25.8 C
Thessaloniki

Η σήμερον ως αύριον και ως χθες

Ημερομηνία:

Αποκαλόκαιρο, αρχές Σεπτέμβρη και τα μελτέμια έχουν πια κοπάσει για να δώσουν τη θέση τους στις πρώτες φθινοπωρινές άπνοιες. Ισα ίσα που ανατριχιάζει η θάλασσα από ελαφρές ριπές υπόψυχρου αέρα. Οι όγκοι των βουνών διαγράφονται πια με σαφήνεια, καθώς οι πλάγιες ακτίνες του ήλιου κάνουν τα πάντα διαυγή, απτά και διά της οράσεως ακόμα. Στο βάθος, πέρα πέρα, βλέπω, αν είναι δυνατόν, την Ικαρία να πλέει στον μαβή ορίζοντα και πιο αριστερά τη Χίο, εκατό χιλιόμετρα μακριά, να μας χαιρετά. Από κάτω μου απλώνονται τα Γιάλια, οι δίδυμες παραλίες που χωρίζονται από έναν κάβο και που συντρόφεψαν τα νιάτα μου. Βοτσαλωτή η μία, αμμουδερή η άλλη, με ρεματιά τα εμπρός Γιάλια και ποτάμι που κατεβάζει νερά μέχρι το καλοκαίρι από τις Ευρουσιές, τις αιώνιες πηγές που δίνουν ζωή στο νησί εδώ και αιώνες. Κατάφυτοι μπαχτσέδες πίσω από την παραλία, με όλων των ειδών τους καρπούς, λεμονιές, πορτοκαλιές, βύσσινα, αμυγδαλιές, ροδακινιές, τζανεριές και, σε σειρά στρατιωτική, παμπάλαια κυπαρίσσια που αφήνουν αποσπασματικές ακτίνες να περνάνε μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές τους. Μόνος κατηφορίζω προς την παραλία για ένα τελευταίο μπάνιο πριν έρθει η ώρα της Αττικής.

Η ώρα της πολύβουης καθημερινότητας. Είναι η ώρα κάτασπρη, η έκσταση γαλάζια. Ξαπλώνω στα ζεστά, μα όχι πια καυτά βότσαλα και κλείνω τα μάτια.

Εχω αίφνης δίπλα μου τα παιδιά μου και τη Στέλλα. Ο Φίλιππος και η Μανιώ ακούνε μουσική από ακουστικά σε μια τέλεια ακινησία. Η μικρή Φιλιώ όμως, έτοιμη για όλα όπως πάντα, φτιάχνει κάστρα από άμμο και πέτρες, οχυρώνεται το είναι της με απίθανη ευθραυστότητα. Οι κινήσεις της, σίγουρες και δυναμικές, σπάνε την απόλυτη γαλήνη και μου θυμίζουν τον παιδικό μου εαυτό, αυτόν που προαισθανόταν την καλλιτεχνικότητα ως απόλυτη ύπαρξη.

Από δεξιά, πέρα πέρα, βλέπω τη μάνα μου να βαδίζει αργά στα βότσαλα, πλάι στο νερό. Εχει ριγμένη στη γερτή ράχη μια βρεγμένη πετσέτα για να την προστατεύει από τον ήλιο. Κάθε τόσο σκύβει και κάτι μαζεύει αναδεύοντας τα βότσαλα. Αυτή η πορεία διαρκεί ώρα πολλή, σε μιαν απόλυτη διαστολή του χρόνου, στα όρια της φαντασίας. Ανοίγω τα μάτια και η Μαρίνα είναι πια δίπλα μου. Κρατάει στη χούφτα της ένα μικρό πλαστικό σακουλάκι. Μέσα έχει μαζέψει αρκετά γυαλάκια σε όλα τα χρώματα, τιρκουάζ, γαλάζια, λευκά, καταπράσινα, πορτοκαλοκόκκινα. «Αυτά, Φιλιώ μου, είναι για σένα». «Για μένα είναι, γιαγιά Μαρίνα;». «Για σένα, ναι. Θα πάμε μετά σπίτι και θα τα ενώσουμε με τα υπόλοιπα γυαλάκια που έχω μαζέψει όλα τα προηγούμενα καλοκαίρια για να τα βρεις εσύ όταν μεγαλώσεις. Κάθε καλοκαίρι θα μαζεύεις με τον μπαμπά και τη μαμά μερικά και θα τα βάζετε στο ωραίο γυάλινο βάζο που είναι στο περβάζι, στο αυλιδάκι μας. Εντάξει;». «Εντάξει, γιαγιά Μαρίνα! Να τα δω;». «Βέβαια, Φιλιώ μου». «Είναι πολύ ωραία». «Είναι και αυτό εδώ, έχει το χρώμα των ματιών σου, Φιλιώ». «Σ’ ευχαριστώ, γιαγιά!».

Η Μαρίνα δίνει το αριστερό χέρι στην εγγονή. Εκείνη το παίρνει και βαδίζουν μαζί προς τη θάλασσα. Τρία βήματα και βρίσκονται στα κρυστάλλινα ακύμαντα νερά. Επιπλέουν και οι δύο με ήρεμη συγκίνηση, καθώς ξέρουν ότι η στιγμή είναι μοναδική. Στον δρόμο τους συναντούν διάφορα ψαράκια, που όλα τις χαιρετούν. «Γεια σας», λέει ο σαργουδάκος. «Γεια και σε σένα», απαντούν αυτές. «Πού πηγαίνετε;», ρωτάει ένα κεφαλόπουλο. «Στον βράχο μας», απαντά η Μαρίνα. «Και ποιος είναι ο βράχος μας;», ρωτάει η Φιλιώ. «Να, βλέπεις εκεί στο βάθος, εκείνον που στέκει μόνος του κάπως και σκάει ελαφρά το κύμα;». «Ναι, βλέπω». «Εκεί θα πάμε να κάτσουμε, Φιλιώ μου. Πριν όμως θα κάνουμε μια στάση σ’ εκείνο το βραχάκι και θα σε κεράσω έναν μεζέ». «Τι μεζέ;», αναρωτιέται το ξανθό κεφαλάκι. «Μερικές πεταλίδες. Να, εδώ μέσα στο μαγιό μου έχω ένα σουγιαδάκι για να μπορέσουμε να τις ξεκολλήσουμε από τον βράχο». «Μου αρέσουν οι πεταλίδες, μου αρέσουν πολύ, γιαγιά. Γιατί όμως είναι κολλημένες στον βράχο;». «Μα για να ζήσουν, Φιλιώ μου». Σιωπή για λίγο, καθώς η ζωή και ο θάνατος στην παιδική ψυχή στέλνουν μια ρευστή και απροσδιόριστη μελαγχολία που γρήγορα ξεπερνιέται.

«Ας φάμε τη νόστιμη σάρκα, αφού πρώτα την καθαρίσουμε καλά την πεταλίδα». Γεύση αψιά και αλμυρή σαν μελλοντικό φιλί. Η μικρή γοργόνα έφαγε άπληστα τρεις – τέσσερις και επιζητεί και άλλες. «Φτάνει, Φιλιώ, δεν είναι και για χόρταση! Με μέτρο η ηδονή». Ξαπλώνουν στον ζεστό λείο βράχο και κλείνουν τα μάτια. Η στιγμή είναι παντοτινή.

Ηχος από χαλίκια που πατιούνται από γυμνές πατούσες, αίφνης, τις ξυπνάει. Ποιος να ‘ναι μέσα σ’ αυτή τη γαλήνη; Μα είναι ο Λευτέρης που καταφθάνει με ένα πάκο κυριακάτικες υπό μάλης. Η Μαρίνα τού γνέφει από μακριά. «Γεια σου, Λευτέρη!». «Γεια σου, Μαρίνα! Γεια σε όλους!». «Ξέρω, σου πήραμε τον βράχο. Μη σε νοιάζει, φεύγουμε». Βουτάνε η γιαγιά και η εγγονή στα δροσερά νερά, αφήνοντας χώρο για την ανάγνωση του Λευτέρη που ήδη έχει στρατοπεδεύσει στο βραχάκι και έχει ανοίξει το καλλιτεχνικό μιας από τις εφημερίδες.

Λίγο αργότερα, περπατώντας στο αμάξι μότο πάνω από την παραλία, νομίζω το μάτι μου έπιασε τη Νίκη Καραγάτση να κάθεται στο καφενεδάκι που βρίσκεται πάνω από την παραλία και να ζωγραφίζει για χιλιοστή φορά το αγαπημένο της τοπίο. Μου έγνεψε με πικρό κάπως χαμόγελο και συνέχισε τη δουλειά της.

Ο Δημήτρης Τάρλοου είναι σκηνοθέτης

Πηγή: taNea.gr

κοινοποιήστε την ανάρτηση

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

OHE: Σε ανησυχητική έξαρση η σεξουαλική βία ως τακτική πολέμου

Για την ετήσια ανοικτή συζήτηση σχετικά με τη Σεξουαλική...

Η κυβέρνηση στην Βενεζουέλα ζητά την επιστροφή 66 παιδιών που χωρίστηκαν από τους γονείς τους στις ΗΠΑ

Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας υποστηρίζει ότι 66 παιδιά παραμένουν...

ΗΠΑ: Πέντε νεκροί στο Χάρλεμ από λεγεωνέλλωση – Νοσηλεύονται άλλοι 14

Πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Χάρλεμ της...