Το ιδανικό παράδειγμα, από την επικράτεια των θρύλων, είναι ο Κιγκινάτος. Ρωμαίος ύπατος, αρνήθηκε να διεκδικήσει επανεκλογή όταν τελείωσε τη θητεία του κι αποσύρθηκε να καλλιεργεί ένα ταπεινό χωράφι. Η Σύγκλητος τον παρακάλεσε να επιστρέψει για να σώσει την πόλη από θανάσιμο κίνδυνο. Εμεινε στην εξουσία 16 ημέρες, όσες του χρειάστηκαν για να νικήσει τους εχθρούς. Και ξανά στο χωράφι.
Στα νεότερα χρόνια, το κλασικό παράδειγμα είναι εκείνο του στρατηγού Ντε Γκωλ. Ηγέτης των γαλλικών δυνάμεων στον πόλεμο, επικεφαλής της πρώτης κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, παραιτήθηκε το 1946, αποσύρθηκε, έγραψε τα απομνημονεύματά του και 12 χρόνια αργότερα, το 1958, επέστρεψε για να ιδρύσει την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία και να την κυβερνήσει για μία δεκαετία.
Εχουμε κι εμείς δύο διάσημα παραδείγματα επιστροφής. Το ένα είναι του Ελευθέριου Βενιζέλου. Αποσύρθηκε στο Παρίσι μετά τη μοιραία εκλογική ήττα το 1920, επέστρεψε για να εκπροσωπήσει την ηττημένη χώρα στη Λωζάννη μετά την καταστροφή στη Μικρά Ασία, αποσύρθηκε ξανά, ασχολήθηκε με τη μετάφραση του Θουκυδίδη, για να επιστρέψει δεύτερη φορά, θριαμβευτικά, το 1928. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι το δεύτερο παράδειγμα. Αποσύρθηκε, στο Παρίσι κι αυτός, μετά την εκλογική ήττα του 1963, όπου παρέμεινε αυτοεξόριστος ώσπου να επιστρέψει ως πατέρας της Δημοκρατίας το καλοκαίρι του 1974.
Οι μεγάλες επιστροφές είναι ένα από τα πιο γοητευτικά πολιτικά αφηγήματα. Μόνο που για κάθε ηγέτη που επέστρεψε και δικαιώθηκε στην επιστροφή του υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα πολιτικών που μαράζωσαν περιμένοντας το έθνος και την ιστορία να τους καλέσουν πάλι. Υπάρχουν και παραδείγματα πολιτικών που μηχανεύθηκαν επιστροφές, οι οποίες εξελίχθηκαν σε φιάσκο και τους στέρησαν και όποια αξίωση στην υστεροφημία. Σε ποια κατηγορία θα καταταγεί η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα, την οποία όλοι συζητούν, πολλοί προεξοφλούν και ο ίδιος αφήνει να αιωρείται;
Είναι προφανώς άτοπο να προσπαθήσει κανείς να προεξοφλήσει την έκβαση μιας κίνησης που δεν είναι βέβαιο ότι θα τη δοκιμάσει καν. Το βέβαιο είναι πως, στο παρελθόν, η ιστορία ή η συγκυρία υπήρξε γενναιόδωρη με τα αναμφισβήτητα ταλέντα του. Του έδωσε όχι μία ή δύο, αλλά τρεις ευκαιρίες. Μία πρώτη, ιστορική, τον Ιανουάριο του 2015, μια δεύτερη, μετατραυματική, τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς και μια τρίτη, την πιο αναπάντεχη και ίσως την πιο σημαντική, τον Ιούλιο του 2019.
Την πρώτη παραλίγο να τη σπαταλήσει στη φαντασμαγορία μιας διαπραγμάτευσης, που ήταν περισσότερο διαπραγμάτευση με το αντιμνημονιακό φαντασιακό και πολύ λιγότερο διαπραγμάτευση με τους πιστωτές που, αρχικά τουλάχιστον, ήταν διατεθειμένοι να τον διευκολύνουν όσο δεν θα έκαναν ποτέ με οποιονδήποτε εκ των προκατόχων του. Τη διέσωσε με τον ακροβατικό αυτοσχεδιασμό του δημοψηφίσματος και τον τραυματικό συμβιβασμό του τρίτου Μνημονίου. Τη δεύτερη ευκαιρία την αξιοποίησε. Εφάρμοσε, πολύ πιο οργανωμένα, πειθαρχημένα και αποτελεσματικά από τους προκατόχους του, τις μνημονιακές υποχρεώσεις. Και θα μπορούσε να το επικαλείται ως παράσημο, αν δεν είχε παράλληλα επιτρέψει στους «τραμπικούς» της αυλής του να οργανώνουν δικαστικά και μιντιακά διαβήματα για τον «έλεγχο όλης της εξουσίας», που κηλίδωσαν όχι μόνον την κυβέρνησή του αλλά και την ευρύτερη παράταξη που εκπροσωπούσε. Η τρίτη ευκαιρία, το απροσδόκητο 32% των εκλογών του ‘19, θα μπορούσε να είναι η αφετηρία μιας προγραμματικής και πολιτικής αναθεμελίωσης. Η ευκαιρία ξοδεύτηκε. Πετάχτηκε στα σκουπίδια.
Οπως συμβαίνει, λοιπόν, πάντα με τις επιστροφές – ιδίως όταν δεν μεσολαβεί μια εθνική κρίση, όπως με τον Ντε Γκωλ, τον Βενιζέλο ή τον Καραμανλή –, των φιλοδοξιών για το μέλλον προηγούνται οι λογαριασμοί με το παρελθόν. Που πρέπει να εκκαθαριστούν. Αν, λοιπόν, το κάνει ειλικρινά ο Αλέξης Τσίπρας, με το βιβλίο που προαναγγέλλει, κι αν το βιβλίο δώσει επιτέλους την ευκαιρία να ανοίξει μια αυθεντική δημόσια συζήτηση, με συμμετοχή και του ιδίου, για τη μεγάλη εθνική μας περιπέτεια, το ενδιαφέρον θα είναι μεγάλο και το όφελος ακόμη μεγαλύτερο. Και θα ήταν κρίμα να σπαταληθεί κι αυτή η ευκαιρία. Να θυσιαστεί, δηλαδή, για χάρη απλώς μιας νέας αφήγησης, στρατευμένης στην εξυπηρέτηση ενός πολιτικού σχεδίου επιστροφής και καταδικασμένης να αναπαράγει τα γνώριμα προπαγανδιστικά, σοσιαλμιντιακά στερεότυπα.

