Το σπίτι ήταν πάνω απ’ το πάρκινγκ. Τρία ενοικιαζόμενα στο ισόγειο, κι ένα διαμέρισμα στον όροφο. Εκεί μείναμε για το καλοκαίρι. Στο μπαλκόνι είχε δύο πλαστικές καρέκλες. Μία άσπρη. Μία ροζ. Τη ροζ την έπιανε πάντα ο ήλιος. Εβγαζε έναν ήχο όταν καθόσουν, σαν βογκητό.
Η Μαρίνα ήθελε να κάνουμε κάτι αλλιώτικο φέτος. Ετσι είπε. Πήραμε το παιδί και ήρθαμε σ’ αυτό το μέρος, δίπλα στη θάλασσα αλλά όχι στη θάλασσα. Πιο πέρα. Ερημιά. Ενας φούρνος, ένα περίπτερο. Ταβέρνες με γαύρο που έσταζε λάδι. Σκυλιά που δεν γάβγιζαν. Ενα στρατιωτικό αεροδρόμιο πιο πάνω. Στον πάνω όροφο ήμασταν μόνο εμείς.
Τα απογεύματα, πηγαίναμε για μπάνιο. Το παιδί έσκαβε τρύπες στην άμμο. Η Μαρίνα ξάπλωνε σε μια πετσέτα και διάβαζε. Το ίδιο βιβλίο κάθε μέρα. Δεν προχωρούσε. Μάλλον δεν διάβαζε. Τη ρωτούσα αν είναι καλό, απαντούσε «παράξενο». Κάποτε είπε πως διαβάζει την ίδια παράγραφο ξανά και ξανά. «Να δω μήπως φταίω εγώ ή το βιβλίο.»
– Είναι ωραία εδώ, έλεγε.
– Ναι, απαντούσα.
– Ησυχα.
– Ναι.
Αυτό ήταν. Αυτή η κουβέντα. Μέρα παρά μέρα.
Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε ο άλλος. Μεγάλος σε ηλικία. Αδύνατος. Μαυρισμένος μέχρι τα γόνατα. Κρατούσε δύο σακούλες με παγάκια. Φορούσε σαγιονάρες και σορτσάκι με νεκροκεφαλές.
Μπήκε σ’ ένα τροχόσπιτο. Παρκαρισμένο στην άκρη του πάρκινγκ. Ούτε ήρθε, ούτε τον είδαμε να φεύγει. Απλώς, βρέθηκε εκεί.
Το παιδί τον έβλεπε από το μπαλκόνι.
– Αυτός ζει στο αυτοκίνητο; ρώτησε.
– Είναι τροχόσπιτο, είπα.
– Τότε γιατί δεν πάει διακοπές;
Τι να πω. Είχε νόημα η ερώτηση, πιο πολύ απ’ όσο έμοιαζε.
Μια μέρα η Μαρίνα κατέβηκε να του ζητήσει αναπτήρα. Δεν κάπνιζε. Οταν γύρισε, δεν είπε τίποτα. Μόνο άναψε το μάτι της κουζίνας και έβαλε νερό να βράσει. Δεν τη ρώτησα. Εβγαλε απ’ τη βαλίτσα ένα φουλάρι που δεν είχα ξαναδεί. Αρχισε να το φοράει στο σπίτι. Από το κλιματιστικό άρχισε να τρέχει νερό.
Εκανε κρύο στο σπίτι, παρά τη ζέστη έξω. Επλυνε τα πιάτα και σκούπισε τον νεροχύτη με ένα παλιό πανί. Το έστρωσε σαν να ‘ταν τραπεζομάντιλο. Εγραψε κάτι σε ένα χαρτί και μετά το έσκισε. Πήγε στη βεράντα και κάθισε στην άσπρη καρέκλα. Αφησε τη ροζ για μένα.
Την επόμενη νύχτα, ξύπνησα από φωνές. Πήγα στο μπαλκόνι. Ο άντρας του τροχόσπιτου μιλούσε δυνατά στο τηλέφωνο. Ή έκλαιγε. Ή και τα δύο. Η φωνή του έσπαγε. Δεν έβριζε. Ελεγε: «Εγώ δεν ήμουν εκεί. Δεν φταίω. Στο λέω, δεν ήμουν».
Μετά, σιγή.
Δεν κοιμήθηκα. Η Μαρίνα γύρισε πλευρό και μου είπε:
– Ολοι κάτι κουβαλάμε.
Δεν της απάντησα. Αλλά την άκουσα. Και αυτό ήταν χειρότερο.
Το πρωί, έλειπε. Η Μαρίνα. Το κρεβάτι άστρωτο. Το βιβλίο της πάνω στο κομοδίνο, με μια τρίχα κολλημένη στο εξώφυλλο. Το παιδί ρώτησε:
– Πού είναι η μαμά;
Του είπα πήγε να πάρει ψωμί. Ψέμα. Ο φούρνος ήταν κλειστός. Πήγα ως το περίπτερο. Την είδα πίσω από το τροχόσπιτο. Καθόταν σε μια καρέκλα. Μιλούσαν. Ο άντρας και εκείνη. Δεν με είδε. Ούτε την πλησίασα.
Γύρισα πάνω. Το παιδί κοιμόταν στον καναπέ. Του έβαλα ένα σεντόνι.
Μετά από λίγο, ακούστηκε ένα αμάξι. Κάποιος έφευγε. Εριξα μια ματιά από το παράθυρο. Ενα φορτηγάκι έπαιρνε το τροχόσπιτο. Δεν είδα τον άντρα. Ούτε τη Μαρίνα.
Εμεινα εκεί για δυο μέρες ακόμη. Με το παιδί. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Κανένα μήνυμα. Ούτε τηλεφώνημα. Μια γειτόνισσα ρώτησε: «Η κυρία;»
– Εφυγε, είπα.
Την τελευταία μέρα, πριν φύγουμε, βρήκα ένα σημείωμα. Δεν έγραφε πολλά. Μόνο: «Ισως να ήταν αλήθεια. Αλλά όχι δική μας».
Το δίπλωσα και το έβαλα στο πορτοφόλι μου. Δεν το ξανάνοιξα.
Το καλοκαίρι τελείωσε. Το παιδί θυμόταν τις τρύπες στην άμμο. Εγώ θυμόμουν το νερό που έσταζε από το κλιματιστικό. Σαν κάτι που δεν φαίνεται, αλλά πέφτει ρυθμικά πάνω σου. Χρόνο με τον χρόνο.
Γυρίσαμε στην πόλη. Δεν άλλαξε τίποτα. Μόνο που τώρα κοιμόμουν στην άκρη του κρεβατιού. Κι όταν το παιδί με ρωτούσε «γιατί λείπει η μαμά τόσο πολύ;», έλεγα:
– Θα γυρίσει.
Κι ας ήξερα πως η σιωπή είναι απάντηση. Μερικές φορές, η πιο ξεκάθαρη απ’ όλες.
Τον χειμώνα, άλλαξα δουλειά. Το πρωί δίδασκα σε ιδιωτικό σχολείο, το απόγευμα παρέδιδα ιδιαίτερα. Κάθε Τετάρτη έπαιρνα το παιδί και πηγαίναμε στο θερινό κολυμβητήριο. Ηταν κλειστός χώρος, με χλώριο που ανέβαινε μέχρι το ταβάνι. Το παιδί έλεγε ότι μυρίζει σαν ψέμα.
Μια φορά, νομίζω την άνοιξη, την είδα. Μαρίνα. Καθόταν μόνη σε μια καρέκλα έξω από έναν φούρνο, λίγα τετράγωνα μακριά. Φορούσε γυαλιά ηλίου, αλλά ήξερα ότι ήταν εκείνη. Ηταν ο τρόπος που έσκυβε μπροστά, ακουμπούσε τους αγκώνες στα γόνατα. Αυτός ο τρόπος που είχε όταν ήθελε να μη φανεί ότι την βαραίνει κάτι.
Σταμάτησα πιο κάτω. Εμεινα μέσα. Περίμενα μήπως με δει. Δεν με είδε. Ή έκανε πως δεν είδε. Μετά σηκώθηκε, μπήκε σ’ ένα μικρό μαύρο αυτοκίνητο και έφυγε. Δεν την ακολούθησα.
Δεν ήθελα να την ρωτήσω τίποτα. Τι να ρωτήσεις; Πού ήσουν; Με ποιον; Γιατί;
Δεν είχα ανάγκη από απαντήσεις. Είχα ανάγκη εκείνη, αλλά αυτό ήταν άλλο.
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη «Το παιδί και ο Αγγελος» κυκλοφορεί από τις εκδ. Μεταίχμιο

