22.8 C
Thessaloniki

Πόσο μακριά είναι η Ελλάδα από τον Καναδά;

Ημερομηνία:

Τορόντο, Οντάριο, Καναδάς… Ενα ταξίδι ζωής, ένα ταξίδι που φαντάζει – και είναι – μακρινό, πόσω μάλλον όταν μιλάμε για τις συνθήκες της μετανάστευσης στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Τότε που εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες, μετά το τέλος του πολέμου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους με πλοίο για τον Καναδά, αναζητώντας τη «γη της επαγγελίας». Ταξίδεψαν για περίπου έναν μήνα προκειμένου να φτάσουν τελικά «στην άλλη άκρη του κόσμου», κουβαλώντας στις αποσκευές τους την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Μετανάστες πρώτης γενιάς, ψάχνοντας δουλειά χωρίς να γνωρίζουν καν τη γλώσσα. Πάλεψαν, επέμειναν, παρέμειναν. Σήμερα, αρκετοί από αυτούς – αν όχι οι περισσότεροι, παραμένουν εκεί, έχοντας πλέον αποκτήσει παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, καθώς και επιχειρήσεις, περιουσία – και μαζί με όλα αυτά μια «δεύτερη» πατρίδα.

Η πρόσφατη επίσκεψή μου στο Τορόντο αποτέλεσε την αφορμή για να γνωρίσω αρκετούς έλληνες ομογενείς, μετανάστες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς. Από την πρώτη κιόλας επαφή μου μαζί τους ένιωσα τη φιλοξενία, τη μεγαλοκαρδία και την αγάπη τους για την πατρίδα που άφησαν πίσω, είτε οι ίδιοι/-ες είτε οι γονείς τους. Οσο περισσότερο τους συναναστρεφόμουν τόσο ήθελα να μαθαίνω πιο πολλά για τη ζωή τους, στο παρελθόν και στο παρόν. Πρόθυμοι όλοι τους να ανοίξουν τα σπίτια και τις καρδιές τους, μου αφηγήθηκαν το – οδυνηρό και αβέβαιο τις περισσότερες φορές – ταξίδι προς την ξενιτιά, τις δυσκολίες προσαρμογής και επιβίωσης, αλλά και τη ζωή τους όπως διαμορφώθηκε στο πέρασμα των χρόνων έως σήμερα.

Η ελληνική κοινότητα στο Τορόντο προσπαθεί να παραμείνει ενωμένη. Με έναν τρόπο, οι πάντες γνωρίζονται μεταξύ τους, αλληλοβοηθιούνται, αισθάνονται πως τους ενώνει μια «συγγενική» σχέση, έστω κι αν αυτή οφείλεται απλά και μόνο στην κοινή καταγωγή τους. Οπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους «στα ξένα» τούς έκαναν να συσπειρωθούν και να στέκονται ο ένας στο πλευρό του άλλου. Αποκτώντας, έτσι, μια «συνήθεια» που εξακολουθεί να τους συντροφεύει μέχρι και σήμερα, πάνω από έξι δεκαετίες αργότερα.

Αν κάτι χαρακτηρίζει τους Ελληνες του Τορόντο, είναι η βαθιά ριζωμένη αγάπη τους για την Ελλάδα, είτε έζησαν εκεί κάποια χρόνια είτε όχι, αλλά και η παράδοση, τα έθιμα και τα ήθη, που προσπαθούν να τα διατηρούν. Η αλήθεια, δε, είναι ότι το κατορθώνουν. Μεγάλα, οικογενειακά κυριακάτικα τραπέζια με ελληνικό φαγητό και απαρτία όλων των μελών της οικογένειας. Τεράστια γλέντια με ελληνική, λαϊκή, δημοτική και παραδοσιακή μουσική σε γάμους, γιορτές, πανηγύρια και εκδηλώσεις. Βαθιά θρησκευόμενοι οι περισσότεροι, εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή στις δεκαέξι χριστιανικές ορθόδοξες εκκλησίες που είναι χτισμένες σε ολόκληρο το Οντάριο. Οσο για την Ελλάδα, την επισκέπτονται – όπως τουλάχιστον μας είπαν – τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ενώ συνομιλούν με τους συγγενείς τους στο τηλέφωνο σχεδόν καθημερινά.

«Λέγανε ότι τα δολάρια τα βρίσκαμε στον δρόμο!»

Η Νότα Ελιόπουλος (Nota Eliopoulos), Ελληνίδα με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, μετανάστευσε στο Τορόντο με τους γονείς της σε ηλικία μόλις τριών ετών. Η ίδια θυμάται και αφηγείται: «Γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο πατέρας μου είχε δυσκολίες και προβλήματα με την οικογένειά του και αποφάσισαν να φύγουν για το Τορόντο το 1955. Ο πατέρας μου πήγε μόνος του στην αρχή και λίγους μήνες μετά πήγαμε εγώ με την αδερφή και τη μητέρα μου. Ζούσαμε σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί. Στην Ελλάδα ο πατέρας μου ήταν μηχανικός. Οταν πήγαμε στον Καναδά, για έναν χρόνο έπλενε πιάτα γιατί δεν ήξερε τη γλώσσα και τα βράδια έβαφε σπίτια. Σιγά σιγά άρχισε να απασχολείται στο αντικείμενό του».

Και συνεχίζει, εμφανώς φορτισμένη: «Πήγαμε με την αδερφή μου σε καναδικό αλλά και σε ελληνικό σχολείο. Τότε δεν μας δέχονταν εύκολα. Ημασταν στο περιθώριο επειδή ήμασταν Έλληνες μετανάστες. Σπίτι μας μιλούσαμε ελληνικά. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε εκκλησία και κατηχητικό. Ετσι κάναμε και με τα δικά μας παιδιά και τα εγγόνια μας. Ο σύζυγός μου ήρθε στο Τορόντο σε ηλικία 19 ετών. Τότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην παντρευτείς Ελληνα. Επρεπε οπωσδήποτε ο γάμος να γίνει με συμπατριώτη μας».

Η κυρία Νότα, η οποία είναι σήμερα πρόεδρος της παναρκαδικής κοινότητας στο Τορόντο, έχει δύο κόρες και εγγόνια. Η κόρη της έχει παντρευτεί επίσης Ελληνα και τα εγγόνια της μιλούν και κατανοούν τα ελληνικά. Τη ρωτώ αν της λείπει η Ελλάδα και αν ποτέ σκέφτηκαν να επιστρέψουν πίσω. Και απαντά: «Η ζωή μας, κορίτσι μου, φτιάχτηκε εδώ. Προσπαθήσαμε, δουλέψαμε, κάναμε σπίτια και περιουσίες. Οχι, δεν το σκεφτήκαμε να γυρίσουμε. Την Ελλάδα την αγαπάμε και μας λείπει. Την επισκεπτόμαστε κάθε καλοκαίρι για διακοπές και κάνουμε και αντάμωμα στα χωριά μας. Προσπαθούμε να φέρουμε την Ελλάδα εδώ στο Τορόντο, με τη βοήθεια των πολιτιστικών και χορευτικών συλλόγων μας».  Και καταλήγει: «Καμιά φορά αισθάνομαι ότι είμαστε πιο Ελληνες και από εσάς που ζείτε εκεί. Οι Ελληνες λέγανε για εμάς ότι εδώ τα δολάρια τα βρίσκαμε στον δρόμο. Κανείς μας δεν βρήκε τίποτα στον δρόμο. Ο,τι κάναμε το κάναμε με ιδρώτα και αίμα! Ο σύζυγος ο δικός μου δούλεψε για τρεις ζωές. Ολα τα κάναμε με πολύ κόπο».

Πηγή: taNea.gr

κοινοποιήστε την ανάρτηση

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

ΟΗΕ: Η Ινδονησία είναι έτοιμη να στείλει στρατεύματα για μια διεθνή δύναμη στη Γάζα

Ο πρόεδρος της Ινδονησίας Πραμπόβο Σουμπιάντο διαβεβαίωσε σήμερα στον...

Ισπανία: Διαμάχη μετά τις βλάβες σε ηλεκτρονικά βραχιολάκια που φορούν βίαιοι πρώην σύντροφοι

H ισπανική κυβέρνηση διαβεβαίωσε σήμερα πως οι γυναίκες θύματα...

Θεσσαλονίκη: Δημιουργίες του διάσημου σχεδιαστή Λευτέρη Δότσιου στην πασαρέλα για φιλανθρωπικό σκοπό

Μοναδικές δημιουργίες του Λευτέρη Δότσιου του διάσημου Έλληνα σχεδιαστή...