Η Ιρέν Ζακομπ, μούσα του Κισλόφσκι επισκέφτηκε εκ νέου την Ελλάδα -και συγκεκριμένα το Φεστιβάλ Κύματα στην Κεφαλονιά, που μετρά τέσσερις διοργανώσεις μέχρι σήμερα-, ως επίσημη καλεσμένη. Αφορμή ήταν η επαναπροβολή της ψηφιακά αποκατεστημένης ταινίας «Η Διπλή Ζωή της Βερόνικα» αλλά και το συνολικό αφιέρωμα στον Πολωνό σκηνοθέτη που την ανέδειξε. «Θα σας πω μια αλληγορική ιστορία για τη σκηνή που βάζω το χέρι του στο δένδρο», είπε στο κοινό, στο Q&A που συντόνιζε ο δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Άκης Καπράνος.
Στην αρχή μίλησε για τον Κισλόφσκι και την εμπειρία της σε εκείνη την ταινία: «Στην Αμερική είπαν στον Κισλόφσκι ότι το κοινό είναι αδύνατο να κατανοήσει αυτό το φινάλε, […] οπότε του ζήτησαν να προστεθεί μια σκηνή όπου η Βερόνικα τρέχει προς τον πατέρα της. Παρενθετικά θα πω ότι στην Ιαπωνία, η σκηνή με το δέντρο τους φάνηκε απολύτως φυσιολογικό. Η ταινία αρχικά τελείωνε με την γυναίκα που έβαζε το χέρι στο δέντρο και μάλιστα ο Κισλόφσκι είχε μια παιγνιώδη διάθεση, φτιάχνοντας αυτή την ταινία καθώς σκεφτόταν τρία διαφορετικά φινάλε και ονειρευόταν ένα καινούργιο είδος κινηματογράφου όπου, σε κάθε χώρα, θα είχε διαφορετικά φινάλε. (αξίζει να αναφέρουμε ότι είχε κάνει πάνω από 15 διαφορετικά μοντάζ της ταινίας)».

«Με τη «Μικρή Ιστορία για ένα Φόνο», το διεθνές κοινό είχε την πρώτη γνωριμία με την γλώσσα του», θα πει αργότερα. «Ο ίδιος με γνώρισε από την ταινία του Λουί Μαλ «Αντίο Παιδιά» (σ.σ. που ήταν «PasMal»). Σπουδαίο φιλμ και με διάλεξε από κει. Είχε διαλέξει κι άλλες ηθοποιούς να κάνει κάστινγκ, εμένα όμως μου έκανε κάποια τεστ για δύο μέρες.
Στην πρώτη μέρα περάσαμε το κείμενο (σ.σ. διαβάσαμε το σενάριο) και διαχωρίσαμε το ποια θα είναι Βερονίκη και ποια η Βερόνικα· και μάλιστα το κάναμε όχι όπως γίνεται συνήθως, αλλά λίγο άχαρα: σε έναν άδειο χώρο για πρόβες, αλλά με το συνεργείο, με τους φωτισμούς στο σετ, με τα «πάντα όλα» έτοιμα. Και μετά από 15 μέρες ξανασυναντηθήκαμε και μου έκανε μια σειρά με ερωτήσεις όπως: «Ποια είσαι;», «Τι φοβάσαι;», «Ποιοι είναι οι στόχοι σου;». Παρεμπιπτόντως, αυτές είναι οι ερωτήσεις που απαντά και ο ίδιος σε ένα ντοκιμαντέρ του που θα προβληθεί και αυτό στο φεστιβάλ. Είναι μια υπέροχη ταινία που κάνει αυτές τις ερωτήσεις σε τυχαίους ανθρώπους στον δρόμο».
Για τον Κισλόφσκι, θα συνεχίσει αναφέροντας πως ο ίδιος θεωρούσε ότι κάθε ταινία πρέπει να είναι πολύ ποιητική: «[…] η δουλειά μας πρέπει να είναι πολύ στέρεα, πολύ καλά δομημένη και απαιτούσε κυρίως οι ηθοποιοί του να έχουν μια βαθιά προσωπική σχέση με τον χαρακτήρα τους, με την ταινία. Και έτσι μου ζήτησε να του προτείνω ακόμα και διαφορετικές χειρονομίες που θα μπορούσε να έχει Βερόνικα. Για την εκδοχή της Βερόνικα (σ.σ. της εκδοχής της ηρωίδας που ζει στην Πολωνία) μια μέρα μου ζήτησε να πάω στο πάρκο να με δει πως τρέχει, για παράδειγμα. Του εκμυστηρεύτηκα πως όταν έχω άγχος ζεσταίνομαι πολύ και συνήθως ακουμπώ το πρόσωπό μου κάποιο γυαλί (σ.σ. τζάμι, τζαμόπορτα κ.λπ.) ή ακουμπώ ένα μπουκάλι με κάτι κρύο μέσα. Αυτό του άρεσε τόσο, που το κράτησε στην ταινία».

Δε μπορούσε όμως να μην αναφερθεί και στην ιδιαίτερη εμπειρία που είχε στην τελευταία ολοκληρωμένη ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, τη «Σκόνη του Χρόνου»: «[…] είναι γνωστό πως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έκανε μεγάλα σε διάρκεια μονοπλάνα, τα οποία ήθελαν μια μέρα να σχεδιαστούν, άλλη μια μέρα να τα προβάλλεις, άλλη μια μέρα για να γυριστούν, και πολλές φορές για να βγάλεις μια καλή σκηνή έπρεπε να τη γυρίσεις 10 και 15 φορές», σε αντίθεση με τον Κισλόφσκι που, όπως ανέφερε νωρίτερα, έκανε μέχρι τουλάχιστον 3 λήψεις το κάθε πλάνο και ήταν απόλυτα ικανοποιημένος αν είχε το 30% των πλάνων που αρχικά ονειρευόταν να δημιουργήσει.
Σε εκείνη την ταινία θυμάται: «Ήμουν ένα όργανο μιας μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας, όπου ξεκινάει το πλάνο από εδώ, μετά με το τραμ πετάγεται (σ.σ. δηλαδή η κάμερα καταλήξει) απέναντι στο άγαλμα, μετά έχουμε εμένα σε ένα πλάνο, μετά βλέπουμε λίγο τον δρόμο, μετά πάλι εμένα κ.λπ.», για να συνεχίσει με μια ανάμνηση. «Όταν ας πούμε, γυρίζαμε μια σκηνή στο Καζακστάν, είχε πάρα πολύ ωραία μέρα, με λιακάδα και ήλιο, κάτι που θα απολάμβαναν όλοι οι σκηνοθέτες. Ο Αγγελόπουλος όμως δεν ήθελε τον ήλιο και μας είπε: «Σήμερα δεν γυρίζουμε».
Τελικά έπρεπε να περιμένουμε δυο και τρεις μέρες για να πέσει ο ήλιος, κάτι τελείως ασύλληπτο γιατί συνήθως οι σκηνοθέτες θα «σκότωναν» για να έχουν τέτοιες συνθήκες γυρίσματος. Και επίσης αυτό που κρατάω είναι πως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν επίσης ποιητής. Στην ταινία η χαρακτήρας μου περνάει από διάφορες ηλικίες. Κάποια στιγμή έπαιζα τη μητέρα του Νταφόε και είχα και διαφορετικές περούκες (που με άλλαζαν ηλικιακά). Προετοιμάζομαι για το πλάνο με την περούκα και μου λέει: «Παράτα τα. Ξέχνα τις περούκες. Θα γυρίσουμε τη σκηνή όπως είσαι», το οποίο μπορεί να μην είναι ακριβώς αυτό που λέμε ρεαλιστικό, αλλά ήταν πολύ ποιητικό και αυτό μου άρεσε πάρα πολύ».

Η παράλληλη αφήγηση των βιωμάτων από αυτούς τους δύο σκηνοθέτες, επανέρχεται, τώρα σε άξονα με μορφή πενταγράμμου και κλειδιά του «μι» αλλά και του «ναι». «Στον Αγγελόπουλο η μουσική είναι πολύ σημαντική. Την υπολόγιζε πολύ.» Ήταν στο σετ πάντα οι τρεις κόρες του και η σύζυγός του η Φοίβη· ήταν λίγο σαν ο Θεός που κάθεται στο σετ. Δεν είναι τυχαίο και το όνομά του», είπε γελώντας με αγάπη, φέρνοντας στο μυαλό της την ανάμνηση. «Μια φορά θεός, πάντα θεός», θα ολοκληρώσει.
Το Φεστιβάλ «Κύματα», θα συνεχίσει τις προβολές του μέχρι την Κυριακή που θα ανακοινωθούν τα βραβεία. Ειδικά φέτος, θα επεκταθεί κατά μια μέρα, με μια θεατρική παράσταση που συνδέεται με τα αφιερώματα της χρονιάς. Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα του προγράμματος.
Ανάμεσα στους υποστηρικτές του Φεστιβάλ, και ο ΕΟΤ που επιχειρεί φέτος με μια έκθεση αφίσας, να συνδέσει την κινηματογραφική τέχνη, με την Ελλάδα ως τόπο γυρισμάτων.
www.ertnews.gr