30 C
Thessaloniki

Μια ζωή ταγμένη στο ελληνικό θέατρο

Ημερομηνία:

Ανήκε στη γενιά που επέβαλε τους νέους όρους της θεατρικής κριτικής, αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια κατηγορία από μόνος του. Μέσα από τα κείμενά του έδωσε χώρο και προτεραιότητα στο νεοελληνικό ρεπερτόριο (Καμπανέλλης, Σκούρτης, Ποντίκας, Μάτεσις, Διαλεγμένος κ.ά.), αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες μεταφοράς του ευρωπαϊκού στα καθ’ ημάς. Με μόνιμο πόλο αναφοράς τον Δημήτρη Ροντήρη, του οποίου υπήρξε μαθητής όταν πέρασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, παρακολουθούσε παράλληλα την εξέλιξη του Θεάτρου Τέχνης, όπου αναγνώριζε την τεράστια αξία του αντίπαλου δέους, του επίσης «δασκάλου» Κάρολου Κουν. Μέσα από τις θεατρικές κριτικές του, οι οποίες ξεκίνησαν το 1971 στο «Βήμα», ύστερα από πρόσκληση του διευθυντή Ανδρέα Δημάκου, και συνεχίστηκαν στα «ΝΕΑ» από το 1980 μέχρι τις μέρες μας (με ένα διάλειμμα στη δεκαετία του 2010), έδινε έμφαση στη θεατρική παράδοση, αντιδρούσε στους μανιερισμούς, τις καινοτομίες και το μεταμοντέρνο, ενώ πολύ συχνά ανέπτυσσε ιδιοσυγκρασιακή και συγκρουσιακή σχέση με πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες του θεάματος. «Η θεατρική κριτική ανιχνεύει θέματα ιστορίας του θεάτρου, εξελίξεις των σκηνικών ειδών, προβλήματα χαρακτηρολογίας, τυπολογίας, αισθητικών θεωριών, ιδεολογίας, εικαστικής μόδας, υποκριτικών και ερμηνευτικών εν γένει σχολών», σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου «Παγκόσμιο θέατρο: από τον Μένανδρο στον Ιψεν» (εκδ. Πατάκη, 1999, επιμέλεια Ελσα Αδριανού).

Ο Κ. Γεωργουσόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία στις 17 Σεπτεμβρίου 1937. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας) και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (με αυτή την αφορμή υπήρξε βοηθός του Ροντήρη στη μεγάλη περιοδεία τού Πειραϊκού Θεάτρου). Ο ίδιος σε πολλά κείμενά του επέμεινε ότι το μεγαλύτερο εφόδιό του υπήρξε από την αρχή η βιβλιοθήκη που του άφησε ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1951 είδε για πρώτη φορά παράσταση θεάτρου στους Δελφούς: τον Μάνο Κατράκη στον «Προμηθέα Δεσμώτη», όπως έχει εξομολογηθεί στη συνάδελφο Μυρτώ Λοβέρδου. Τρία χρόνια αργότερα έφτασε στην Επίδαυρο για τον «Ιππόλυτο», σε σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη. Θεωρούσε πάντως ότι το μεγάλο κατόρθωμα του δασκάλου του ήταν η «Ορέστεια» το 1954. «Μια μεγάλη στιγμή στην ελληνική παραστασιολογία του αρχαίου δράματος, ένα πολύ μεγάλο βήμα. Γιατί ήταν ένα δύσκολο έργο, ένα μεγάλο κείμενο της αρχαιότητας. Λόγω του ότι ήταν τριλογία, είχε βήματα, με άλλο στυλ κάθε φορά. Τελείως διαφορετική η προσέγγιση του “Αγαμέμνονα” από τις “Χοηφόρες” και από τις “Ευμενίδες”. Τελείως διαφορετικό το δραματουργικό στοιχείο, το οποίο δημιουργούσε ερεθισμούς σε έναν σκηνοθέτη. Εγώ μαθήτευσα σε αυτό. Ουσιαστικά, την εποχή που ανέβαζε ο Ροντήρης την “Ορέστεια”, εγώ ήμουνα μαθητής του. Δηλαδή ήμουνα στις δοκιμές. Κρατούσα πολλές φορές το βιβλίο όταν μαθαίναν τον λόγο οι ηθοποιοί. Αυτές ήταν οι πρώτες μου επαφές».

Οι μεταφράσεις

Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, την επιμέλεια του βιβλίου «Δραματική ποίηση», που αποτέλεσε επί 25 χρόνια διδακτέα ύλη στα ελληνικά γυμνάσια. Κύριος άξονας του μεταφραστικού του έργου ήταν το αρχαίο δράμα. Εχει μεταφράσει τις περισσότερες από τις σωζόμενες τραγωδίες (με πρώτη την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή), όπως: «Ικέτιδες», «Ορέστεια», «Επτά επί Θήβας» (Αισχύλου), «Ηλέκτρα», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Βάκχες», «Ελένη», «Οιδίπους Τύραννος», «Εκάβη», «Κύκλωψ». Παράλληλα μετέφρασε τις εννιά από τις έντεκα κωμωδίες του Αριστοφάνη («Πλούτος», «Λυσιστράτη», «Ιππής», «Εκκλησιάζουσες» κ.ά.). «Είτε μετάφραση δηλώνει κανείς πως κάνει είτε μεταγλώττιση ή και αναλογία, όπως πιστεύει ο γράφων πως πρέπει να διατυπώνουμε τη μεταφορά από μια μορφή γλώσσας σε μια άλλη, λέξεις χρησιμοποιούμε. Βεβαίως οι λέξεις νοήματα υποβάλλουν, αλλά κάθε λέξη έχει το ειδικό της βάρος και το ύφος και το ήθος της. Π.χ. αφήνουμε αμετάφραστο τον τίτλο του σοφόκλειου έργου “Οιδίπους Τύραννος”, και καλά κάνουμε, γιατί η λέξη “τύραννος” στην εποχή του Σοφοκλή σήμαινε κυρίως τον “μη κληρονομικό ηγεμόνα”. Και τέτοιος πίστευε ο Οιδίπους πως είναι. Η τραγωδία όμως απέδειξε πως ήταν γιος του βασιλιά που σκότωσε χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι. Η τραγωδία του έργου είναι στην ειρωνεία του τίτλου», έγραφε στα «ΝΕΑ» τον Μάιο του 2018 («Γλωσσική αναλογία», στη σειρά «Μεταφράσεων πάθη»).

Ο στιχουργός Κ.Χ. Μύρης

Το 1964 παραδίδει στίχους στον Γιάννη Μαρκόπουλο για την «Ξαστεριά», ένα τραγούδι σε δίσκο 45 στροφών με τη Μαίρη Δαλάκου, ενώ το 1966 συνεργάζεται με τον Γιάννη Σπανό, στο πλαίσιο του Νέου Κύματος, γράφοντας από κοινού δύο τραγούδια που τραγούδησε η Αρλέτα στο πρώτο της προσωπικό άλμπουμ: «Κάποιες νύχτες» και «Δέκα στρατιώτες κι ένας λοχαγός». Το 1970 υπογράφει ως Κ.Χ. Μύρης τα τραγούδια του «Χρονικού» του Μαρκόπουλου (όπου και το «Καφενείον η Ελλάς»), με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη και τη Μαρία Δημητριάδη. «Με τον Μαρκόπουλο ήμαστε μαζί στρατιώτες των Ενόπλων Δυνάμεων. Δηλαδή, επειδή ακριβώς εγώ ήμουνα φιλόλογος κι εκείνος μουσικός, μας είχαν πάει στον σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων… Υπήρχαν πέντε-έξι επαγγελματίες του ραδιοφώνου και όλοι οι άλλοι που στελέχωναν ήμαστε στρατιώται. Πηγαίναμε με το χακί στον σταθμό. Ολη δηλαδή τη θητεία μου εγώ την πέρασα στον γνωστό σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων στη Μεσογείων… Λοιπόν, εκεί γνώρισα τον Μαρκόπουλο. Και φυσικό ήτανε κάποια στιγμή… Τι κάναμε εκεί όλες αυτές τις ώρες; Ο Μαρκόπουλος έπαιζε πιάνο κι εγώ έγραφα στίχους. Ετσι έγινε η ιστορία αυτή», ακούγεται πλέον στο αρχείο του istorima.org. Ακολούθησε ο σημαντικός δίσκος «Ιθαγένεια» του 1972, όπου ο Ν. Ξυλούρης ερμηνεύει τα «Χίλια μύρια κύματα», «Γεννήθηκα», «Ακούς να λένε στα χωριά», «Χρόνια και χρόνια στον τροχό», σε στίχους και πάλι του Κ.Χ. Μύρη. Συνθέτης και στιχουργός θα συναντηθούν ξανά στις «Σειρήνες» του 1983, δίσκο που ακούστηκε λιγότερο.

Για την Ελένη Καραΐνδρου, εξάλλου, έγραψε τους στίχους στα δέκα κομμάτια του δίσκου «Η μεγάλη αγρύπνια» το 1972, ώστε να τραγουδηθούν από τη Μαρία Φαραντούρη. Η ηχογράφηση της ορχήστρας έγινε τελικά στην Αθήνα και της φωνής στο Studio Apple του Λονδίνου, το 1973. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1975. Δικοί του είναι επίσης οι στίχοι στο «Πανσέληνος ο έρωτας», επίσης σε μουσική της Καραΐνδρου, με ερμηνεύτρια τη Χαρούλα Αλεξίου (από το σάουντρακ για το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου). Το ίδιο και στην «Αφροδίτη» από τον δίσκο «Γρήγορα η ώρα πέρασε» (2006) του Νίκου Ξυδάκη, με ερμηνεύτρια την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ενας από τους πιο ιδιαίτερους δίσκους, τέλος, για τον ίδιο αλλά και για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου είναι οι «Ατρείδες» σε μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη, όπου σε μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη ο τραγουδιστής ερμηνεύει τα χορικά από την ομώνυμη παράσταση του Θεάτρου Ερευνας, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ποταμίτη, που ανέβηκε τον Σεπτέμβρη του 1979 στο Θέατρο του Λυκαβηττού. Επίσης, χορικά στη μετάφρασή του μελοποίησε ο Βασίλης Δημητρίου για τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη.

Πηγή: taNea.gr

κοινοποιήστε την ανάρτηση

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Πυρκαγιά σε θερμοκήπιο στη Θάσο – Άμεση η επέμβαση της Πυροσβεστικής

Φωτιά εκδηλώθηκε σε θερμοκήπιο στην περιοχή Σκάλα Ραχωνίου της...

Διοικητικές κυρώσεις σε πολίτη που αλίευε αχινούς στο Λουτράκι

Σε έλεγχο που πραγματοποιήθηκε από στελέχη της Λιμενικής Αρχής...

Φυγή των Ιαπώνων επενδυτών από τα γερμανικά ομόλογα έφερε το πακέτο Μερτς για την άμηνα

Το μεγαλύτερο ποσό γερμανικών κρατικών ομολόγων εδώ και μια...