Χωρίς αμφιβολία, η ξαφνική παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από τον ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε θόρυβο. Οχι γιατί στην πραγματικότητα ήταν πολλοί αυτοί που αιφνιδιάστηκαν. Αλλά γιατί ούτως ή άλλως χωρίς «αναστάτωση» το γεγονός δεν θα είχε νόημα. Επρόκειτο κατά συνέπεια για θόρυβο σκοπούμενο, αφού εκ των πραγμάτων θα αποτελούσε μέρος του προαναγγελθέντος rebranding.
Θύμα του ασφαλώς το παλιό του κόμμα, στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν χρωστάει και λίγα. Και ας λένε ότι ισχύει το αντίστροφο επειδή, όπως όλοι θυμόμαστε, ο πρωθυπουργός της πρώτης φορά Αριστερά το παρέλαβε στο 4% και το παρέδωσε κόμμα εξουσίας και αξιώσεων τουλάχιστον μέχρις ότου άρχισε να εξατμίζεται ως προϊόν πεπερασμένης ημερομηνίας λήξης.
Να, λοιπόν, από πού ίσως θα έπρεπε να αρχίσει ο ίδιος την αυτοπρόσωπη μάλιστα ανακοίνωση της αποχώρησής του από τις τάξεις της κοινοβουλευτικής του ομάδας. Πολύ περισσότερο που οι στίχοι του Ναζίμ Χικμέτ περί των «όμορφων θαλασσών», στις οποίες υπόσχεται να πλεύσει εφεξής, δεν συνιστούν απάντηση στο ερώτημα που αφορά στις μελλοντικές σχέσεις του με την Αριστερά.
Κι όμως πρόκειται για ερώτημα η απάντηση στο οποίο, αν δεν είναι υποχρεωτική, μπορεί κάλλιστα να είναι διαφωτιστική. Όχι τόσο για τις προθέσεις του, που είναι μάλλον σαφείς, καθότι έχει γίνει παγκοίνως αντιληπτό ότι στο πίσω, αλλά προφανώς και στο μπροστινό, μέρος του μυαλού του βρίσκεται η φιλοδοξία να ιδρύσει ένα νέο κόμμα. Όσο κυρίως για τις σκέψεις που κάνει σχετικά με το τι σημαίνει και με ποιο σχέδιο μπορεί να αντιμετωπισθεί αυτό το δίδυμο φαινόμενο – γέννημα της προϊούσας κρίσης ηγεσίας, εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης που συνιστά στις ημέρες μας η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και ο ταυτόχρονος κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων.
Γιατί αν είναι αυτό το συμπτωματικό φαινόμενο των καιρών που νομιμοποιεί την προετοιμασία του εγχειρήματος, ο σκοπός δεν μπορεί να είναι απλώς να μην καεί στο ζέσταμα, αλλά και να απαντά στις προκλήσεις της εποχής, να απευθύνεται σε συγκεκριμένα ακροατήρια και να έχει χαρακτηριστικά προγραμματικής προσφοράς, ικανής να καλύψει τις απαιτήσεις των νέων μορφών πολιτικής ζήτησης. Της ζήτησης, δηλαδή, που διαμορφώνει το υφιστάμενο γνωστό κενό μεταξύ του θνήσκοντος παλιού και του αγέννητου νέου. Ή άλλως πώς, μεταξύ των γνωστών και μη εξαιρετέων αρχηγών και του πανταχόθεν προκρινόμενου «κανενός».
Γιατί αυτό που περιμένει η «αγορά» των απεγνωσμένων πολιτών από οποιονδήποτε εκπρόσωπο της Κεντροαριστεράς, είτε της πρώτης είτε για πολλοστή φορά Αριστερά, επιθυμεί να διεκδικήσει τις εκλογικές της προτιμήσεις, περισσότερο από μια γενναία πλην όμως όχι αρκετή αυτοκριτική, είναι μια έστω οξυδερκή και κατά το δυνατόν ιστορικά βασιμότερη ερμηνεία των αιτίων που την έχουν απομακρύνει από αυτούς που λογικά θα έπρεπε να εκφράζει.
Όσο περισσότερο θόρυβο προκαλέσει μια τέτοια ερμηνεία, τόσο δημιουργικότερος θα είναι. Κυρίως αν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι χωρίς μια νέα μεταπολίτευση, καμία προσπάθεια ανανέωσης του πολιτικού συστήματος δεν θα μπορεί να ευοδωθεί. Γιατί εκείνο που χρειάζεται είναι κόμματα που θα έρχονται από το μέλλον και δεν επιστρέφουν στο παρελθόν παρά μόνον για να αντλήσουν χρήσιμα διδάγματα.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας – αναλυτής