Η τρέχουσα επικαιρότητα, όταν δεν είναι τραυματική, είναι βαρετή. Και αναμενόμενη. Η μεταγραφή του Ανδρέα Λοβέρδου παράγει περισσότερη κωμικογραφία παρά πολιτική ειδησεογραφία. Η Γάζα αδειάζει και μας διχάζει διότι δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε από τα σύνορα του μανιχαϊστικού μας μικρόκοσμου που μας υπαγορεύει ότι για να υπερασπιστείς το παιδί που ξεψυχάει σκελετωμένο πρέπει να πλακώσεις στα μπουκέτα όποιον μιλάει εβραϊκά στο Σύνταγμα ή ότι για να αποδείξεις τον σπαραγμό σου για τα θύματα της 7ης Οκτωβρίου πρέπει να χορεύεις πάνω από τα ερείπια των βομβαρδισμών. ΟΠΕΚΕΠΕ και κουκουλοφόροι μάρτυρες της Novartis μπαίνουν στο προκρούστειο διαδικτυακό κρεβάτι για να ελεγχθεί ποιου τα πόδια περισσεύουν. Αχός βαρύς ακούγεται πολλά ντουφέκια πέφτουν ανάμεσα σε έλληνες δημοσιογράφους ή δημοσιολογούντες πάνω από τον τάφο του Τσάρλι Κερκ. Η υπόθεση Μαζωνάκη νομίζω ότι έχει ξεφουσκώσει. Και στην επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, συζητιέται η αποφυλάκιση των χρυσαυγιτών.
Ευτυχώς όμως το ημερολόγιο σού δίνει αφορμές απόδρασης. Ετσι, λοιπόν, σήμερα θα αναφερθώ σε έναν έρωτα που άνθισε (και απ’ ό,τι φαίνεται μαράθηκε πάνω στην ανθοφορία του), με αφορμή μια συναυλία που δόθηκε στην Αθήνα, σαν σήμερα, το 1946. (Αν η αφήγηση ήταν προφορική, εδώ θα έμπαινε το «Θα ξανάρθεις» και ύστερα από λίγες στροφές θα έδινε τη σκυτάλη στο “La vie en rose”). Η Αθήνα, με ορθάνοιχτες ακόμη τις πληγές της από την Κατοχή και τα Δεκμεβριανά, ίσως για να γιορτάσει την επέτειο της ανακήρυξής της σε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους (18 Δεκεμβρίου 1834), υποδέχεται το μεγαλύτερο, εκείνη την εποχή, αστέρι του τραγουδιού, την Εντίθ Πιαφ για να τραγουδήσει στο θέατρο «Κοτοπούλη». Ηταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το “La vie en rose” και η εποχή που η 31χρονη, τότε, γαλλίδα τραγουδίστρια ζούσε έναν θυελλώδη έρωτα με τον Ιβ Μοντάν. Φοβού όμως τους Ελληνες…
Το θέατρο, όπως ήταν φυσικό, τίγκαρε αλλά εκείνη είχε μάτια μόνο για έναν 25χρονο ηθοποιό. Τον Δημήτρη Χορν. Αυτόπτες μάρτυρες λένε ότι η γλώσσα του σώματός τους αποκάλυπτε μια αμοιβαία έλξη αν και η Πιαφ (σύμφωνα με τους κοσμικούς κουτσομπόληδες της εποχής) ήταν εκείνη που τον προσέγγισε. Λίγες ημέρες αργότερα έφυγε για το Παρίσι και έστειλε στον Χορν ένα γράμμα στο οποίο τον αποκαλεί «Τάκη», παραδέχεται ότι τον αγαπά όπως δεν αγάπησε ποτέ κανένα και τον παρακαλεί να μην της πληγώσει την καρδιά. Του γράφει «…Κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα…», του ομολογεί πως όπου πάει εκείνος θα τον ακολουθήσει και τελειώνει με την παραδοχή «…Ξέρω πως είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα». Λίγο καιρό αργότερα θα του στείλει και ένα τηλεγράφημα με το οποίο τον παροτρύνει να της στείλει ένα γράμμα, σε άλλο όνομα όμως, προφανώς προς αποφυγή των κουτσομπολιών.
Για την ιστορία, η επιστολή δημοπρατήθηκε το 2008 στην Αθήνα από τον Πέτρο Βέργο και πουλήθηκε προς 1.500 ευρώ.
Τζέντλεμαν
Ο Χορν, εκείνη την εποχή, ήταν παντρεμένος με τη Ρίτα Φιλίππου, κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας επιπλοποιών, αλλά αυτός ο γάμος δεν υπήρξε, όπως έχει παραδεχθεί ο ίδιος, εμπόδιο για… δράση. Παρ’ όλα αυτά, δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν (πλην ενός) για το πόσο προχώρησε αυτή η σχέση, αν συναντήθηκε ποτέ με την Πιαφ στο εξωτερικό, πώς τέλειωσε. Αλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλη διαχείριση της δημοσιότητας.
Η Πιαφ ωστόσο δεν ξέφυγε από την… ελληνική μοίρα της. Ο τελευταίος σύζυγός της ήταν ο κατά είκοσι χρόνια μικρότερός της Θεοφάνης Λαμπούκος που έγινε γνωστός ως Theo Sarapo.