Η Ουάσινγκτον και η Μόσχα ενδέχεται να αντιμετωπίζουν τον ισραηλινό έλεγχο της Δυτικής Όχθης ως ένα πρότυπο που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν για να δώσουν τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία, σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ των Times του Λονδίνου.
Η εφημερίδα επικαλείται πηγή με γνώση των συζητήσεων στο αμερικανικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, η οποία, υπό καθεστώς ανωνυμίας, δήλωσε πως βάσει του συγκεκριμένου σεναρίου, η Ρωσία θα διατηρεί τον έλεγχο τόσο στον τομέα της ασφάλειας όσο και στην οικονομική δραστηριότητα των περιοχών που ήδη έχει υπό την κατοχή της, παρότι αυτές θα συνεχίσουν να θεωρούνται τυπικά μέρος της Ουκρανίας.
«Θα είναι όπως το Ισραήλ στη Δυτική Όχθη. Με Ρώσο κυβερνήτη και μια οικονομία που θα επηρεάζει τη Ρωσία, όχι την Ουκρανία. Αλλά θα εξακολουθεί να είναι Ουκρανία, καθώς το Κίεβο δεν θα απεμπολήσει την κυριαρχία του. Αλλά στην πραγματικότητα θα είναι κατεχόμενο έδαφος και το μοντέλο είναι η Παλαιστίνη», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός αξιωματούχος.
Οι Times υποστηρίζουν πως αυτή η πρόταση τέθηκε στο τραπέζι κατά τη διάρκεια επαφών Ρώσων αξιωματούχων με τον Στιβ Γουίτκοφ, ειδικό απεσταλμένο του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, η αναπληρώτρια εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Άννα Κέλι, διέψευσε με έμφαση το δημοσίευμα, χαρακτηρίζοντάς το «εντελώς ψευδές» και καταλογίζοντας στους Times ότι βασίζονται σε «απαίσιες πηγές». «Τίποτα τέτοιο δεν συζητήθηκε με κανέναν σε κανένα σημείο», υπογράμμισε η Κέλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ισραήλ έχει τον έλεγχο της Δυτικής Όχθης από το 1967, όταν την κατέλαβε από την Ιορδανία στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Από το 1994, η Παλαιστινιακή Αρχή διαχειρίζεται την καθημερινή ζωή στους παλαιστινιακούς πληθυσμούς της περιοχής, όπου ταυτόχρονα διαμένουν περίπου 500.000 Ισραηλινοί έποικοι. Οι Παλαιστίνιοι, καθώς και μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας – συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Δικαστηρίου – θεωρούν ότι το Ισραήλ διατηρεί παράνομα την κατοχή της περιοχής.
Η αδιάκοπη ρωσική επιθετικότητα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν έχει λάβει πρόσκληση για τη συνάντηση στην Αλάσκα, έχουν εντείνει τις ανησυχίες πως ενδέχεται ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν να καταλήξουν σε μια συμφωνία που θα συνεπάγεται σοβαρές και επώδυνες παραχωρήσεις για την Ουκρανία. Με δεδομένη τη σοβαρότητα της κατάστασης, όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές εντείνουν τις κινήσεις τους στις κρίσιμες ώρες πριν από την επικείμενη συνάντηση Τραμπ – Πούτιν.
Ο πρόεδρος Ζελένσκι, που απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο παραχώρησης εδαφών στη Ρωσία, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τραμπ δύο ημέρες πριν από τη συνάντηση στο Άνκορατζ. Στη συνέχεια εξέφρασε την πεποίθησή του – που συμμερίζονται και αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες – ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα επιδιώξει την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός και όχι την αποδοχή παραχωρήσεων από την πλευρά του Κιέβου.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ έχει δώσει ανάμεικτα μηνύματα, δηλώνοντας σε δημοσιογράφους την παραμονή της συνόδου ότι «μπορεί να μην υπάρξει δεύτερη συνάντηση, αν θεωρήσω ότι δεν είναι σκόπιμο να γίνει επειδή δεν έλαβα τις απαντήσεις που πρέπει να έχουμε», για να συμπληρώσει ωστόσο πως «αν η πρώτη πάει καλά, θα έχουμε μια γρήγορη δεύτερη τριμερή», στην οποία θα συμμετέχουν τόσο ο Πούτιν όσο και ο Ζελένσκι.