Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν ότι αυτό που συνέβη με τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν μια «αστοχία» στη μεθοδολογία του «επιτελικού κράτους», αλλά μάλλον άλλη μία ένδειξη του πώς όντως λειτουργεί. Δηλαδή υποστήριξαν ότι αυτή η εργαλειοποίηση της διαχείρισης της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης με κριτήρια διαμόρφωσης μιας ισχυρής κομματικής και εκλογικής βάσης, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει τη συνειδητή επιλογή διασπάθισης και κακοδιαχείρισης αυτής της χρηματοδότησης, ολοένα και περισσότερο εξελίσσεται σε βασικό γνώμονα για την άσκηση πολιτικής, ουσιαστικά μετασχηματίζεται σε μια ιδιαίτερη μέθοδο διακυβέρνησης.
Οι καταγγελίες που έχουν υπάρξει όλο το τελευταίο διάστημα για το πώς αξιολογήθηκαν και επιλέχτηκαν οι ερευνητικές προτάσεις στις οποίες κατέληξε ένα σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής ερευνητικής χρηματοδότησης έρχονται, κατά τη γνώμη μου, να επιβεβαιώσουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια στρατηγική κατεύθυνση και επιλογή. Θυμίζω ότι τόσο η ΠΟΣΔΕΠ όσο και επώνυμοι πανεπιστημιακοί έχουν καταγγείλει τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διαχείριση μεγάλων ερευνητικών δράσεων που αφορούσαν συνολικά 300 εκατομμύρια ευρώ και προέρχονταν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι καταγγελίες αφορούσαν πρωτίστως τη διαδικασία αξιολόγησης, καθώς όχι μόνο αξιόλογες προτάσεις δεν βαθμολογήθηκαν με αρκούντως υψηλή βαθμολογία ώστε να εγκριθούν, αλλά και οι ίδιες οι αξιολογήσεις έδειχναν τυποποιημένες, επαναλαμβάνονταν πανομοιότυπες σε διαφορετικές προτάσεις και γενικά δεν απέπνεαν σοβαρή και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση, στοιχείο που γέννησε εύλογες υποψίες ότι κάθε άλλο παρά βασισμένη σε αντικειμενικά κριτήρια ήταν η επιλογή. Συνέβαλε σε αυτό και το γεγονός ότι οι επιτροπές αξιολόγησης που συστάθηκαν δεν φάνηκαν να καλύπτουν όλο το φάσμα των επιστημονικών κλάδων από όπου προέρχονταν οι προτάσεις, αλλά και ο εντυπωσιακά σύντομος χρόνος μέσα στον οποίο ολοκληρώθηκε η διαδικασία αξιολόγησης.
Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τέτοιου είδους μεγάλες χρηματοδοτήσεις για την έρευνα είναι εξαιρετικά σημαντικές για τα δημόσια πανεπιστήμια. Και αυτό γιατί σε πείσμα των κυβερνητικών διακηρύξεων για τη στήριξη της έρευνας ή της «αριστείας» η δημόσια χρηματοδότηση επί της ουσίας περιορίζεται στη μισθοδοσία του προσωπικού των πανεπιστημίων, η οποία υπολείπεται σημαντικά των αντίστοιχων στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και σε μια δημόσια επιχορήγηση που παγίως υπολείπεται ακόμη και των στοιχειωδών αναγκών συντήρησης των πανεπιστημίων, ιδίως όσων έχουν μεγάλες και σχετικά παλαιωμένες εγκαταστάσεις. Ως εκ τούτου, όχι μόνο η ερευνητική διαδικασία αλλά ακόμη και βασικές ανάγκες των πανεπιστημίων καλύπτονται από την πρόσβαση σε τέτοιες κυρίως ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.
Με αυτή την έννοια η κακοδιαχείριση ή ακόμη και διασπάθιση τέτοιων χρηματοδοτήσεων δεν συνιστά μόνο μία ακόμη απομάκρυνση από τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αλλά και αποτελεί πλήγμα στην ίδια τη δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Κάτι που ομολογουμένως θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και αναμενόμενο από μια κυβέρνηση που όταν δεν θεσμοθετεί «μεταρρυθμίσεις» στον τρόπο διοίκησης ή την πειθαρχική λειτουργία των πανεπιστημίων, που τα ίδια ουδέποτε διεκδίκησαν, απλώς εξυπηρετεί τους ιδιώτες επενδυτές των «παραρτημάτων».