Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο Ρώσος ηγέτης, Βλαντίμιρ Πούτιν, συναντώνται την Παρασκευή σε μια σύνοδο κορυφής στην Αλάσκα, με στόχο —τουλάχιστον από την πλευρά των ΗΠΑ— τον τερματισμό του αιματηρού πολέμου που ακολούθησε την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας το 2022. Οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία για την Ουκρανία θα πρέπει να περιλαμβάνει συμφωνία για τα εδάφη, καθώς η Ρωσία κατέχει σήμερα σχεδόν το ένα πέμπτο της ουκρανικής επικράτειας.
Την περασμένη Παρασκευή, ο Τραμπ υπαινίχθηκε ότι μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός θα μπορούσε να περιλαμβάνει «κάποιου είδους ανταλλαγή εδαφών», χωρίς όμως να διευκρινίσει ποια εδάφη εννοούσε. Η Ουκρανία έχει ξεκάθαρα απορρίψει οποιαδήποτε παραχώρηση εδαφών, ενώ και η Ρωσία έχει απορρίψει την ιδέα.
Την Τετάρτη, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι ο Τραμπ ήταν «πολύ ξεκάθαρος» σε τηλεφωνική επικοινωνία με Ευρωπαίους ηγέτες, λέγοντας πως η Ουάσινγκτον επιθυμεί επίτευξη κατάπαυσης του πυρός, αλλά τα ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας δεν μπορούν να συζητηθούν χωρίς την παρουσία του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Τι δείχνουν οι χάρτες για το διακύβευμα
Μια πρόταση, στοιχεία της οποίας αποκαλύφθηκαν την περασμένη εβδομάδα και φέρεται να παρουσιάστηκε στον Αμερικανό ειδικό απεσταλμένο Στιβ Γουίτκοφ στη Μόσχα, προβλέπει ότι η Ουκρανία θα παραχωρήσει το υπόλοιπο της ανατολικής περιφέρειας του Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ (γνωστά συνολικά ως Ντονμπάς), σε αντάλλαγμα για κατάπαυση του πυρός.
Ωστόσο, η κατάσταση στο Ντονέτσκ έχει επιδεινωθεί ραγδαία αυτή την εβδομάδα, με τις ρωσικές δυνάμεις να σημειώνουν σημαντικές προόδους βορειοανατολικά της πόλης Ντομπροπίλια, μεταβάλλοντας τον έλεγχο των περιοχών που συζητούσε ο Γουίτκοφ με το Κρεμλίνο. Το Κίεβο υποβαθμίζει τη σημασία των προελάσεων, κάνοντάς λόγο για διείσδυση μικρών ρωσικών ομάδων, αλλά έχει ήδη στείλει ενισχύσεις. Άλλες ουκρανικές πηγές στην περιοχή μεταφέρουν μια πιο ανησυχητική εικόνα: μήνες σταθερής ρωσικής πίεσης φαίνεται πως βρήκαν ένα αδύναμο σημείο για εκμετάλλευση.
Θα ήταν πολιτικά καταστροφικό για τον Ζελένσκι να διατάξει δεκάδες χιλιάδες πολίτες και στρατιώτες να εγκαταλείψουν οικειοθελώς το Ντονέτσκ. Πολλοί μπορεί να αρνηθούν. Επιπλέον, η υλοποίηση μιας τέτοιας αποχώρησης είναι πρακτικά αδύνατη — το να εκκενωθούν δεκάδες χιλιάδες άτομα μέσα σε λίγες εβδομάδες, για να συμβαδίσει το ειρηνευτικό χρονοδιάγραμμα με τη ρωσική θερινή επίθεση, όπου η Μόσχα έχει το πλεονέκτημα.
Δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές για παραχωρήσεις από την πλευρά της Ρωσίας. Κατέχει εδάφη στα βόρεια σύνορα — κοντά στο Σούμι και στο Χάρκιβ — που το Κρεμλίνο αποκαλεί «ζώνες ασφαλείας», αποτέλεσμα αποτυχημένων επιθέσεων για να εξαντληθούν οι ουκρανικές δυνάμεις. Ωστόσο, πρόκειται για μικρές περιοχές και, όπως υπενθυμίζουν Ουκρανοί αξιωματούχοι, είναι επίσης ουκρανικό έδαφος — όχι ρωσικό. Δεν αποτελούν, επομένως, ουσιαστική ή ισότιμη «ανταλλαγή».
Μέρος της σύγχυσης γύρω από τη συνάντηση Γουίτκοφ με το Κρεμλίνο αφορά το αν ο Πούτιν έχει εγκαταλείψει τους μαξιμαλιστικούς πολεμικούς του στόχους και εάν συμφωνεί σε κατάπαυση πυρός μόνο με αντάλλαγμα το Ντονέτσκ. Ο Πούτιν επιθυμεί πολύ περισσότερα, και το ρωσικό σύνταγμα έχει ενσωματώσει το αφήγημα πως η Ουκρανία «ανήκει ιστορικά στη Ρωσία», προσθέτοντας επισήμως και τις τέσσερις εν μέρει κατεχόμενες ουκρανικές περιοχές στην επικράτεια της Ρωσίας.
Η Μόσχα ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του Ντονέτσκ και σχεδόν ολόκληρο το Λουχάνσκ. Ωστόσο, διατηρεί μόνο τα δύο τρίτα των περιφερειών Χερσώνας και Ζαπορίζια, οι οποίες απελευθερώθηκαν μερικώς από τις ουκρανικές δυνάμεις στα τέλη του 2022.
Δεν είναι σαφές εάν ο Πούτιν θα δεχόταν να εγκαταλείψει τα τμήματα της Χερσώνας και της Ζαπορίζια που παραμένουν υπό ουκρανικό έλεγχο. Η παραχώρηση αυτών των περιοχών από την Ουκρανία θα ήταν αδιανόητη, καθώς θα σήμαινε την εγκατάλειψη τεράστιων εκτάσεων και ακόμα και της πόλης της Ζαπορίζια, που είναι ένας ζωντανός και κρίσιμος κόμβος. Ο Ζελένσκι έχει προειδοποιήσει ότι οποιοδήποτε έδαφος παραχωρηθεί στη Ρωσία θα χρησιμοποιηθεί απλώς ως εφαλτήριο για νέες επιθέσεις — όπως συνέβη με την Κριμαία, που προσαρτήθηκε παρανόμως το 2014 και χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την εισβολή του 2022.
Οι δηλώσεις των Ευρωπαίων συμμάχων της Ουκρανίας δείχνουν πως πλέον αντιμετωπίζουν τη γραμμή επαφής ως πιθανό σημείο εκκίνησης για διαπραγματεύσεις. Αν και δεν αποτελεί τυπική παραχώρηση, είναι σημαντική μεταβολή στη στάση τους. Για χρόνια, η Ευρώπη και το Κίεβο — μαζί με την κυβέρνηση Μπάιντεν — διακήρυσσαν πως δεν θα αποδεχθούν ποτέ τον ρωσικό έλεγχο κατεχόμενων ουκρανικών περιοχών. Όμως, μετά την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αυτή η θέση φαίνεται να έχει «μαλακώσει» — διακριτικά αποδεχόμενοι το ενδεχόμενο να παγιωθεί η υπάρχουσα γραμμή του μετώπου.
Η αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καλό αποτέλεσμα για το Κίεβο στη δεδομένη στιγμή. Αν και οι ρωσικές επιτυχίες κοντά στο Ντομπροπίλια είναι αμφισβητούμενες, συνολικά η Μόσχα μετατρέπει μήνες μικρών προελάσεων σε πιο στρατηγικά κέρδη. Ο Πούτιν παίζει ξεκάθαρα με τον χρόνο — είτε μέσω της χρονοβόρας διπλωματίας στην Κωνσταντινούπολη, είτε τώρα στην Αλάσκα, όπου ο Λευκός Οίκος έχει «μεταφράσει» τη σύνοδο από συμφωνία ειρήνης σε μια πιο ήπια «άσκηση ακρόασης», ώστε να αποφύγει νέες κυρώσεις.
Για την Ουκρανία, το καλύτερο δυνατό σενάριο θα ήταν ο Τραμπ να ξεκαθαρίσει —όπως έχει υπαινιχθεί— ότι «μέσα στα πρώτα δύο λεπτά» της συνάντησης θα φανεί πως δεν υπάρχει καμία βιώσιμη συμφωνία, και να προχωρήσει στην επιβολή των δευτερογενών κυρώσεων κατά των μεγάλων πελατών της ρωσικής ενέργειας, όπως η Ινδία και η Κίνα — κάτι που υποσχέθηκε την περασμένη Παρασκευή.
Όμως, η σχέση Τραμπ και Πούτιν βασίζεται σε μια αδιαφανή δυναμική που συχνά υπερισχύει των μακροπρόθεσμων συμφερόντων ασφαλείας των ΗΠΑ, γεγονός που καθιστά το αποτέλεσμα της συνάντησης στην Αλάσκα ιδιαίτερα αβέβαιο και πιθανότατα όχι ευνοϊκό για την Ουκρανία — ένα επικίνδυνο στοίχημα.
Πηγή: CNN