Υπό διαφορετικές συνθήκες όσον αφορά τα αίτια, εξελίσσεται πάλι εκείνο που είχε προκαλέσει την αποχώρηση της Γερμανίας από την αποτυχημένη Διάσκεψη Αφοπλισμού της Κοινωνίας των Εθνών το 1933 και υπήρξε η κύρια προϋπόθεση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου: ο επανεξοπλισμός της. Μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν αδιανόητος καθώς γκρεμίζει και το έσχατο όριο που είχε θέσει η ήττα της το 1945. Και πλέον οικοδομεί, κατά τον καγκελάριο Μερτς, «τον ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη». Αυτές οι «διαφορετικές συνθήκες» συνοδεύονται όμως από ένα μέγα ερεβώδες ερώτημα: θα παραμείνουν τέτοιες;
Ή, αντιθέτως, φτάνει η στιγμή να ταυτιστούν σχεδόν με εκείνες του μοιραίου 1933;
Από τότε χρειάστηκαν έξι χρόνια μέχρι να ξεκινήσει ο Πόλεμος – ακόμα λιγότερα για τις γερμανικές κατακτήσεις.
Είναι ενδιαφέρον ότι σήμερα η γερμανική κυβέρνηση και η στρατιωτική ηγεσία της χώρας δίνουν στην απόφαση του Βερολίνου να δημιουργήσει εκ νέου έναν πανίσχυρο στρατό, ορίζοντα πέντε ετών: τότε εκτιμούν ότι αναμένουν ρωσική επίθεση στην Ευρώπη και γι’ αυτό λαμβάνουν, λένε, αυτή την απόφαση. Υπάρχει όμως εδώ κάτι πολύ σημαντικό: το πώς η Γερμανία αξιοποιεί για πολλοστή φορά τα τελευταία εκατό χρόνια τον κίνδυνο της «ρωσικής αρκούδας» – αν και ο, μετά το 1945 «ανύπαρκτος», γερμανικός στρατός έκανε δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Οχι ο ρωσικός.
Αυτή είναι η αλήθεια, όσο και αν δεν αντανακλά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Μετά τη Σοβιετική Επανάσταση του 1917, οι ΗΠΑ μπήκαν στον Πόλεμο να αντικαταστήσουν τη Ρωσία. Και εκείνο που επιχείρησαν να πετύχουν την επαύριον της ήττας των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, ήταν να την κάνουν όσο πιο ανώδυνη γινόταν για τους Γερμανούς, ώστε να σταθούν στα πόδια τους και να μην κινδυνέψουν από μία σοβιετική, πλέον, επίθεση ή εσωτερική επανάσταση. Η Γερμανία ήταν ο μεγάλος ηττημένος υπαίτιος, αλλά έπρεπε να της εξασφαλιστεί όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάκαμψη και ισχυροποίηση έναντι του κινδύνου της εξάπλωσης του κομμουνιστικού συστήματος.
Και, βέβαια, πίσω από αυτόν τον κίνδυνο, αντίστοιχα για μεγάλο τμήμα της Ευρώπης. Αυτός ήταν ουσιαστικά ο πυρήνας της αμερικανικής πολιτικής ήδη από τον Ουίλσον μέχρι και την πτώση του Τείχους – και ένας κύριος λόγος που το 1933 ουδείς αντέδρασε. Από τα μέσα του Ψυχρού Πολέμου δε, το σκεπτικό ήταν πια ότι μία ενωμένη ξανά Γερμανία θα σημαίνει πολύ σημαντική ανάσχεση προς τα όποια σχέδια της Μόσχας.
Και κάπως έτσι φτάσαμε έως εδώ: να ανακοινώνεται η άμεση δημιουργία ενός γερμανικού πανίσχυρου στρατού από τον φόβο και πάλι της Μόσχας. Ενός στρατού που μεταξύ των άλλων καταρρίπτει κάθε δήθεν «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» του Βερολίνου, καθώς για όλα αυτά αφήνει πλήρως στο σκοτάδι ακόμα και την ίδια τη Γαλλία. Από μία Γερμανία που ουδεμία σχέση πλέον έχει με εκείνη της Βόννης.
Ενός στρατού που είναι εξαιρετικά πιθανό ο Μερτς να κληθεί στο τέλος της θητείας του να τον παραδώσει στην πρώτη νεοναζιστική κυβέρνηση μετά τον Πόλεμο, καθώς όλα δείχνουν ότι έρχεται με ορμή στην εξουσία. Και για προίκα να πάρει στα χέρια της τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό της Γερμανίας και της Ευρώπης από τα χρόνια του Χίτλερ.