Η κυβέρνηση της Λιβύης που έχει διοριστεί από το Κοινοβούλιο, με έδρα την ανατολική Λιβύη και επίκεντρο τη Βεγγάζη, παρέδωσε την Κυριακή επίσημη διπλωματική διαμαρτυρία (note verbale) στον Έλληνα Γενικό Πρόξενο στη Βεγγάζη, αντιδρώντας στην απόφαση της Ελλάδας να προχωρήσει σε χορήγηση αδειών για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων σε περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου που, σύμφωνα με τη Λιβύη, τελούν υπό θαλάσσια κυριαρχική διαφωνία.
Η διαμαρτυρία αυτή έρχεται σε συνέχεια της πρόσφατης δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τεύχος C/2025/3335), μέσω της οποίας η ελληνική κυβέρνηση προκήρυξε διεθνή πρόσκληση για επενδυτές αναφορικά με έρευνες σε θαλάσσια οικόπεδα νότια της Πελοποννήσου και νότια της Κρήτης. Η Λιβύη θεωρεί, ότι μέρος αυτών των περιοχών εμπίπτει στη δική της δυνητική αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), και ως εκ τούτου χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ενέργεια της Ελλάδας ως μονομερή, προκλητική και παραβιάζουσα το διεθνές δίκαιο.
Αξιοσημείωτο είναι πως η παράδοση της διαμαρτυρίας δεν έγινε μέσω της διεθνούς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Τρίπολης (GNU), αλλά από την κυβέρνηση του Ανατολικού Κοινοβουλίου, γεγονός που υποδηλώνει τις εσωτερικές πολιτικές και θεσμικές αντιπαραθέσεις στη Λιβύη. Παράλληλα, η επιλογή του Έλληνα προξένου στη Βεγγάζη – και όχι της πρεσβείας στην Τρίπολη – υπογραμμίζει τη διπλωματική βαρύτητα που αποκτά η Ανατολική Λιβύη στην ελληνολιβυκή πολιτική σκηνή, αλλά και την πιθανή πρόθεση της Ελλάδας να διατηρεί ισορροπημένες σχέσεις και με τις δύο πλευρές της λιβυκής κρίσης.
Η ενέργεια αυτή της λιβυκής πλευράς εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση αντίδρασης χωρών της Ανατολικής Μεσογείου απέναντι στην ενεργειακή στρατηγική της Ελλάδας, ειδικά σε ό,τι αφορά την ανάθεση ερευνών και δικαιωμάτων εξόρυξης σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν ακόμα οριοθετημένες θαλάσσιες ζώνες. Υπενθυμίζεται πως ανάλογες επιφυλάξεις ή αντιδράσεις έχουν εκφραστεί και από την Τουρκία στο παρελθόν.
Οπως αναφέρουν στα ΜΜΕ της Λιβύης, «η υπόθεση αυτή επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη για σταθερό διπλωματικό διάλογο και οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με βάση το διεθνές δίκαιο, καθώς και για αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τετελεσμένα γεγονότα από τρίτες χώρες. Παράλληλα, καταδεικνύει το πόσο περίπλοκο παραμένει το ενεργειακό και γεωπολιτικό παζλ στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου επενδύσεις, εθνικές στρατηγικές και ασταθείς περιφερειακές ισορροπίες συμβαδίζουν με λεπτές διπλωματικές ισορροπίες».