Σαν σήμερα, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945, ξημέρωσε μία δύσκολη μέρα για την Ιαπωνία.
Ήταν επισήμως στην πλευρά των ηττημένων του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος εκείνη την ημέρα έληξε και τυπικά.
Οι Ιάπωνες ήρθαν αντιμέτωποι με μία άνευ όρων συνθηκολόγηση με τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους.
Ο Ιάπωνας υπουργός εξωτερικών Μαμόρου Σιγκεμίτσου υπέγραψε το Σύμφωνο Συνθηκολόγησης της Ιαπωνίας στο αμερικανικό πλοίο USS Missouri με τον στρατηγό Ρίτσαρντ Κ. Σάδερλαντ να τον παρακολουθεί.
Πώς το περιέγραψαν «ΤΑ ΝΕΑ»
«Έφθασε η από μακρού αναμενόμενη ειρήνη όλου του κόσμου», είπε για το σημαντικό αυτό γεγονός ο Στάλιν όπως μεταδίδουν τα ΝΕΑ της εποχής.
Ανακοινώθηκε ότι ο στρατηγός Μακ Άρθουρ εισήλθε στο Τόκιο σήμερα το πρωί για να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες της θριαμβευτικής παρέλασης των συμμαχικών στρατευμάτων στην ιαπωνική πρωτεύουσα, περιγράφει η εφημερίδα των «ΝΕΩΝ» στις 3 Σεπτεμβρίου.
Εν τω μεταξύ 13.000 παλαίμαχοι Αμερικανοί της έβδομης τεθωρακισμένης μεραρχίας είχαν αποβιβαστεί στη Γιακοχάμα και ανέμεναν το σύνθημα του αρχηγού τους για να υψώσουν τη σημαία τους στην Ιαπωνική πρωτεύουσα.
Οι Ιάπωνες αντιπρόσωποι αφού υπέγραψαν τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας ανέβηκαν στα αυτοκρατορικά ανάκτορα συνοδευόμενοι από τον πρωθυπουργό και πρίγκιπα Χιγκοσικούνι και ανέφεραν στον Μικάδο τις λεπτομέρειες των όρων της συνθηκολόγησης.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μικάδος της Ιαπωνίας ήταν ο Αυτοκράτορας Χιροχίτο, ο οποίος αρχικά τήρησε ουδέτερη στάση αλλά τελικά αποφάσισε την είσοδο της χώρας του στον πόλεμο, κάτι που οδήγησε στην ήττα της Ιαπωνίας και την παράδοσή της.
Ο Μικάδος ακολούθως, κήρυξε επισήμως το τέλος του πολέμου και ζήτησε από τον Ιαπωνικό λαό να τηρήσει με νομιμοφροσύνη τους όρους της συνθηκολόγησης.
Στην κόλαση του Άουσβιτς
Τα «ΝΕΑ» αφιέρωσαν μία σειρά από φύλλα παραθέτοντας 8 μαρτυρίες ανθρώπων που βγήκαν ζωντανοί από την κόλαση του Άουσβιτς.
«Θα περνούσαμε ένα πρωί από το «Μεξικό», το στρατόπεδο των γυναικών και αντί των δώδεκα χιλιάδων γυναικών θα παρατηρούσαμε μόνο μερικές εκατοντάδες, δυστυχισμένες να στέκονται έξω από τα βρόμικα υπόστεγά τους και να μας ειδοποιούν από μακριά με νεύματα ότι τις άλλες, όλες τις άλλες τις είχανε κάψει την περασμένη νύχτα».
Πρόκειται για ένα μόνο απόσπασμα της μαρτυρίας του κ. Μπερναδή που αφηγείται τις εφιαλτικές του αναμνήσεις από το στρατόπεδο συγκέντρωσης.
«Κοιτάζαμε την ατέλειωτη φάλαγγα που σχημάτιζαν ένα κοπάδι από άντρες, γυναίκες και παιδιά, να φορτώνονται στα καμιόνια που περίμεναν και να ξεκινούν άφωνοι. Αυτοί, ασφαλώς, μ’ όλο τον πανικό τους δεν θα νιώθανε την ώρα εκείνη, την υπέρτατη αγωνία που συγκλόνιζε εμάς που παρακολουθούσαμε, με πιασμένη την ανάσα, τη μακρά δραματική πομπή τους. Αυτοί δεν μάντευαν. Ενώ εμείς γνωρίζαμε, γνωρίζαμε τα πάντα, ξέραμε πώς την κάθε λεπτομέρεια της φρίκης που τους καρτερούσε.
Και αυτό ήτανε μια απ’ τις τρομερότερες δοκιμασίες. Δεν ήταν μόνο ότι τους πονούσαμε, ότι τους μοιρολογούσαμε βουβά, ότι μας σπάραζε η τραγική τους μοίρα . Ήταν προπαντός η σκέψη ότι η ίδια τύχη μας περίμενε και μας. Ο ίδιος δρόμος ήταν ανοιγμένος και μπροστά μας. Αύριο, μεθαύριο, σε μια, σε δυο μέρες το πολύ, κάποιο καμιόνι θα μας έτρεχε στα ασφυξιογόνα. Κι ελπίδα δεν υπήρχε, σωτηρία δεν υπήρχε, δύναμη ανθρώπινη να μας γλιτώσει απ’ το μαύρο τον θάνατο δεν υπήρχε».