Και έτσι ξαφνικά, συμβαίνει κάτι που αλλάζει μονομιάς το κλίμα, τη διάθεση και το συλλογικό σημείο αναφοράς μας. Διότι ο Σαββόπουλος δεν ήταν μόνο ο εθνικός μας τραγουδοποιός, αλλά κάτι που υπερέβαινε κάθε τίτλο ή χαρακτηρισμό. Μορφοποίησε μουσικά το κοινό βίωμα, του έβαλε νότες και στίχους, μετέτρεψε σε ποίηση τη ζωή μας.
Ανέδειξε τις διαχρονικές αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας, υπερβαίνοντας χρονικές, πολιτικές ή κοινωνικές συγκυρίες. Συνέθεσε έργα που δεν ακολούθησαν ασφαλή καλλιτεχνικά σχήματα, στο άκουσμά τους προκαλούν εσωτερική διονυσιακή διάθεση, μια παράξενη ανάταση, ανατριχίλα.
Το 1966, μόλις 22 ετών, κυκλοφόρησε το «Φορτηγό», ενώ 3 χρόνια αργότερα εν μέσω Δικτατορίας «Το περιβόλι του τρελού», άλμπουμ-σταθμό με τραγούδια που παίζονται σήμερα, 6 δεκαετίες μετά. Ακολούθησε μια ξέφρενη διαδρομή, με θρυλικές επιτυχίες, αλλά και δύσκολες στιγμές, τις οποίες ο ίδιος θα περιέγραφε: «η ρήξη μου με το κοινό με το “Κούρεμα” ήταν η σκληρότερη της ζωής μου, αλλά την άντεξα. Το ‘χω κάπως σαν παράσημο. Έφθασα να παίζω στο άδειο “Zoom” με καμιά εικοσαριά πελάτες, που δεν με άντεχαν, με προπηλάκιζαν, σηκώνονταν κι έφευγαν. Μου πετούσαν δεκάρες, φώναζαν “αίσχος”, αποχωρούσαν. Άλλοι γράφανε βρισιές στον τοίχο του σπιτιού μας».
Δεν ήταν όμως η μόνη στιγμή που θα δεχόταν επιθέσεις, όπως κάθε ισχυρή προσωπικότητα που έχει το θάρρος της γνώμης της και διατυπώνει ανοιχτά την άποψή της. Λίγο πριν τις εκλογές του 2023 που ο Σαββόπουλος είχε δηλώσει πως επιθυμούσε αυτοδύναμη κυβέρνηση δέχτηκε μεθοδευμένες χυδαίες επιθέσεις, ενώ ο Παύλος Πολάκης έγραψε «Άντε χάσου θεραπαινίδα του Μητσοτακέικου! Τολμάς και μιλάς ακόμα στο όνομα των τραγουδιών που κάποτε είπες. Είσαι λίγος, διεφθαρμένος, επαρχιώτης, εγωπαθής και χαλασμένος!». Ο Φώτης Γεωργελές είχε αναρωτηθεί σε editorial του: «απέναντι στις χυδαίες επιθέσεις δεν στάθηκε ούτε ένας δίπλα του από τους ομότεχνούς του. Αυτοί οι “ευαίσθητοι” άνθρωποι που τραγουδάνε “για τον άνθρωπο”, που κάθε μέρα δίνουν αγώνες για την ελευθερία, που σηκώνουν γροθιά απέναντι στον φασισμό, όταν τον φασισμό τον είδαν μπροστά τους, πού ήταν;».
Το αφτί του Σαββόπουλου δεν ίδρωσε ποτέ. Αλλωστε είχε περιγράψει μέσα από τους στίχους του τους «Κωλοέλληνες», αλλά και την «αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που μας κάνει κριτική» στην προσωπική μουσική ματιά του στους «Αχαρνής» που τελικά δεν εντάχθηκε στην παράσταση του Κουν αλλά ανέβηκε ως δική του μουσική παράσταση γράφοντας ιστορία. Πάντα στη σωστή της πλευρά, όταν ο Πούτιν βομβάρδιζε μαιευτήρια στην Ουκρανία και κάποιοι δήλωναν «με τον άνθρωπο» κάνοντας γραφικές διακηρύξεις ίσων αποστάσεων, ο Σαββόπουλος, ο αγωνιστής κατά της Χούντας που βασανίστηκε στο κολαστήριο της Μπουμπουλίνας, δήλωνε «αγαπούμε κι εμείς την ειρήνη, τον άνθρωπο κ.λπ. και οφείλουμε, σαν ενήλικοι που είμαστε και όχι σαν “αιώνιοι έφηβοι” – έχει καταντήσει εντελώς μπανάλ αυτό το κλισέ – να κατονομάζουμε τον εκάστοτε βομβαρδιστή της ειρήνης, του ανθρώπου, των λαών».
Ο Σταύρος Ξαρχάκος έγραψε «πολεμήθηκε, αμφισβητήθηκε, έγινε βορά, απλώς επειδή είχε διαφορετική άποψη ή ιδεολογία. Ας αναρωτηθούμε πόσο δημοκράτες είμαστε όταν αποδομούμε τόσο εύκολα καλλιτέχνες και τους θέλουμε στα μέτρα μας. Το καλό είναι ότι κανείς δεν μπόρεσε να τον βλάψει διότι, πολύ απλά, ο Διονύσης θα υπάρχει από το έργο του, θα κρατάει έναν καθρέφτη απέναντι στον Έλληνα είτε είναι ερωτευμένος είτε επαναστατημένος είτε ταλαιπωρημένος είτε ιδεαλιστής είτε απλώς “Κωλοέλληνας”. Ας διαλέξει καθένας σε ποια κατηγορία ανήκει».
Αλλωστε το είχε γράψει ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος από το 1966: «Ερχεται η στιγμή να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις».

