Ο Πυθαγόρας ο Σάμιος (περ. 570 – 496 π.Χ.) υπήρξε σημαντικότατος προσωκρατικός φιλόσοφος, μαθηματικός και μουσικολόγος· παντρεύτηκε την κατά 30 χρόνια μικρότερή του μαθήτρια, Θεανώ, φιλόσοφο και αστρονόμο από τους Θούριους της Κάτω Ιταλίας. Θεωρούσε ότι για να κατανοήσεις τον κόσμο πρέπει να μπορείς να παρατηρείς την πραγματικότητα και να μην εμπλέκεσαι σε αυτήν έχοντας κάποια προσωπική επιδίωξη.
Το παράδειγμα που επέλεξε για να μας το ξεκαθαρίσει ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, στους οποίους είχε αγωνιστεί ως νεαρός πυγμάχος και κέρδισε το 548 π.Χ., όπως υποστηρίζει ο Φιλίπ Τιμποντό, καθηγητής κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Ο ανθρώπινος βίος μοιάζει με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τους προσερχόμενους σε αυτούς. Κατά τον Πυθαγόρα, όπως μας το μαρτυρά ο ιστοριογράφος και βιογράφος των φιλοσόφων, Διογένης ο Λαέρτιος 180 – 240 μ.Χ.), οι προσερχόμενοι είναι τριών λογιών.
Μια κατηγορία είναι οι αθλητές που συμμετέχουν στους αγώνες· αυτοί επιδιώκουν να αποκομίσουν φήμη, δόξα και τα συμπαρομαρτούντα από αυτή την αναγνώριση. Μια δεύτερη κατηγορία αποτελούν οι έμποροι, όσοι δηλαδή προσέρχονται για να πωλήσουν την πραμάτεια τους και διάφορα αγαθά, προσδοκώντας να επωφεληθούν από την εμπορική δραστηριότητά τους βγάζοντας κέρδος, χρήμα. Το τρίτο είδος είναι όσοι προσέρχονται για να δουν τους αγώνες, οι θεατές, και με αυτούς παρομοιάζονται οι φιλόσοφοι· βλέπουν τα δρώμενα του βίου χωρίς πάθος και προσπαθούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα.
Αυτές οι τρεις κατηγορίες είναι σχεδόν ακατόρθωτο να εμπλακούν σε καλοπροαίρετο διάλογο, διότι όσοι έχουν διαφορετική πρόσληψη της πραγματικότητας δεν έχουν κοινές αφετηρίες ούτε κοινά δεσμευτικά, ας πούμε, κριτήρια στον τρόπο θέασης, στόχου ή εμπλοκής στη συζήτηση. Συνήθως οι άνθρωποι θεωρούν ότι επιχειρηματολογούν παρότι θεμελιώνουν την άποψή τους σε μια στρέβλωση, προκατάληψη, αγκύλωση ή απλώς σε μια ευρέως αποδεκτή στερεοτυπική στάση ή συμπεριφορά.
Μια επιχειρηματολογία μπορεί να έχει αληθείς προκείμενες, αλλά το επιχείρημα καθαυτό να μην είναι έγκυρο, διότι του λείπει η βασική προϋπόθεση συνεκτικής δομής, δηλαδή της συνοχής του. Τη σύγχυση αυτής της αδυναμίας, η οποία αποδυναμώνει τον ορθολογισμό μας και εξουδετερώνει ακόμη και τις μέχρι τώρα επιστημονικές παραδοχές για τον κόσμο, ενισχύει ο ωκεανός της προπαγανδιστικής πληροφορίας μέσα από τους διαύλους χειραγώγησης της γνώμης μας, τον δικαιωματισμό, την πολιτική ορθότητα κ.λπ.
Η προπαγάνδα χειραγωγεί, η ιδεολογία αγκυλώνει· το συναίσθημα είτε μεγεθύνει είτε συρρικνώνει τη σχέση μας με το φαινόμενο, και η περί τη σημασία του εαυτού μας οίηση μπορεί να μας κάνει θεόρατους! Το Πανεπιστήμιο είναι χώρος αντιπολίτευσης και ανυπακοής, όπου συγχέεται η πολιτική ανυπακοή με την αντιπολίτευση, εφόσον οι δυο έννοιες δεν έχουν ίδιο περιεχόμενο ούτε ίδιο σκοπό.
Η αντιπολίτευση αναπτύσσεται στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, αξιοποιώντας νόμιμα μέσα για να ασκήσει κριτική και να προτείνει εναλλακτικές πολιτικές· συνήθως, όμως, περιορίζεται σε κάποια ασυνάρτητη καταγγελία. Η πολιτική ανυπακοή εκδηλώνεται ως συνειδητή παραβίαση κανόνων δικαίου, όποτε οι νόμοι θεωρούνται αυθαιρέτως άδικοι, μεροληπτικοί ή καταπιεστικοί, από τους «ανυπάκουους», οι οποίοι αποβλέπουν στο να προκαλέσουν κάθε λογής αξιακή σύγχυση και τριβές, όχι απλώς για να διατυπώσουν εύλογο προβληματισμό!
Επειδή οι συγκαιρινοί μας οιονεί ανυπάκουοι είναι κατά κανόνα μαρξιστές, περιλαμβάνουν τον νόμο στα συστατικά της υπερδομής (ή εποικοδομήματος), δηλαδή στο σύνολο των θεσμών, ιδεών και αξιών που στηρίζουν και νομιμοποιούν την οικονομική βάση. Θεωρούν πως ο νόμος εκφράζει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, διασφαλίζοντας τη διατήρηση των σχέσεων παραγωγής και της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής· κατ’ αυτούς ο κανόνας δικαίου αποτελεί ιδεολογικό παράγωγο και στην πανεπιστημιακή λειτουργία συγκαλύπτει τις σχέσεις εκμετάλλευσης πίσω από την επίφαση της νομιμότητας· αυτή η αντίληψη δημιουργεί συγκρούσεις των ακαδημαϊκών στα συλλογικά όργανα και στις γενικές συνελεύσεις των Σχολών, αλλά και μεταξύ ακαδημαϊκών και φοιτητών που είναι θυμικο-ιδεολογικώς έντονα φορτισμένοι. Πώς, άραγε, ένα δρων υποκείμενο θεωρείται ελεύθερα σκεπτόμενος πολίτης, όταν υπακούει μονόμπαντα στις ιδεολογικές αγκυλώσεις ή στις ασύνειδες εμμονές του;
Ο Κώστας Θεολόγου είναι διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής ΕΜΦΕ ΕΜΠ
Ο Σταμάτης Φασουλής απουσιάζει εκτάκτως

