο η αυθεντικότητα του αντικειμένου, αλλά και η αυθεντικότητα της ιστορίας που αφηγείται», όπως έχει πει και ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, Στίβεν Λούμπαρ. Με αφορμή τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει διεθνώς, «ΤΑ ΝΕΑ» ζήτησαν τη γνώμη της γενικής διευθύντριας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, δρος Αναστασίας Γκαδόλου, και του επιστημονικού διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, δρος Γιώργη Μαγγίνη.

«Τα αντίγραφα συμβάλλουν στον αγώνα διάσωσης των μουσειακών θησαυρών»

Τίποτε δεν υποκαθιστά την εντύπωση της μορφής ενός αντικειμένου: την έκπληξη που επιφυλάσσει η κλίμακά του, τις μεταπτώσεις του φωτός πάνω στις αδρές ή λείες επιφάνειες, τη διαύγεια του υλικού, τις κηλίδες της πατίνας – όλα όσα καθιστούν τη θέαση του αυθεντικού αναντικατάστατη. Δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε το μάτι και, συνακόλουθα, δεν μπορούμε να συγκινήσουμε την καρδιά αντικαθιστώντας το μοναδικό κράμα ανθρώπινης εφευρετικότητας και περάσματος του χρόνου που είναι ένα έργο τέχνης με ένα –οσοδήποτε εξαιρετικό – αντίγραφο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο μάτι του ειδικού ή την καρδιά του φιλότεχνου – υπάρχει μια υποδόρια μέθεξη των ανθρώπινων όντων με τα φυσικά υλικά που αρκεί μια βαθιά ανάσα για να την κεντρίσει.

Εάν όμως η θέαση γίνεται μέσα από την οθόνη του κινητού τηλεφώνου ή στοχεύει στη βέλτιστη ανάρτηση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για ποια μέθεξη μιλάμε; Πράγματι, η επιπόλαιη ματιά των ξέπνοων περιπατητών στα μουσεία του 21ου αιώνα δεν αφήνει περιθώριο για βαθιές ανάσες. Ομως η εμπειρία δεν είναι μόνο θέαση. Από τη μία, υπάρχει η τοτεμική ισχύς του έργου που άγγιξε το χέρι του καλλιτέχνη, του αντικειμένου που δεν κατέστρεψαν η λάβα της Πομπηίας ή η οργή των βαρβάρων, του λειψάνου που λάτρεψαν γενιές πιστών. Από την άλλη, εμφιλοχωρεί η ιδιοτελής απόλαυση της κατ’ ενώπιον ενατένισης της Ιστορίας, της μεγαλοφυΐας, της ομορφιάς. Μέσα από αυτήν, ταυτιζόμαστε με τον προσκυνητή που διέσχισε θάλασσες κι ερήμους, με τον μαικήνα που αναγνώρισε το ταλέντο του τεχνίτη. Κοντολογίς, χρειαζόμαστε την ψευδαίσθηση ότι αγγίζουμε το αιώνιο.

Δεν υπάρχει λοιπόν καμία χρησιμότητα για τα αντίγραφα που παράγουν η ψηφιακή σάρωση και οι ακριβέστατες τρισδιάστατες εκτυπώσεις; Κάθε άλλο! Αυτοί οι καρποί της σύγχρονης τεχνολογίας είναι απαραίτητοι στον αγώνα διάσωσης των μουσειακών θησαυρών. Πρόσφατα, το Ιδρυμα Factum με έδρα τη Μαδρίτη αναπαρήγαγε μια χτένα από ελεφαντόδοντο του 5ου ή 6ου αιώνα από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη που είναι τόσο εύθραυστη που δεν μπορεί να μετακινηθεί δίχως κίνδυνο. Το μοναδικής εικονογραφίας αντικείμενο αυτό, με προσωποποιήσεις της Ρώμης στη μία όψη και της Κωνσταντινούπολης στην άλλη, είναι περιζήτητο σε εκθέσεις διεθνώς και το ακριβέστατο αντίγραφό του, που δεν μπορεί κανείς να διακρίνει από το αυθεντικό εκτός κι αν το κρατήσει στο χέρι του, θα μας επιτρέψει να το μοιραστούμε στο μέλλον με ένα ευρύτατο κοινό διαφυλάσσοντας τον θησαυρό που τύχη αγαθή μάς εμπιστεύτηκε. Ισως το αντίγραφο, με τη σειρά του, να γίνει ένα σύμβολο για τη δύναμη της ανθρώπινης επινοητικότητας όταν συνδυάζεται με την ευαισθησία.

Ο δρ Γιώργης Μαγγίνης είναι επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη

«Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μαγεία του πρωτοτύπου»

Η παρουσίαση των ανασκαφικά βεβαιωμένων ευρημάτων από την ελληνική γη στα μουσεία και κατ’ επέκταση στην κοινωνία είναι μία από τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις των αρχαιολόγων και επιμελητών των μουσείων.

Το κάθε αντικείμενο έχει μια μοναδική ιστορία που ξεκινά από τη στιγμή που αυτό κατασκευάζεται και σιγά σιγά αυτή συμπληρώνεται τόσο από την ιστορική περίοδο στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της οποίας αυτό εντάσσεται όσο και από τους ίδιους τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούσαν. Η ανακάλυψή του, η μελέτη του, η παρουσίασή του στη σημερινή κοινωνία, αλλά και η έμπνευση που αυτό μπορεί να δώσει σε έναν σύγχρονο καλλιτέχνη για να δημιουργήσει τα δικά του καλλιτεχνικά έργα (μουσική, χορό, ζωγραφική, θέατρο), συμπληρώνουν τη βιογραφία του.

Η αντιγραφή έργων τέχνης είναι μια πολύ διαδεδομένη πρακτική από την αρχαιότητα ήδη, την οποία ξεκίνησαν οι Ρωμαίοι. Ωστόσο τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μαγεία του πρωτοτύπου. Μόνο σε ένα πρωτότυπο έργο μπορεί ο επισκέπτης του μουσείου να δει ή να φανταστεί με την κατάλληλη πληροφόρηση τον αρχαίο δημιουργό που το κατασκεύασε και τον άνθρωπο που το χρησιμοποίησε στην καθημερινότητά του, το πρόσφερε ως δώρο στους θεούς του ή τέλος τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία.

Και αυτό είναι κάτι που κανένα αντίγραφο δεν μπορεί να το αντικαταστήσει.

Τα αρχαία έργα τέχνης και τα αντικείμενα της καθημερινότητας του προϊστορικού και ιστορικού παρελθόντος κάθε πολιτισμού αντικατοπτρίζουν τις ποικίλες εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής και είναι αυτά που δίνουν τη δυνατότητα στους μελετητές του σήμερα – αρχαιολόγους, ιστορικούς, ιστορικούς της τέχνης – να ανασυστήσουν την ιστορία της κάθε κοινωνίας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας σήμερα μπορεί να μας βοηθήσει να θωρακίσουμε τα μουσεία μας και μαζί με το επαρκές φυλακτικό προσωπικό να μας διασφαλίσουν ότι θα θαυμάζουμε τα αρχαία έργα τέχνης και τα ποικίλα τέχνεργα του παρελθόντος, θα μεταφερόμαστε μέσα από αυτά στην κοινωνία μιας άλλης εποχής την οποία θα κατανοούμε μέσα από τις ποικίλες ιστορίες που αυτά τα αντικείμενα έχουν να μας διηγηθούν.

Μόνο με αυτόν τον τρόπο ο εκπαιδευτικός και διδακτικός ρόλος των μουσείων είναι δυνατό να πληρωθεί και να δοθεί η δυνατότητα στους σημερινούς επισκέπτες των μουσείων να γίνουν οι φορείς της ιστορικής πληροφορίας που θα μεταφερθεί στις επόμενες γενιές.

Αυτός ίσως είναι και ένας τρόπος να αντισταθούμε στην εικονική πραγματικότητα που μας περιβάλλει όλο και περισσότερο και διαμορφώνει επικίνδυνα την καθημερινότητά μας.

Τα μουσεία μας μπορούν να είναι ένας από τους τόπους πολιτισμού όπου θα κυριαρχεί η αυθεντικότητα η οποία θα βοηθά στη βιωματική προσέγγιση της ιστορίας.

H δρ Αναστασία Γκαδόλου είναι γενική διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης

Πηγή: taNea.gr

κοινοποιήστε την ανάρτηση

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related