Συνεργάτες του και άνθρωποι που τον ήξεραν καλά και τον συναναστρέφονταν μέχρι το τέλος, συμφωνούν σε αυτό. «Αν ζούσε σήμερα ο Μίκης, θα… πέθαινε». Δεν θα άντεχε τη σφαγή στη Γάζα, τις φωτογραφίες των σκελετωμένων παιδιών, την απελπισία τους, τον αποκλεισμό τους. Ηταν άλλωστε αυτός που, το 1981, έγραψε τον ύμνο του PLO. Από την άλλη, θα ήταν και εναντίον των επιθέσεων σε ισραηλινούς πολίτες. Και όχι μόνο διότι έχει γράψει το «Μαουτχάουζεν». Αλλά διότι το μεγαλείο του Θεοδωράκη έγκειτο και στο ότι μπορούσε να συγχωρεί ακόμη και τους δικούς του εχθρούς. Ακόμη και τους δεσμοφύλακες και τους βασανιστές του στους τόπους της εξορίας του. Ελέγε ότι, επιστρέφοντας από τη Μακρόνησο, φρόντισε να σβήσει από το μυαλό του όλα όσα τράβηξε εκεί. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του. Πίστευε συνειδητά ακόμη και στην ουτοπία όπως όταν, στην εξορία, διαπίστωσε ότι τις παρτιτούρες του τις χρησιμοποιούσαν για χαρτί τουαλέτας. Και προσπαθούσε να εμψυχώσει, με τον δικό του τρόπο, αυτούς που η αποστολή τους ήταν να τον εξοντώσουν. Τους μιλούσε για υψηλές αξίες και ιδανικά, για τη σημασία του οράματος στη ζωή. Η ιστορία μάλιστα λέει ότι τουλάχιστον ένας από αυτούς, στη συνέχεια, «έστριψε αριστερά».
Αν ζούσε σήμερα ο Θεοδωράκης, θα έλεγε ό,τι είχε πει και στους Παλαιστίνιους το 1971. Τότε που είχε παρουσιάσει στο Τελ Αβίβ το «Μαουτχάουζεν» και, στη συνέχεια, επισκέφτηκε τη Βηρυτό που ήταν, εκείνη την εποχή, η έδρα των Παλαιστινίων για την παρουσίαση της αραβικής μετάφρασης της αυτοβιογραφίας του. Ενα μέρος του κοινού ήταν δυσαρεστημένο και είχε αντιδράσει αρνητικά λόγω της επίσκεψής του στο Ισραήλ. Ο Μίκης όμως ήταν συναρπαστικός όταν μιλούσε για ειρήνη και αδελφοσύνη. «Κλαίτε» είπε «διότι επισκέφτηκα το Ισραήλ. Δεν με ρωτήσατε όμως, τι είδα στο Ισραήλ. Στο Ισραήλ είδα κοντούς, ψηλούς, ξανθούς, μελαχρινούς. Είδα ανθρώπους. Ανθρώπους που άλλοι ήθελαν πόλεμο, και άλλοι ειρήνη! Εσείς πρέπει να πάρετε μαζί σας τους ανθρώπους της ειρήνης!». Την επομένη, ο Γιάσερ Αραφάτ του είπε ότι κάποιοι θερμόαιμοι νεαροί Παλαιστίνιοι τον θεωρούσαν πράκτορα και σχεδίαζαν να τον δολοφονήσουν. Μετά την ομιλία του όμως, ήθελαν να τον γνωρίσουν και να του ζητήσουν συγγνώμη.
Να αντιμετωπίσει το κακό
Ισως λοιπόν, αν ζούσε σήμερα ο Θεοδωράκης, να μην πέθαινε τελικά. Η ανάγκη του να αντιμετωπίσει το κακό, να μιλήσει γι’ αυτό, θα του έδινε πνοή, μπορεί και να τον σήκωνε από το καροτσάκι όπου ήταν καθηλωμένος τα τελευταία χρόνια. Θα «άπλωνε» το μεγαλείο του έτσι ώστε να συνειδητοποιήσουμε κι εμείς τις δικές μας διαστάσεις. Εστω και τις δυνητικές. Διότι στα 100 του χρόνια, θα είχε την ίδια πυρηνική και συγχρόνως ολιστική αντίληψη περί μεγαλείου (όχι μόνο του δικού του αλλά αυτού που, εν δυνάμει, υπάρχει σε όλους τους άνθρωπους) που είχε και στα τέσσερά του χρόνια. Εκείνη την ημέρα με τον παππού του που ανέβηκε σε μια σκάλα πιστεύοντας ότι μπορεί να… πετάξει. «Δεν μπορείς» του έλεγε ο παππούς. «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί». «Οχι, εγώ μπορώ» επέμενε ο μικρός Μίκης. «Το νιώθω ότι μπορώ». Και «πέταξε». Και έπεσε και έσπασε το χέρι του. Και ο παππούς παραλίγο να πεθάνει καθώς θεώρησε ότι δεν τον πρόσεχε όπως έπρεπε. «Ηταν το πρώτο θύμα του μεγαλείου μου» έλεγε ο Θεοδωράκης που ο αυτοσαρκασμός του ήταν ένα δομικό χαρακτηριστικό του.
Εκεί που κάποιος σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να του πει κάτι έτσι ώστε να μην τον προσβάλλει, ο ίδιος του το πέταγε στα μούτρα και τον αποστόμωνε. Οπως το 2001, όταν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, παρουσίασε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός τη «Μυθωδία», σε μια συναυλία που μεταδόθηκε σε όλον τον πλανήτη. Ο Μίκης είχε αντιρρήσεις για το πολύ υψηλό κόστος της παραγωγής τις οποίες βεβαίως εξέφρασε δημόσια. Κάτι που στεναχώρησε πολύ τον Παπαθανασίου καθώς το όνειρό του ήταν να ενορχηστρώσει το «Αξιον Εστί». Ούτε μήνα αργότερα, ο Θεοδωράκης κάλεσε τη διευθύνουσα σύμβουλο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας Μανουέλα Παυλίδου και της είπε πόσο ωραίο θα ήταν να συνεργαστούν με τον Βαγγέλη για το «Αξιον Εστί». «Μα πώς;» του απάντησε εκείνη. «Πριν από λίγες ημέρες μιλούσες μάλλον αρνητικά γι’ αυτόν». «Ε και; Σιγά βρε Μανουέλα μου. Εγώ έχω πει ή ο Καραμανλής ή τα τανκς».
Δεν άλλαξε ποτέ
Αυτός ήταν ο Μίκης. Και έτσι θα ήταν αν ζούσε ακόμη. Διότι εκείνος δεν άλλαξε ποτέ. Οι άλλοι άλλαζαν τον τρόπο με τον οποίον ερμήνευαν την ιδεολογία τους ανάλογα με το κατά πώς τους συμφέρει. Και άλλοτε τον ήθελαν δίπλα τους και άλλοτε τον τοποθετούσαν απέναντί τους. Διότι, είτε έτσι είτε αλλιώς, τους έδινε προστιθέμενη αξία.
Ο Μίκης όμως δεν ζει. Κι αυτός μας φτώχυνε. Ας φροντίσουμε τουλάχιστον να πλουτίσουμε σε «ανθρωπομονάδες» όπως έλεγε εκείνος. Να κερδίσουμε δηλαδή πόντους ανθρωπισμού και ψυχικού μεγαλείου. Που προστίθενται στην ύπαρξή μας, που μας κάνουν «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» όταν μαχόμαστε για το δίκαιο και το ηθικό. Αλλά και όταν ακούμε τραγούδια του όπως το «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Μια θριαμβική «προσευχή», ένας ανεπίσημος εθνικός ύμνος μας.