Ολόκληρο το ταξίδι του Διονύση Σαββόπουλου ήταν οι συναντήσεις του με τη γενιά του. Την ξέρω αυτή τη γενιά. Γεννημένοι το 1943, το 1944, το ’45, μέχρι το ’46. Γενιά και του συχωρεμένου του πατέρα μου. Γεννηθείς το ’43 εκείνος. Το ’44 ο Διονύσης. Γενιά που πρόλαβε τον απόηχο του Εμφυλίου. Ηταν στην άνοιξη του ’60. Λαμπράκηδες. Μετά στο πικρό γκροτέσκο της χούντας. Πρόλαβαν και τη στερέωση της Μεταπολίτευσης. Τον εκσυγχρονισμό – που έμελλε να τάξει το πιο λαϊκό κόμμα – και την Ολυμπιάδα. Την πτώχευση. Το πιο δυναμικό της κομμάτι διαδήλωσε για το Κυπριακό το ’60. Μετείχε με κάποιον τρόπο στον ηρωικό αντιδικτατορικό αγώνα. Δεν έχουν σημασία οι μεταμορφώσεις του καθενός εξ αυτών. Πολλοί από τη γενιά εκείνη εξέβαλαν σε έναν ρεαλισμό που την τελευταία εικοσαετία γειτνίασε με έναν αμοραλισμό. Ή απλώς αναδιπλώθηκαν σε ένα ατομικό όνειρο.
Οι γενιές αυτές, του ’60 οι εκδρομείς κατά Διονύση, μαζί με τον αγώνα που έδωσαν για την προσωπική ή συλλογική ζωή είχαν την τύχη (; ) να προλάβουν πολλές Ελλάδες. Δεν ήταν όμως μία γενιά. Ηταν πολλές. Ολο το ταξίδι του Διονύση μέσα από το ουσιαστικό και βαθύ ποιητικό έργο του ήταν ακριβώς αυτές οι συναντήσεις με εκείνη τη γενιά, τη δική του. Η δημιουργία του υπερέβαινε προφανώς και υπερβαίνει τους συνομηλίκους του. Δεν τον τραγούδησε μόνο η γαλαρία του πούλμαν. Οι μεγάλοι δημιουργοί εξάλλου είναι ενοποιητικοί. Εκείνος όμως, νομίζω, είχε στα μάτια του, στα αφτιά του, στο βλέμμα του και στη σκέψη του εκείνη τη γενιά. Τη δική του. Τους ανθρώπους που τον αγάπησαν στη Ρουλότα, στο Κύτταρο, στο Ροντέο, στον Ρήγα. Και που μπορεί να θύμωσαν μαζί του στο «Κούρεμα» που τα έβαλε με τον μοιχό αρχηγό. Που μπορεί να τον αθώωσαν μέσα τους όπως τους μεγάλους έρωτες. Τις γενιές που πρόλαβαν να δουν τους γονείς τους σακατεμένους από την Μακρόνησο («Μάνα μου όλα περνούν»).
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που πέρασε στην Ιστορία την Τρίτη το βράδυ ολοκληρώνοντας τον βιολογικό του κύκλο, σε όλες αυτές τις συναντήσεις του, μοναχικές ή συλλογικές, θυμωμένες, εκρηκτικές ή απλώς ζεστές όπως οι συναντήσεις των φίλων, κόμιζε όλα όσα εκείνες οι γενιές είχαν και ήξεραν και προηγήθηκαν αυτών. Τον Τσιτσάνη που ξεκίνησε παίζοντας βιολί, τον Πεντζίκη, τον Ιωάννου, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, τον Μάνο και τον Μίκη. Τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια αλλά και λίγο μετά, στα χρόνια της προσδοκίας των 60s, στην αντιπαροχή, στις μετακινήσεις των χωριών στην Αθήνα, έμελλε ευτυχώς όλα αυτά να τα παρατηρεί και να τα μεταβολίζει σε ποίηση ο σαλονικιός τροβαδούρος. Από την πλατεία που γέμιζε από φοιτητές της ΕΦΕΕ μέχρι τους ανεκπλήρωτες έρωτες. Ο Διονύσης γρήγορα μαζί με τη δημόσια δημιουργία του κατάφερε μια «μυστική ζωή». Εναν μικρό κύκλο που είχε μέσα τον πρόωρα χαμένο Αλκη Σαχίνη, τον φωτισμένο παραγωγό Τάσο Φαληρέα, τον Κυριτσόπουλο και τον Σιμώτα, τον Σεφέρη και τον Τσαρούχη. Την Ασπα πάντα. Το ταξίδι του Διονύση ήταν οι δημόσιες συναντήσεις με τη γενιά του αλλά και ο μυστικός κήπος της δημιουργίας του. Η μέσα και η έξω ζωή του.
Αυτός, Αυτή, Αυτό: Φυλακές
Τι λέει ή τι σκέφτεται ο απλός λαός με τις εικόνες του κρατούμενου Νικολά Σαρκοζί; «Α, στη Γαλλία τουλάχιστον οι πολιτικοί και δη οι πρόεδροι μπορούν να καταλήξουν στη φυλακή». Και η κουβέντα πάει στο πόσο τιμωρητικό πρέπει να είναι το σύστημα, αν οι πολιτικοί «είναι όλοι απατεώνες και κλέφτες» (προσφιλής θέση της Ακροδεξιάς, εκτός βέβαια των δικών της πολιτικών) και γιατί η Ελλάδα ακόμη τους προστατεύει με νόμο (sic). Ενα αμιγώς αντιπολιτικό ρεπερτόριο που όχι απλώς δεν τελειώνει ποτέ, αλλά τροφοδοτείται περισσότερο στο περιβάλλον θεσμικής και δικαιικής αδυναμίας.
#Hashtag: Τζουκ μποξ
Κάτι ακόμη για την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου. Μια στιγμή του που πρέπει να του αποδοθεί μόνο θετικά είναι η σειρά «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» από την ΕΡΤ. Μια εκπομπή που μόνο ο Διονύσης θα μπορούσε να φανταστεί και να της προσδώσει έναν ευρύτερο κοινωνικό χαρακτήρα και όχι απλώς αμιγώς μουσικό. Για τη δική μου γενιά, ο ρόλος της ήταν μυητικός σε πιο βαθιές όψεις του ελληνικού τραγουδιού. Εδώ ο αθεόφοβος έβαλε σε μια βάρκα τον Μπιθικώτση, την Γκρέυ και την Αρβανιτάκη να τραγουδούν λαϊκά. Εδώ πρωτοείδαμε τον Βασίλη Καζούλη, τους Φατμέ ή τον διάλογο του Γιώργου Ζαμπέτα με τους αδελφούς Φαληρέα (Τάσο και Γρηγόρη). Το τζουκ μποξ της εκπομπής το είχε ο Διονύσης στο γραφείο του στο Κολωνάκι.