Για το γεύμα μας επέλεξε το στέκι του στο Μεταξουργείο. Είναι ένα μεζεδοπωλείο που προτιμά γιατί, όπως μας είπε, είναι «τίμιο», με χαμογελαστούς και φιλικούς ανθρώπους. Επίσης, εκεί σερβίρουν νόστιμα λαδερά, πίτες και άλλα πιάτα της ελληνικής κουζίνας χωρίς κρέας – το οποίο αποφεύγει. Στο ραντεβού μας, ο βέλγος καθηγητής Αρχιτεκτονικής Ζαν – Μαρκ Ουιγκέν (Jean – Marc Huygen) έφτασε με το ποδήλατό του – με αυτό κυκλοφορεί στην πόλη, με αυτό ανηφορίζει εδώ και περίπου πέντε χρόνια τα πρωινά στον λόφο του Φιλοπάππου. Ισως τον δείτε εκεί να καταγράφει, να σχεδιάζει, να φωτογραφίζει, να ερευνά το έργο του Δημήτρη Πικιώνη, του εμπνευσμένου έλληνα αρχιτέκτονα. Εκεί τον πρωτοσυναντήσαμε στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ για τον λόφο – μια ψιλόλιγνη φιγούρα που παραμέριζε προσεκτικά τα ξερόχορτα και αποτύπωνε τις πέτρες του δρόμου και του καναλιού δίπλα. Ο ίδιος σπούδασε πολιτικός μηχανικός και αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης και έχει διδάξει στις Εθνικές Σχολές Αρχιτεκτονικής στο Κλερμόν – Φεράν, την Γκρενόμπλ και (μέχρι πριν από δύο χρόνια που συνταξιοδοτήθηκε) τη Μασσαλία. Επειτα από πολλές επισκέψεις με φοιτητές του στη χώρα μας, επέλεξε να μείνει εδώ για την έρευνά του για τον Πικιώνη που, όπως μας είπε, «στην πραγματικότητα, είναι όλη μου η ζωή».
Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Τα σκουπίδια και ο αρχιτέκτονας», που κυκλοφορεί στα γαλλικά, υποψιάζεται κανείς πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τον Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος έφτιαξε το θαυμαστό του έργο πέριξ της Ακρόπολης επαναχρησιμοποιώντας υλικά. Γράφει λοιπόν: «Περισσότερο από την ανάκτηση ή την ανακύκλωση, η επαναχρησιμοποίηση (η εύρεση μιας καινούργιας χρήσης σε ένα αντικείμενο που έχει χάσει τον σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε) μας επιτρέπει να αναπτύξουμε μια νέα ηθική των υλικών και νέες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και του πλανήτη». «Ηξερα ότι ο Πικιώνης χρησιμοποίησε… χρησιμοποιημένα υλικά και έτσι άρχισα να μελετώ πώς τα συνέδεε. Αυτή ήταν η αρχή», μας λέει.
Ετσι, πριν από πέντε χρόνια άρχισε την προσπάθεια καταγραφής του έργου του Δημήτρη Πικιώνη στους λόφους – γιατί ακόμα και στα ελάχιστα βιβλία που είναι αφιερωμένα σε αυτόν δεν υπάρχει ένα πλήρες σχέδιο. Επικοινώνησε με την Αγνή Πικιώνη, η οποία τον βοήθησε και προσπάθησε να βρει στοιχεία. Περιγράφει πόσο δύσκολο είναι – ο Πικιώνης δεν μιλούσε πολύ για το έργο του. «Τον πρώτο χρόνο περπάτησα όλο τον λόφο, φωτογράφισα και κατέγραψα όλα τα μονοπάτια. Προσπαθούσα να καταλάβω ποια είναι έργο του Πικιώνη και ποια όχι, πώς συνδέονται μεταξύ τους». Σιγά σιγά άρχισε να κατανοεί τι ήθελε να κάνει ο μεγάλος έλληνας αρχιτέκτονας. Εχει γράψει μάλιστα ήδη ένα επιστημονικό άρθρο για την αρχιτεκτονική του Πικιώνη και έπεται συνέχεια. Στο μεταξύ, έχει μελετήσει αναλυτικά και όλη την ελληνική ιστορία – όχι μόνο για την έρευνά του, αλλά και για να μπορέσει να καταλάβει καλύτερα εμάς τους Ελληνες.
Το πρωινό που πρωτοσυναντηθήκαμε με τον Ζαν – Μαρκ Ουιγκέν στου Φιλοπάππου, μας έδειξε το κανάλι των ομβρίων που έκανε καμπύλη ακολουθώντας τον βράχο, πώς δηλαδή ο Πικιώνης σε κάθε σημείο «σεβόταν» το φυσικό τοπίο. Ρωτάμε τον βέλγο καθηγητή για τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν. Μας αναφέρει πως ο φωτισμένος Ελληνας πήρε τις πέτρες από τα νεοκλασικά σπίτια που γκρεμίζονταν για να «αντικατασταθούν» από πολυκατοικίες και τις μετέφερε στον λόφο. «Για μένα αυτός είναι ένας άλλος τρόπος αρχιτεκτονικής. Γιατί δεν εξαρτάται από εργοστασιακά υλικά που μπορείς να αγοράσεις και είναι ομοιόμορφα και άφθονα. Εργάζεσαι με βάση το υλικό που βρίσκεις, που είναι εγκαταλελειμμένο και μπορείς να το ξαναχρησιμοποιήσεις. Και ό,τι ήταν στην πρώτη του ζωή, είναι ακόμα εκεί όταν το ξαναχρησιμοποιείς. Βλέπεις π.χ. μια πέτρα σε ένα μονοπάτι που πηγαίνει στο μνημείο του Φιλοπάππου. Αυτό, όμως, είναι το δεύτερο επίπεδο της ζωής της. Πριν ήταν ένα σπίτι, το σπίτι του τάδε. Για μένα αυτά τα υλικά έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιατί περιέχουν και μας διηγούνται τουλάχιστον δύο στρώματα ιστορίας».
Συνεχίζει βήμα βήμα την καταγραφή και τη μελέτη. Επισημαίνει ότι έχει φτάσει σε ένα καλό σημείο, αλλά δεν θέλει ακόμα να μιλήσει γι’ αυτό. Με συγκίνηση, όμως, διηγείται πώς απέκτησε ένα πολύτιμο γι’ αυτόν βιβλίο – εργαλείο. Ενα πρωινό στην είσοδο του λόφου τού έπιασε κουβέντα μια κυρία. «Με ρώτησε αν είμαι αρχαιολόγος. Ηξερε πως αυτό που κάνω είναι να μελετώ το έργο του Πικιώνη – άρα δεν είμαι αρχαιολόγος. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος που, στην Ελλάδα, χρησιμοποιείτε για να πιάσετε κουβέντα», λέει χαμογελώντας. «Μου είπε ότι θα μου φέρει ένα βιβλίο για τον Πικιώνη που είχε – θεώρησα ότι θα μου το έφερνε απλώς για να το δω. Ηταν ο κατάλογος της έκθεσης που είχε γίνει στο Λονδίνο το 1989 – το έψαχνα. Μου το χάρισε. Οταν της είπα ότι είναι εξαντλημένο και θα μπορούσε να κερδίσει από αυτό αρκετά χρήματα αν το πουλούσε στο Διαδίκτυο, μου απάντησε, όχι, όχι, είναι καλύτερα να το έχετε εσείς στη βιβλιοθήκη σας. Αυτή είναι η Ελλάδα!».
Στα κείμενά του ο κ. Ουιγκέν αναφέρεται στην αειφόρο αρχιτεκτονική – αυτό ήταν και το επόμενο θέμα της συζήτησής μας. «Είναι πολύ εύκολη», λέει, «γιατί ακολουθεί τους νόμους της κοινής λογικής. Κι από την άλλη, είναι πολύ δύσκολη γιατί η αρχιτεκτονική που συνήθως διδάσκεται στις σχολές είναι πολύ συντηρητική». Ξεκαθαρίζει ότι όταν μιλάει για αειφόρο αρχιτεκτονική δεν εννοεί το να φτιάξει κανείς μια «πράσινη» ταράτσα σε ένα τσιμεντένιο κτίριο, αλλά να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία της αρχιτεκτονικής για κάτι διαφορετικό. «Τα υλικά είναι ένα από τα εργαλεία – το να χρησιμοποιείς, π.χ., υλικά που δεν έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, στη φύση. Ενα άλλο εργαλείο, όμως, είναι και το να φτιάξεις τον χώρο σε συνεργασία με εκείνους που θα τον κατοικίσουν, να τον φτιάξεις έτσι ώστε να είναι ευτυχισμένοι». Αυτή τη συνεργασία άρχισε να μελετά από το 2015, ερχόμενος με γκρουπ φοιτητών του από τη Μασσαλία. Εμεναν στην Αθήνα περίπου μία εβδομάδα και μετά τις επισκέψεις στους αρχαιολογικούς χώρους και τη γνωριμία με την ιστορία της πόλης επέλεγαν μια γειτονιά και μελετούσαν πώς ήταν η ζωή εκεί, συναντούσαν τους κατοίκους, προσπαθούσαν να κατανοήσουν τον τρόπο ζωής τους. Στην παρατήρησή μας ότι αυτό είναι περισσότερο δουλειά κοινωνιολόγου και όχι αρχιτέκτονα, ο Ζαν – Μαρκ Ουιγκέν εκφράζει τη διαφωνία του. «Μπορεί, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη για την αρχιτεκτονική, να έχετε δίκιο. Για μένα όμως ένα βασικό στοιχείο της δουλειάς του αρχιτέκτονα είναι να διαπιστώσει πώς ζουν οι κάτοικοι και πώς θα μπορούσαν να ζήσουν ώστε να είναι πιο ευτυχισμένοι. Το τι είναι ευτυχία, βέβαια, είναι ένα μεγάλο θέμα συζήτησης, αλλά έχει να κάνει με τη συνύπαρξη – ακόμα κι αν είσαι διαφορετικός, πλούσιος ή φτωχός, νέος ή γέρος, Ελληνας ή Πακιστανός, άνδρας ή γυναίκα, άνθρωπος ή δέντρο. Και φυσικά αυτός είναι ένας πολιτικός τρόπος για να βλέπει κανείς τη ζωή. Αυτό για μένα είναι αρχιτεκτονική».
Ενας άλλος τρόπος
Συζητάμε για την πόλη και τον ρόλο της στην αρχαία Αθήνα, την ιταλική αναγέννηση και την αρχιτεκτονική της, για την εξέλιξη της ελληνικής πρωτεύουσας και τη χρήση του τσιμέντου. «Το τσιμέντο, αν το δει κανείς σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι το χειρότερο υλικό από περιβαλλοντική άποψη», επισημαίνει. Και συμπληρώνει: «Το παραδοσιακό μεσογειακό υλικό είναι η πέτρα ή ο πλίνθος. Θα μου πείτε ότι είναι ακριβό γιατί χρειάζεται περισσότερους εργάτες από ό,τι τα εργοστασιακά υλικά. Πρέπει, όμως, να συνυπολογίσει κανείς ότι, δίνοντας δουλειά σε κόσμο, το κράτος θα πληρώνει λιγότερα επιδόματα ανεργίας, ότι οι άνθρωποι που έχουν δουλειά έχουν καλύτερη διάθεση και υγεία, δεν χρειάζονται τόσα φάρμακα κ.λπ. Αυτός, λοιπόν, είναι ένας άλλος τρόπος να βλέπει κανείς τη ζωή και την αρχιτεκτονική». Ενα επίσης κρίσιμο στοιχείο για την αρχιτεκτονική σήμερα πιστεύει πως είναι το να φυτεύεις πολλά και διαφορετικά είδη φυτών και δέντρων – τόσο για την άνεση του δημόσιου χώρου όσο και γιατί απορροφούν τον άνθρακα και απορρυπαίνουν το περιβάλλον.
Τον προβληματίζει έντονα το μέλλον του πλανήτη. Περιγράφει πώς, ενώ δίδασκε, πολλές φορές αναρωτιόταν γιατί μάχεται τόσο για την αειφόρο αρχιτεκτονική αφού το πρόβλημα, η αλλαγή του κλίματος (γιατί φυσικά το ανθρώπινο είδος δεν θα μπορέσει να ζήσει σε ένα περιβάλλον με περισσότερους από 50 βαθμούς Κελσίου), θα αφορούσε την επόμενη γενιά. «Τώρα, όμως, διαπιστώνω ότι είμαι ακόμα ζωντανός και ήδη βλέπω, νιώθω αυτή την αλλαγή. Ερχεται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι φανταζόμασταν. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι εμείς οι αρχιτέκτονες έχουμε την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία μας για να διατυπώσουμε προτάσεις».
Εχει μεγάλη πίστη στη δύναμη της γειτονιάς, της συνεργασίας των ανθρώπων και των μικρών κινήσεων. Οπως το να συγκεντρώσει κανείς π.χ. τα λαχανικά που είναι για πέταμα και να τα κάνει κομπόστ. Στην αρχή, σε ατομικό επίπεδο και μετά σε επίπεδο πολυκατοικίας ή και γειτονιάς. Αυτή είναι μια κίνηση που μειώνει δραστικά τα απορρίμματα. Ταυτόχρονα, αν αποφασίσει κανείς να χρησιμοποιήσει το κομπόστ φυτεύοντας ντομάτες σε μια γλάστρα στο πεζοδρόμιο, κάνει μία ακόμα κίνηση. Και καθώς οι περαστικοί θα σταματούν και θα ρωτούν τι ακριβώς συμβαίνει, θα πιάνουν συζήτηση… αυτό είναι ένα ακόμα βήμα. Αναφέρει μάλιστα πως με μια ομάδα από φοιτητές του είχαν δημιουργήσει έναν «πόλο συγκέντρωσης» στη γειτονιά με δύο απλές κινήσεις: παίρνοντας δύο πεταμένες στα σκουπίδια καρέκλες και τοποθετώντας τες μαζί με μια γλάστρα, που βρήκαν επίσης δίπλα στους κάδους, σε έναν πεζόδρομο. Στην αρχή κάθισε ένας κουρασμένος, μετά δεύτερος, μετά γείτονες έφεραν μία ακόμα καρέκλα και άρχισαν να συναντιούνται εκεί. Η πρότασή του θυμίζει λίγο τις παλιές γειτονιές, του λέμε. «Πρέπει να εφεύρουμε καινούργιους τρόπους, όχι να πάμε πίσω στο παρελθόν, αλλά να βαδίσουμε σε ένα μέλλον που θα είναι λιγότερο εγωκεντρικό».