Η φετινή επέτειος της 4ης Ιουλίου – η τελευταία πριν τον εορτασμό των 250 ετών από την ιδρυτική πράξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, το 1776 – ανήκει δικαιωματικά στον Ντόναλντ Τραμπ.
Όχι απλώς επειδή είναι πρόεδρος των ΗΠΑ (όπως θα είναι και σε ένα χρόνο από τώρα, πλην μεγάλου απροόπτου), αλλά διότι εμφανίζεται ως θριαμβευτής, ο οποίος επελαύνει σε όλα τα μέτωπα, από την οικονομία και το μεταναστευτικό μέχρι την εξωτερική πολιτική και το εμπόριο.
Η οριστική έγκριση του «Μεγάλου, Όμορφου Νομοσχεδίου» του (ΒΒΒ) από το Κογκρέσο, μετά το θρίλερ που προηγήθηκε, αποτελεί την πιο πρόσφατη επιτυχία του.
Για να τα καταφέρει, μάλιστα, χρειάστηκε να βάλει και ο ίδιος το χέρι του, τηλεφωνώντας σε πολλούς βουλευτές και γερουσιαστές, πότε απειλώντας τους και πότε καλοπιάνοντάς τους – με ορισμένους, μάλιστα, να τους προσκαλεί για… γκολφ στις ιδιωτικές του εγκαταστάσεις, προκειμένου να τους πείσει να εγκαταλείψουν τις ενστάσεις τους και τις όποιες σκέψεις για «ανταρσία» τη στιγμή της ψηφοφορίας.
Ούτε καν ο μέγας χορηγός του, Ίλον Μασκ, δεν κατάφερε να «εκτροχιάσει» το ΒΒΒ, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε. Μάλιστα, ο «μίστερ Tesla» θα υποχρεωθεί πιθανότατα να ανακρούσει πρύμναν το αμέσως επόμενο διάστημα, έχοντας συνειδητοποιήσει πως θα βγει χαμένος από μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τον Τραμπ και θέσει σε κίνδυνο την αυτοκρατορία του. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι τα «γκουβέρνα» διαθέτουν περισσότερη δύναμη πυρός σε σύγκριση με τους όποιους ολιγάρχες και, εάν δεν πιαστούν στον «ύπνο» και η αντιπαράθεση εκδηλωθεί ανοιχτά, συνήθως βγαίνουν νικητές.
Την ίδια στιγμή και καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πλέον πλήρως υποταγμένοι στον Τραμπ, στο αντίπαλο στρατόπεδο επικρατεί το αίσθημα του βέρτιγκο.
Οι Δημοκρατικοί, με άλλα λόγια, διέρχονται μια βαθιά κρίση ταυτότητας και πολιτικού-ιδεολογικού προσανατολισμού, την οποία δεν δείχνουν ικανοί να ξεπεράσουν γρήγορα και πειστικά. Κι αυτό, ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του 2026, ίσως τους κοστίσει πολύ ακριβά.
Όσο για τους εταίρους των ΗΠΑ στο εξωτερικό, εχθρούς και φίλους, μοιάζουν να έχουν συνειδητοποιήσει πως «δεν τους παίρνει» να τα βάλουν με την υπερδύναμη και τον πρόεδρό της ή να τους αμφισβητήσουν ευθέως.
Οι Ευρωπαίοι, για παράδειγμα, το απέδειξαν κατά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, όταν «κατέβασαν τα βρακιά» στις απαιτήσεις του Τραμπ. Οι Ισραηλινοί και ο Νετανιάχου, επίσης, κατανοούν ότι χωρίς τη στήριξη της Ουάσιγκτον είναι πολύ «μικροί» για να τα βγάλουν πέρα σε όλα τα μέτωπα που έχουν ανοίξει – ενώ η ηγεσία του Ιράν κατάλαβε ότι οι αμερικανικές βόμβες έχουν τη δυνατότητα να της καταφέρουν ένα συντριπτικό πλήγμα.
Η Ρωσία, από την άλλη, έχει αποφασίσει ότι δεν έχει νόημα να συνεννοείται με κανέναν άλλο πέρα του Τραμπ, όπως αποδεικνύει και η νέα τηλεφωνική του συνομιλία με τον Βλαντίμιρ Πούτιν – η έκτη από την εκλογική του νίκη και την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο. Η δε Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, αν και είναι η μόνη που σήμερα μπορεί (θεωρητικά έστω) να κοιτάξει στα μάτια τις ΗΠΑ, μοιάζει να εκτιμά πως δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα να τα παίξει «όλα για όλα» σε μια ζαριά – γι’ αυτό και δεν κλιμακώνει τον εμπορικό πόλεμο σε αυτή τη φάση.
Νικητής ή… μελλοθάνατος;
Σε αυτό το φόντο, θα μπορούσε ίσως να συμπεράνει κανείς ότι ο Τραμπ έχει κερδίσει οριστικά τα στοιχήματα που έβαλε, ότι έχει αποστομώσει όσους τον αμφισβητούσαν και ήθελαν να τον υπονομεύσουν και ότι έχει καταστήσει τις ΗΠΑ εκ νέου κυρίαρχες σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά και άτρωτες από τα πυρά των εχθρών τους;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Όχι μόνο επειδή είναι πολύ νωρίς ακόμη για να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα, αλλά και διότι πολλές φορές η ιστορία έχει γκρεμίσει σαν χάρτινους πύργους τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις εντυπωσιακές και υπέρμετρα φιλόδοξες υποσχέσεις. Όπως αυτή του νέου «Χρυσού Αιώνα» για τον οποίο έχει μιλήσει στους συμπατριώτες του ο Τραμπ, που δεν αποκλείεται τελικώς να μετατραπεί σε εφιάλτη.
Τηρουμένων των αναλογιών και με αρκετή δόση υπερβολής, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο τρόπος με τον οποίος συμπεριφέρεται και ενεργεί ο Αμερικανός πρόεδρος παραπέμπει στο «Tora! Tora! Tora!». Ένα σύνθημα που αποτέλεσε τίτλο της γνωστής ταινίας για την επίθεση των Γιαπωνέζων στο Περλ Χάρμπορ, τον Δεκέμβριο του 1941, που έδωσε το έναυσμα για την είσοδο των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και τι σχέση μπορεί να έχει ο Τραμπ με το Περλ Χάρμπορ και τους Γιαπωνέζους; Με την πρώτη ματιά καμία.
Αν προσέξουμε καλύτερα, ωστόσο, θα βρούμε αναλογίες. Πρώτον, ο Τραμπ ακολουθεί μια τακτική «μπλίτσκριγκ» (αστραπιαίου πολέμου), επιχειρώντας να αιφνιδιάσει τους αντιπάλους του, να μην τους αφήσει να πάρουν ανάσα και να τους θέσει εκτός μάχης, καταφέρνοντάς τους συντριπτικά πλήγματα – όπως επεδίωξαν να κάνουν οι Γιαπωνέζοι με τους Αμερικανούς πριν 84 χρόνια.
Δεύτερον, επειδή αισθάνεται έχει την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να τα καταφέρει. Τρίτον, διότι όλα αυτά συνέβησαν σε μια περίοδο μεγάλων και βίαιων ανακατατάξεων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και τέταρτον, επειδή πολύ σύντομα το Τόκιο διαπίστωσε ότι η επίθεση που εξαπέλυσε μετατράπηκε σε μπούμερανγκ και οδήγησε την αυτοκρατορία στην ήττα και την ταπεινωτική συνθηκολόγηση.
Κάντε υπομονή…
Μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο σήμερα; Πιθανότατα ναι. Δεν είναι λίγοι, εξάλλου, αυτοί που ισχυρίζονται πως οι ΗΠΑ, όσο επιθετικά και αν συμπεριφέρονται σήμερα, είναι νομοτελειακά αναγκασμένες να κάνουν πίσω και να παραχωρήσουν αρκετό από τον ζωτικό τους χώρο στις ανερχόμενες δυνάμεις. Κάποιοι προσθέτουν, επίσης, ότι με τη στάση του ο Τραμπ δεν αποκλείεται να αναγκάσει την Κίνα να μπει πιο γρήγορα στον «πόλεμο», με όλα τα σενάρια να είναι ανοιχτά σε αυτή την περίπτωση.
Τέλος, δεν μπορεί παρά να σημειώσουμε την εκτίμηση που κάνει ο Economist, ότι τόσο με το νέο του νομοσχέδιο ΒΒΒ όσο και με την τακτική των δασμών και εκβιασμών στο διεθνές εμπόριο, «διαβρώνονται τα θεμέλια της ευημερίας της Αμερικής».
Θα χρειαστεί, βεβαίως, να περάσει αρκετός καιρός για να διαπιστώσουμε τι από όλα αυτά ισχύει και τι αποτελεί αποκύημα «δημοσιογραφικής φαντασίας». Ο Τραμπ και οι επιτελείς του, πάντως, σίγουρα απεύχονται ένα νέο Περλ Χάρμπορ – αυτή τη φορά από την ανάποδη.